»Στο
θέατρο ήταν δύσκολο να τα καταφέρω.
Γιατί στη δική μου την γενιά, της
μεταπολίτευσης, μάθαμε, εμείς οι γυναίκες,
να πατούμε πιο πολύ στα πόδια μας και
να είμαστε πιο επαγγελματίες. Γι΄αυτό
και είχα προβληματισμούς: Πως θα πετύχω
σ΄αυτόν τον χώρο που δεν ξέρω κανένα
και δεν ξέρει κανένας; Αλλά μου έδειξε
αυτή η δουλειά ότι αν έχεις κάτι να πεις,
δεν ξέρω πώς θα γίνει, θα συνωμοτήσει
το σύμπαν, και θα΄ρθει η στιγμή για να
το πεις.
»Εγώ
δεν είχα κάτι οικογενειακό που να με
παραπέμπει σ΄αυτά σε καλλιτεχνικά,
τίποτα. Εκτός απ΄το ότι η μητέρα μου που
ήταν εξαιρετική μοδίστρα, καλλιτέχνης,
και με τρομερό χιούμορ. Κι αυτό το
κατάλαβα τώρα που μεγάλωσε. Μάλλον
δηλαδή το χιούμορ το πήρα απ΄την μαμά
μου. Όπως κι ότι όταν θα κάνω κάτι θα το
κάνω καλά, αλλιώς δεν θα το κάνω. Η μητέρα
μου ό,τι κάνει, το κάνει καλά. Λεπτομερής,
πανέξυπνη, μια γυναίκα του Δημοτικού.
»Μεγάλωσα
μέσα στο μοδιστράδικο στην Σητεία και
παρατηρούσα τις κυρίες που έρχονταν,
χωρίς να το συνειδητοποιώ. Γιατί για να
είσαι καλός ηθοποιός το νούμερο ένα
στοιχείο είναι η παρατήρηση. Βλέπεις
έναν άνθρωπο και από κει σκέφτεσαι τη
ζωή του, πως είναι στο σπίτι, με τα παιδιά
του, κι αυτό ήταν για μένα ένας κόσμος
ολόκληρος. Δεν ξεχνώ, επειδή τότε έφερναν
οι κυρίες τα υφάσματα, τη λατρεία που
είχα στα υφάσματα, στα κουμπιά… Βέβαια
ο Θεός δεν μου έστειλε το σώμα το τέλειο,
αν μου το είχε στείλει, θα ήμουν πολύ
καλοντυμένη.
»Ο
μπαμπάς μου αυτοκτόνησε: Αυτό ήταν κάτι
πάρα πολύ φοβερό και τρομερό στο παιδικό
μου μυαλό. Κι έπρεπε να το εξηγήσω στον
εαυτό μου, αλλά δεν ήταν εξηγήσιμο.
Δηλαδή δεν υπήρχε κάτι με τη μητέρα μου
ή κάτι να συνέβαινε στο σπίτι μας, δεν
ήταν αλκοολικός, δεν είχε χρέη, δεν
έπαιζε χαρτιά, δεν υπήρχε τρίτο πρόσωπο…
Γι΄αυτό και έλεγα, “Θεέ μου πως γίνεται”;
»Ημουν
12 χρονών, πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου.
Όχι μόνον δεν μου το έκρυψαν, αλλά ήμουν
κι η τελευταία που συνάντησε τον πατέρα
μου. Κι αυτό με κυνηγάει ακόμα, νομίζω.
Θεωρώ ότι είμαι ένα τέτοιο άτομο, μοιραίο.
Απ΄τους τέσσερις ανθρώπους που ήμασταν
στο σπίτι εκείνο το βράδυ, μόνον εγώ
ήμουν ξύπνια όταν ο μπαμπάς μου έφυγε
-η μαμά μου κι η αδελφή μου κοιμόντουσαν.
Ηταν η τελευταία φορά που τον είδα, ήμουν
η τελευταία που τον χαιρέτησε. Βέβαια
εγώ δεν κατάλαβα που πήγαινε. Μετά,
ξύπνησε η μητέρα μου κι άρχισε να τον
ψάχνει. Το κατάλαβε γιατί της είχε πει
για κάποιους πονοκεφάλους. Αυτό ήταν
το μόνο που είχε ο μπαμπάς μου. Κι είχε
κάποιους φόβους μην είναι κάτι σοβαρό
στο κεφάλι -οι γιατροί του λέγανε ότι
έχει άλατα στον αυχένα…
»Αυτό όμως το γεγονός ήταν τόσο κομβικό για μένα που έπρεπε να εξηγήσω σ΄ένα παιδικό μυαλό πώς μπορεί να συμβεί αυτό το πράγμα. Αλλά δεν είχε την ίδια επίδραση σε όλους μας. Σ΄εμένα ήταν καταλύτης. Θυμάμαι, περπατάγαμε με την αδελφή μου στην Κρήτη και σχολίαζαν ότι είμαστε οι κόρες του Καστάνη που αυτοκτόνησε…