Aνίτα Έκμπεργκ: Οι μεγάλοι ρόλοι, η ζωή στην Ιταλία, οι δύο γάμοι και το μοναχικό τέλος
Την αποκαλούσαν το «παγόβουνο» εξαιτίας της σκανδιναβικής καταγωγής, όμως η εκρηκτική Ανίτα Έκμπεργκ μόνο ψυχρή δεν ήταν. Αντίθετα, η πρωταγωνίστρια της κλασικής ταινίας του Φεντερίκο Φελίνι «Γλυκιά Ζωή» (La Dolce Vita), που σαγήνευε το κοινό τη δεκαετία του ’60 με την ερωτική φωνή της, το καλλίγραμμο, πληθωρικό της σώμα και τα γατίσια μάτια της, μάλλον καταστράφηκε από τον υπερσυναισθηματισμό της.
Η όμορφη Ανίτα γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1931 στο Μάλμε της Σουηδίας και μεγάλωσε σε μια πολυμελή οικογένεια αυστηρών Προτεσταντών. Ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά ενός λιμενάρχη. Ατίθαση και ασυμβίβαστη, άφησε το σχολείο κι άρχισε να δουλεύει ως μοντέλο, προκαλώντας τη δυσφορία των γονιών της. Μάλιστα το 1950 κατέκτησε τον τίτλο «Μις Σουηδία», κερδίζοντας δύο φορέματα μαζί και το διαβατήριο για τον κόσμο του θεάματος. Το 1951 ταξίδεψε στις ΗΠΑ για τον διαγωνισμό «Μις Κόσμος» και παρόλο που δεν κατάφερε να διακριθεί, τράβηξε την προσοχή των ανθρώπων της Universal. Οι δαιμόνιοι Αμερικανοί παραγωγοί κατάλαβαν αμέσως ότι αυτό το πληθωρικό κορίτσι με τις απίστευτες καμπύλες είχε ένα σπάνιο χάρισμα.
Η Έγκμπεργκ τότε δεν ήξερε καθόλου αγγλικά, όμως έμαθε να σουφρώνει τα χείλη της, όπως την είχε συμβουλέψει η Αϊλίν Φορντ, η γυναίκα θρύλος της πασαρέλας. Βέβαια, μεταξύ άλλων, της πρότεινε να κάνει και μαθήματα ορθοφωνίας, υποκριτικής και ιππασίας. Η Ανίτα επέλεξε μόνο την ιππασία.
Με το που πάτησε το πόδι της στις ΗΠΑ, ο μεγιστάνας Χάουαρντ Χιουζ, που ήταν γνωστός για την αδυναμία του στις όμορφες γυναίκες γοητεύεται από την παρουσία της. Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε μια σχέση πάθους και η «εξωτική» καλλονή απέκτησε την προστασία ενός ισχυρού άνδρα. Όταν εκείνος την πίεσε να κάνει μια σειρά από αισθητικές επεμβάσεις, που θα βελτίωναν την εμφάνισή της, η Έγκμπεργκ αρνήθηκε. Τότε ο Τύπος στρέφεται εναντίον της και γρήγορα άρχισε να αποκτά αρκετούς εχθρούς. Εκείνη δεν το έβαλε κάτω.
Στην αρχή λόγω του ότι ήταν ξένη δεν μπορούσε να παίξει σε πολλές ταινίες. Όταν όρθωσε ανάστημα και κατηγόρησε ανοιχτά την Υπηρεσία Μετανάστευσης για τον αποκλεισμό της, κατάφερε να επιβάλλει τον εαυτό της. Εκείνη την εποχή μάλιστα φεύγει από τη Universal και υπογράφει συμβόλαιο με την Paramount. Με τα ξανθά πλατινέ μαλλιά της και τον διάχυτο ερωτισμό της την ήθελαν ως το αντίπαλο δέος της Μέριλιν Μονρόε...
Στην αρχή της ζητάνε να παίζει ρόλους μοιραίων κι όμορφων γυναικών. Γρήγορα όμως εκείνη απέδειξε ότι έχει και υποκριτικές ικανότητες, οπότε άρχισε να εμφανίζεται δίπλα σε μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ, όπως ο Τζον Γουέιν και η Λορίν Μπακόλ. Η ίδια έλεγε πάντα ότι «οποιοσδήποτε με λογική μπορεί να παίξει», αλλά η αλήθεια είναι πως πάντα οι συνάδελφοί της την αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να κερδίσει μια Χρυσή Σφαίρα για το «Πόλεμος και Ειρήνη» (1956), όπου έπαιξε πλάι στους Χένρι Φόντα, Βιτόριο Γκάσμαν, Μελ Φερέρ και Οντρεϊ Χέπμπορν.
Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε τον Απρίλιο του 1955, όταν το περιοδικό Time δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Αμαρτία και Σουηδία», καθιερώνοντας την ως σύμβολο της νέας απελευθερωμένης σεξουαλικά σκανδιναβικής κοινωνίας.
Το 1956 αποφάσισε να συνεχίσει τη σταδιοδρομία της στην Ιταλία. Η οικονομική κρίση που επικρατούσε στο Χόλιγουντ είχε ωθήσει κι άλλους μεγάλους σταρ να αναζητήσουν καταφύγιο στην Ευρώπη και δη στην Τσινετσιτά. Η Έγκμπεργκ γίνεται δεκτή στη Ρώμη με ενθουσιασμό, όμως ο Πάπας δεν είχε την ίδια άποψη. Την ονομάζει «δημόσιο κίνδυνο», όμως οι Ιταλοί πιστεύουν πως η Αιώνια Πόλη είχε πια αποκτήσει ακόμα δύο λόφους.
Την ίδια χρονιά γνωρίζει τον Φεντερίκο Φελίνι. Παντρεμένος εκείνος τότε με την Τζουλιέτα Μασίνα, μόλις τη βλέπει λέει: «Θεέ μου, βοήθησε με να μη πέσω στα νύχια της», ενώ βασικά επιδίωκε το ακριβώς αντίθετο. Οι φήμες λένε ότι ο μεγάλος auteur τελικά υπέκυψε στη γοητεία της, εκείνη όμως μέχρι το τέλος αρνιόταν πως είχε ερωτικές σχέσεις με τον σκηνοθέτη που την αποθέωσε.
Την ίδια περίοδο παντρεύεται τον Βρετανό ηθοποιό, Άντονι Στιλ, που είχε σοβαρό πρόβλημα με το αλκοόλ, όπως και πολλοί ακόμα από τους συντρόφους της. Μάλιστα από την πρώτη νύχτα του γάμου τους, του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα στις 3 το πρωί. Τρία χρόνια αργότερα πήραν διαζύγιο.
Το 1960 συμπρωταγωνίστησε στο πλευρό του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην ταινία του μέντορά της «Γλυκιά Ζωή». Η διάσημη σκηνή στη Φοντάνα ντι Τρέβι, που γυρίστηκε μια παγωμένη νύχτα του Μαρτίου, την καθιερώνει ως την απόλυτη θεά και μένει στην Ιστορία. «Ήταν άλογο!» είχε γράψει γι’ αυτή ο φίλος του Φελίνι, Τούλιο Κέζιτς, στο ημερολόγιο που κρατούσε από τα γυρίσματα. Ατρόμητη και με πειθαρχία, εκείνο το βράδυ η Έγκμπεργκ πήδηξε στα κρύα νερά του σιντριβανιού, χωρίς να παραπονεθεί και χωρίς ποτέ να πει ότι κρυώνει! Ίσως γιατί ήταν μια «λέαινα που παρίστανε το άτακτο κορίτσι», όπως έλεγε και ο Φελίνι. Πάντως ο Μαστρογιάνι, σε αντίθεση με εκείνη, δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με τις αντίξοες συνθήκες. Έπινε βότκα για να καταφέρει να σταθεί στο νερό, λέγοντας πως η συμπρωταγωνίστριά του του θύμιζε «στρατιώτη της Βέρμαχτ».
Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας την οδηγεί στην απόφαση να εγκαταλείψει δια παντός την Αμερική και την πατρίδα της. Εγκαθίσταται μόνιμα στην Ιταλία και την επόμενη δεκαετία πρωταγωνιστεί σε είκοσι ταινίες. Δυστυχώς όμως θα καταλήξει μια παρωδία του εαυτού της: κυκλοφορεί στη Ρώμη με μια Ferrari και επιτίθεται στους παπαράτσι, που είναι στημένοι έξω από το σπίτι της, με τόξο και βέλη. Συνεργάζεται βέβαια ξανά με τον Φελίνι στη σπονδυλωτή ταινία «Βοκάκιος 70» (1962) και στους «Πειρασμούς του δόκτορα Αντόνιο», όμως τα πράγματα δεν πάνε πια και τόσο καλά για εκείνη.
Ταυτόχρονα στη προσωπική της ζωή, συχνά υποκύπτει σε σχέσεις καταστροφικές, άλλοτε με τον Γκάρι Κούπερ, άλλοτε με τον Γιουλ Μπρίνερ -που τη μύησε, όπως λένε, σε σαδομαζοχιστικά παιχνίδια, - ή τον Φρανκ Σινάτρα, του οποίου απέρριψε την πρόταση γάμου. Το 1963 ξαναπαντρεύτηκε τον Ρικ Βαν Νάτερ, έναν δευτεροκλασάτο ηθοποιό από την Χαβάη που παρίστανε τον Αυστριακό ευγενή. Μαζί δημιούργησαν μια επιχείρηση με αυτοκίνητα, αλλά κι αυτός ο γάμος κατέληξε σε διαζύγιο το 1975. Εκείνη κατηγόρησε τον πρώην σύζυγό της ότι άδειασε τους λογαριασμούς της και της έκλεψε πολύτιμα έργα τέχνης, ασημικά και πίνακες από τη βίλα της.
Καταρρακωμένη, αρχίζει να παίρνει κιλά, πράγμα που το κοινό της δεν φαίνεται να της συγχωρεί. Από τη δεκαετία του ‘70 οι εμφανίσεις της στη μεγάλη οθόνη αραίωσαν, όμως η ερμηνεία της στην ταινία του Φελίνι «Η συνέντευξη» (1987) παραμένει μέχρι σήμερα αξεπέραστη. Η καριέρα της πλέον είχε πάρει όμως οριστικά την κάτω βόλτα, και η άλλοτε λαμπερή σταρ κατέληξε να παίζει σε ένα καμπαρέ στο Μόναχο. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στη δραματική κωμωδία «Ο Κόκκινος Νάνος» (1998) του Βέλγου Ιβάν Λε Μουάν, όπου υποδυόταν μια ξεπεσμένη τραγουδίστρια της όπερας.
Το τελικό χτύπημα ήρθε όταν ο σκύλος της, ένας Μεγάλος Δανός μολοσσός, την τραυμάτισε σοβαρά. Τότε αναγκάστηκε να νοσηλευτεί ως άπορη, γιατί δεν της είχε μείνει καμία περιουσία. Μπορεί να πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια της, μπορεί συχνά οι εραστές της να ήταν άνθρωποι με εξουσία, όμως η Έγκμπεργκ δεν έδινε σημασία σε όλα αυτά. Ξόδευε μέχρι τελευταία δεκάρα τις οικονομίες της και έφευγε οπότε δεν περνούσε καλά, αρνούμενη να φυλακιστεί σε χρυσά κλουβιά.
Τελικά μόνη και ξεχασμένη, άφησε την τελευταία της πνοή σε μια κλινική της Ρώμης, όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα, στις 11Ιανουαρίου 2015.