Η τραγική ιστορία της Δούκισσας της Πλακεντίας
Θρυλική προσωπικότητα της μετεπαναστατικής Ελλάδας, η Δούκισσα της Πλακεντίας υπήρξε μια εμβληματική φιγούρα των Αθηνών την εποχή του Όθωνα, προκαλώντας συχνά τα ήθη και τα έθιμα με την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Ταυτόχρονα όμως αγαπήθηκε πολύ από τους Έλληνες, καθώς η ίδια θαύμαζε τη χώρα μας και προσέφερε σημαντικά ποσά τόσο για την Απελευθέρωση όσο και για κοινωφελείς σκοπούς.
Για χρόνια, οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι ήταν Γαλλίδα, όμως η Σοφία ντε Μπραμπούα, όπως ήταν το όνομά της, είχε και αμερικανική καταγωγή, η οποία μαθεύτηκε μετά από τον θάνατό της, όταν μια ομάδα Αμερικανών ήρθε στην Ελλάδα για να παραλάβει τη σορό της και να τη μεταφέρει στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, όπου είχε γεννηθεί την 1η Απριλίου του 1785. Ο πατέρας της ήταν απεσταλμένος του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ' στη νέα Ήπειρο, όπου και γνώρισε τη μητέρα της, κόρη του διοικητή της Πενσυλβανία Φραγκλίνου Μουρ. Καρπός του έρωτά τους ήταν η Σοφία.
Στα είκοσί της, εκείνη παντρεύτηκε τον Αν-Σαρλ Λεμπρέν, δούκα της Πλακεντίας, της Πιανσέτζα δηλαδή που βρίσκεται στην Ιταλία, με τον οποίο απέκτησε τη μονάκριβη κόρη της, Ελίζα. Ο γάμος της με τον δούκα δεν πήγαινε καλά και οι δυο τους ζούσαν σε διάσταση, αν και ποτέ δεν πήραν διαζύγιο. Η Σοφία εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και από το σαλόνι της περνούσαν όλες οι μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Λαμαρτίνος. Οι κακές της σχέσεις όμως με τον δούκα, καθώς και η επάνοδος των Βουρβώνων μετά από την πτώση του Ναπολέοντα, την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη Γαλλία. Ο εραστής της, ο φιλέλληνας ποιητής Ντελαβίν, ήταν αυτός που της εμφύσησε τον θαυμασμό της για την Ελλάδα.
Μαζί με την πανέμορφη Ελίζα στην οποία είχε παθολογική αδυναμία, ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου, μέχρι που οι δυο τους βρέθηκαν στη χώρα μας, από όπου και ενίσχυσε τον απελευθερωτικού αγώνα. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, η Σοφία έγινε ενεργό μέλος του Φιλελληνικού Κομιτάτου, πουλώντας τα κοσμήματά της και συγκεντρώνοντας το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων φράγκων.
Οι δυο γυναίκες έζησαν για δυο χρόνια στη χώρα μας, συγκεκριμένα στο Ναύπλιο – μάλιστα το σπίτι τους υπάρχει μέχρι σήμερα- μέχρι που έφυγαν για την Ιταλία. Ο λόγος ήταν πως η Σοφία, αν και στην αρχή είχε εντυπωσιαστεί από την προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια, στο τέλος κατέληξε ορκισμένη του αντίπαλος, θεωρώντας πως κυβερνούσε την χώρα «με αήθη τρόπο». Μετά από τη δολοφονία του μάλιστα άρχισε να εκδίδει και μια εφημερίδα, υποστηρίζοντας τους δολοφόνους τους, τους Μαρομιχαλαίους. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως η δούκισσα και ο Καποδίστριας είχαν μια θυελλώδη σχέση, η οποία έληξε άδοξα, γι’ αυτό και η Σοφία είχε τέτοιο μένος εναντίον του.
Αφού περιπλανήθηκε και έζησε μεγάλους έρωτες, η Δούκισσα βίωσε την μεγαλύτερη τραγωδία της ζωής της, όταν σε ένα ταξίδι τους στη Βηρυτό η Ελίζα, καταβεβλημένη από τον θάνατό του αγαπημένου της, ενός Έλληνα υπασπιστή του Όθωνα, αρρώστησε και πέθανε. Συντετριμμένη η μητέρα της, αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Ανέθεσε μάλιστα στον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη την κατασκευή ενός πύργου στην Πεντέλη, που η ίδια ονόμασε «Καστέλο της Ροδοδάφνης».
Η πικραμένη Δούκισσα φτάνει στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους το 1837 και σοκάρει του πάντες, γιατί μαζί της κουβαλάει το ταριχευμένο σώμα της Ελίζας, που δεν άντεχε να αποχωριστεί. Στο σπίτι όπου διέμενε τότε στην Πλατεία Κουμουνδούρου κρατούσε το πτώμα στο κελάρι, το οποίο είχε μετατρέψει σε παρεκκλήσι. Οι περαστικοί συχνά άκουγαν τον θρήνο της. Όσοι δε την είχαν επισκεφτεί έλεγαν πως πάντα στο σκοτεινό υπόγειο έκαιγε μια μεγάλη λαμπάδα για τη νεκρή. Για δέκα ολόκληρα χρόνια, η δούκισσα ζούσε τον δικό της Γολγοθά, μέχρι που τον Δεκέμβριο του 1847 ξέσπασε στο αρχοντικό μια καταστροφική πυρκαγιά. Η σωρός της άτυχης Ελίζας αποτεφρώθηκε μαζί με όλο το σπίτι και τα τιμαλφή της Δούκισσας. Με την τεράστια περιουσία της βέβαια εκείνη είχε ξεκινήσει την ανέγερση τρων διαφορετικών σπιτιών, που όμως άφηνε πάντα ανολοκλήρωτα, καθώς θεωρούσε πως αν τελείωνε ένα από αυτά, θα πέθαινε.
Ο Γάλλος ακόλουθος ανέλαβε να φιλοξενήσει στην οδό Ιπποκράτους την τραγική μητέρα. Αργότερα, η Δούκισσα απέκτησε την περίφημη βίλα Ιλίσια επί της Βασιλίσσης Σοφίας, η οποία σήμερα πλέον στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Δύστροπη ως χαρακτήρας και ορκισμένη αντιβασιλική, άρχισε να απομονώνεται κοινωνικά από τους αριστοκρατικούς κύκλους, επιλέγοντας μια μοναχική ζωή. Μάλιστα, οι φήμες την ήθελαν να συναναστρέφεται τους ληστές που εκείνη την εποχή ζούσαν στην ύπαιθρο, ενώ πολλοί έλεγαν ότι είχε και ερωτική σχέση με τον περιβόητο Νταβέλη, πράγμα που όμως αποκλείεται να ίσχυε. Το πιθανότερο ήταν πως είχε ένα σύντομο ειδύλλιο με τον Μενιδιάτη ληστή Σπύρο Μπίμπιση, που την απήγαγε το 1846, αλλά την άφησε ελεύθερη είτε μετά από την καταβολή κάποιου μικρού ποσού, είτε μετά από παρέμβαση των κατοίκων του Χαλανδρίου, που είχαν ευεργετηθεί από τη Δούκισσα πολλές φορές. Η αγάπη της για τους Έλληνες άλλωστε παρέμεινε άσβεστη, γι' αυτό και ποτέ δεν σταμάτησε τις δωρεές της. Με δικά της έξοδα άλλωστε έγινε η Συναγωγή στη Χαλκίδα, ενώ εξέδωσε και το «Χρονικό του Μεσολογγίου».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της το σώμα της είχε παραμορφωθεί εξαιτίας της υδρωπικίας που τη βασάνιζε και γι 'αυτό δεν δεχόταν καμία επίσκεψη, εκτός από τη Δεσποινίδα των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας, τη Φωτεινή Μαυρομιχάλη, την οποία είχε αναθρέψει, και την Ελένη Καψάλη, κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρήστου Καψάλη.
Για την προσωπική της ζωή κυκλοφορούσαν πάντα τρομερές ιστορίες, οι περισσότερες από τις οποίες ποτέ δεν εξακριβώθηκαν, όπως για παράδειγμα ο αστικός θρύλος για τα σκυλιά της, που υποτίθεται πως κατασπάραζαν κάθε χρόνο έναν ζητιάνο από όσους συνέρρεαν στο κατώφλι της. Σίγουρα πάντως, η εκκεντρική Δούκισσα πρέσβευε μια δική της «θρησκεία», ένα μείγμα φεουδαλικών δοξασιών, ιουδαϊσμού και μωαμεθανισμού.
Πέθανε τον Μάιο του 1854 σε ηλικία 69 χρονών, όπως αναγράφεται επάνω στον τάφο της που βρίσκεται στην Πεντέλη και επιμελήθηκε ο Γεώργιος Σκουζές σε σχέδια του Σταμάτη Κλεάνθη. Ο ανιψιός της που κληρονόμησε την περιουσία της, πούλησε τα περισσότερα από τα κτήματά της στο Ελληνικό Δημόσιο. Το αρχιτεκτονικό αριστούργημα του Καστέλου της Ροδοδάφνης, το οποίο ολοκληρώθηκε μετά από τον θάνατό της, περιήλθε στο Δημόσιο, ενώ τα υπόλοιπα ιδιοκτησιακά της στοιχεία αγοράσθηκαν από τον Σκουζέ. Η εφημερίδα «Ελπίς» στις 17 Μαΐου 1854 έγραφε για εκείνη: «Αι μικραί ιδιοτροπίαι της ουδένα έβλαψαν, πολλούς όμως ωφέλησαν και ουδαίν αφαιρούσι του σεβασμού τον οποίον το Κοινόν έφερεν προς αυτήν, ως γυναίκα ενάρετο και φιλάνθρωπον».
Το 1956 η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτιδα η Μαρία Πλυτά γύρισε την ταινία «Η Δούκισσα της Πλακεντίας», που γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, με τη Ρίτα Μυράτ στον ομώνυμο ρόλο και τη Βούλα Χαριλάου ως Ελίζα, ενώ προς τιμή της τον τίτλο της φέρει και ένας από τους σταθμούς του μετρό.