Έρωτας, ζήλια και ξυλοδαρμοί -Το ανθρώπινο πρόσωπο της Σοφίας Βέμπο
Η ντίβα που γέμιζε τα θέατρα, η τραγουδίστρια της νίκης, η ηρωίδα της αντίστασης στη Μέση Ανατολή, στην προσωπική της ζωή, αντιδρούσε σαν απλό, λαϊκό κορίτσι, την κόρη του καπνεργάτη από την Καλλίπολη. Η Σοφία Βέμπο ήταν παράφορα ερωτευμένη, ανασφαλής και απίθανα ζηλιάρα...
«Ένα βράδυ θυμάμαι, την ώρα που φεύγαμε, δεν είχε κολληθεί ακόμα το όρντινο για την αυριανή πρόβα και περνώντας από το καμαρίνι του Τραϊφόρου ρώτησα «Κύριε Μίμη, τι ώρα έχω πρόβα αύριο;» και ακούω μια φωνή : «Άκου να σου πω, δεν έχεις καμιά δουλειά με τον κύριο Μίμη! Άλλη φορά να ρωτάς εμένα. Τ’άκουσες;» «Μα», τόλμησα να πω, «αφού ο κύριος Μίμης είναι καλλιτεχνικός διευθυντής» «Αυτό που σου λέω». «Μάλιστα», είπα. Κατάλαβα μόλις εκείνη τη στιγμή ότι ζήλευε τόσο πολύ τον Μίμη – και όμως, στην περίπτωση τη δική μου είχε τελείως άδικο. Πολύ άδικο, διότι εγώ ούτε κατά διάνοια δεν κοίταξα πονηρά τον Μίμη και εκείνος δεν μου είχε ριχτεί ποτέ.
Και η μπόρα ξέσπασε ένα βράδυ -και τι βράδυ!- που έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου.... «Έλα εδώ Βρανά». Μου φάνηκε πως δεν άκουσα καλά. «Εμένα είπατε κυρία Βέμπο;», ρώτησα. «Ναι, εσένα. Δεν μου λες, πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, σε μπουλούκι και κάνεις ό,τι θες ;». Αυτή τη φορά, θύμωσα πολύ. «¨Όχι σε μπουλούκι κυρία Βέμπο, με πήρατε από το Ακροπόλ νομίζω». Και είχα σκοπό να συνεχίσω, αλλά δεν πρόλαβα διότι με άρπαξε απ’τα μαλλιά και άρχισε να με δέρνει με πολλή κακία. Τα έχασα, οι άλλοι είχαν κατέβει κάτω. Ο Μίμης προσπαθούσε να τη συγκρατήσει και όσο προσπαθούσε ο Μίμης, τόσο άφριζε αυτή. Εγώ έκλαιγα και προσπαθούσα να της ξεφύγω προς τις σκάλες. Μου είχε καταματώσει τα χέρια με τα νύχια της και το πρόσωπό μου ήταν στα μαύρα του τα χάλια. (….) Τι να σου πω, έγινε μεγάλη φασαρία. Είχα στενοχωρηθεί με αυτήν την κατάσταση, γιατί η Σοφία μου άρεσε πολύ σαν τραγουδίστρια, πάρα πολύ, και καθόμουν στις κουίντες όταν τραγουδούσε για να την ακούω. Και από εκείνο το βράδυ, πήγαινα και κρυβόμουν για να τη δω....»
Κάποια φορά, άφησε την ορχήστρα να παίζει την εισαγωγή της «Ταμπακέρας», μπήκε στα παρασκήνια και έσπασε στο ξύλο μια μπαλαρινούλα που υποψιαζόταν πως τα είχε με τον «Μίμη της»
Tην ιστορία, περιγράφει με τον δικό της μοναδικό τρόπο η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της «Τολμώ». Λίγο καιρό μετά το «περιστατικό» ο ίδιος θίασος πήγε για λίγες παραστάσεις στην Κύπρο. Εκεί η Βρανά δέχθηκε πρόταση για να συμμετάσχει σε μια άλλη παράσταση και αποφάσισε να φύγει από το θίασο της Βέμπο. Το τελευταίο βράδυ, την ώρα που ο θίασος έτρωγε, η Σοφία, φανερά μετανιωμένη για τη συμπεριφορά της, σήκωσε το ποτήρι της και ζήτησε να κάνει πρόποση. «Πίνω στην υγειά της Βρανά που είναι το καλύτερο κορίτσι του θιάσου και της εύχομαι «Καλή επιτυχία» τώρα που θα γυρίσει και καλή καριέρα γιατί της αξίζει». Φαίνεται πως η Σπεράντζα τη συγχώρεσε και οι δυο γυναίκες έμειναν φίλες...
ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ-ΟΔΟΣΤΡΩΤΗΡΑΣ
Καμία τραγουδίστρια δεν ταυτίστηκε τόσο με το έπος του ’40 όσο η Σοφία Βέμπο. Ο Τραϊφόρος έλεγε, χαρακτηριστικά, πως την 28η Οκτωβρίου, μαζί με την εθνική γιορτή, ο κόσμος πίστευε πως γιόρταζε και η Σοφία. Της έστελναν δώρα, γράμματα ευχετήριες κάρτες. Η Βέμπο και ο Τραϊφόρος με τα τραγούδια τους, σφράγισαν έναν πόλεμο - και έζησαν έναν έρωτα σαν πόλεμο…
Η πρώτη τους συνάντηση ήταν επεισοδιακή.
Το καλοκαίρι του ΄40, ο ποιητής και στιχουργός Μίμης Τραϊφόρος μεγαλουργεί, ως κομπέρ στην περίφημη «Όασι» του Ζαππείου, ενώ η Βέμπο γνωρίζει την αποθέωση στο θέατρο. Λέγεται πως εκείνη πήγε να τον δει με την παρέα της, κι εκείνος έκανε κάποιο σχόλιο που την πείραξε. Τον Αύγουστο του ‘40, η Σοφία δηλώνει. «Δεν θέλω να τον συναντήσω ποτέ. Ούτε καλλιτεχνικά ούτε και στη ζωή μου». Μεγάλες κουβέντες...
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όλα τα θέατρα ανεβάζουν «πατριωτικές επιθεωρήσεις» που σκίζουν μες στη ευφορία που δημιουργούν οι νίκες του ελληνικού στρατού στο μέτωπο.
Στα παρασκήνια του θέατρου «Μοντιάλ» η Σοφία προσεγγίζει τον Τραϊφόρο και του ζητάει να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι, πάνω στη μουσική της «Ζεχρά», «Από πότε οι θεοί ζητάνε χάρες από τους ανθρώπους;» της απαντά εκείνος. Για χάρη της, γράφει σε ένα διάλειμμα της παράστασης το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Της το διαβάζει, αλλά η Σοφία βρίσκει σκληρό το τέλος που λέει «αν δεν΄ρθείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Του ζητά να το αλλάξει κι ο Τραϊφόρος αντικαθιστά τον στίχο με το «με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά». Το ίδιο βράδυ η Σοφία το λανσάρει στη σκηνή, τραγουδώντας το -ή μάλλον μισοδιαβάζοντας τους στίχους μέσα απ’ το χαρτί- και μια και δύο και τρεις φορές. Το κοινό παραληρεί, ο μύθος της «τραγουδίστριας της νίκης», έχει μόλις γεννηθεί. Μαζί, κι ένας μεγάλος έρωτας...
«Ένας έρωτας που έπεσε σαν οδοστρωτήρας στη ζωή μου και δεν άφησε όρθιες ούτε τις αναμνήσεις μου», θα έλεγε αργότερα ο Τραϊφόρος. «Ήμουν γεμάτος δέος απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί το μόνο που σου επέτρεπε ήταν να τη σέβεσαι. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου να την κοιτάξω».
Συναντιόντουσαν καθημερινά στο Ζάππειο -κρυφά στην αρχή, γιατί η Σοφία είχε αυστηρές οικογενειακές αρχές και, ως μεγαλύτερη, θεωρούσε πως έπρεπε να είναι παράδειγμα ηθικής για τα αδέρφια της. Φαίνεται πως η οικογένειά της δεν ήθελε τον Τραϊφόρο όμως -όπως θα αποκάλυπτε αργότερα ο ανιψιός και βιογράφος τους, Βασίλης Π.Τραϊφόρος, «εκείνη ήταν τόσο δυναμική που κατάφερε να τον επιβάλει. Είχαν έναν έρωτα που δεν είχα ξαναδεί... Πρώτα απ’ όλα ήταν πνευματικός έρωτας, εγκεφαλικός και μετά σωματικός. Τον ερωτεύτηκε από την ποίησή του. Συναντιόνταν ως καλλιτέχνες».
Το 1942, αρραβωνιάστηκαν στην Αίγυπτο, όπου είχαν διαφύγει στα χρόνια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψαν στην Αθήνα, όμως το 1946, και ενώ η επιθεώρησή τους «Ελλάδα μου κουράγιο» γνωρίζει εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, ο αδελφός της Σοφίας Βέμπο ανακοινώνει ότι η τραγουδίστρια θα πάει στην Αμερική για περιοδεία. Ο Τραϊφόρος προσπαθεί να την μεταπείσει να μείνει στην Ελλάδα -κυκλοφορούν φήμες ότι στην Αμερική την περιμένει ένας πλούσιος γαμπρός. Δεν τα καταφέρνει. Όταν, ύστερα από καιρό, λαμβάνει ένα μάλλον ψυχρό και αδιάφορο γράμμα από τη Σοφία, εκείνος, αντί για απάντηση, της γράφει τους στίχους του κλασικού πλέον τραγουδιού: «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ/ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι». Το τραγούδι γίνεται σουξέ με πρώτη ερμηνεύτρια τη Δανάη Στρατηγοπούλου και η Σοφία επιστρέφει στην αγκαλιά του..
Θα παντρευτούν τελικά το 1957, όμως η σχέση τους υπήρξε πάντα θυελλώδης, γεμάτη εντάσεις, ομηρικούς καυγάδες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Ο Τραϊφόρος, ήταν πολύτιμος συνεργάτης για την Βέμπο, την οποία θεωρούσε μούσα του, όμως ως σύντροφος δεν της ήταν πιστός. Και οι αντιδράσεις της Σοφίας ήταν παράφορες, ακραίες. Κάποια φορά, άφησε την ορχήστρα να παίζει την εισαγωγή της «Ταμπακέρας», μπήκε στα παρασκήνια και έσπασε στο ξύλο μια μπαλαρινούλα που υποψιαζόταν πως τα είχε με τον «Μίμη της». Μια άλλη φορά, κατέβηκε από τη σκηνή -σε ένα γεμάτο θέατρο!- και επιτέθηκε σε μια κοπέλα που είχε δει στο βάθος, ότι την φλέρταρε ο Τραϊφόρος και άλλη μια κρύφτηκε μέσα σε ένα καμαρίνι και περίμενε το «παράνομο» ζευγάρι. Όταν τελικά εμφανίστηκε, έπεσε, λένε, άγριο ξύλο. Λέγεται ακόμα, σαν ανέκδοτο πως κάποια στιγμή, σε κάποιο τραπέζι στην Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας πρόξενος της είπε: «Δεν ξέρω τι λες Σοφία για τον Τραϊφόρο, αλλά για να τον κρατάς τόσα χρόνια πρέπει να διαθέτει μεγάλα προσόντα». «Α, μπα, φήμες αγαπητέ μου, φήμες...Μεγάλα προσόντα...Σιγά...Ρωτήστε και την κοπέλα που τα γνωρίζει πολύ καλά», απάντησε η Σοφία δείχνοντας μια νεαρή τραγουδίστρια που καθόταν στο τραπέζι και αφήνοντας εμβρόντητη την ομήγυρη...
Λέγεται επίσης πως η συμπεριφορά του Τραϊφόρου ήταν ένας από τους λόγους που κλόνισαν την υγεία και τα νεύρα της και μεγάλωσαν την εξάρτησή της από το αλκοόλ και τα βαρβιτουρικά –ένιωθε πάντα διχασμένη ανάμεσα στην αγάπη της για κείνον και το καθήκον της απέναντι στην οικογένειά της. Και ταπεινωμένη επειδή εκείνη, το σύμβολο για έναν λαό ολόκληρο, είχε «αποτύχει» ως γυναίκα. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Μαρτίου του ’78 , από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Μίμης Τραϊφόρος, ασχολήθηκε με συγκινητική αφοσίωση με την έκδοση και επανέκδοση των ηχογράφήσεών της και τη διατήρηση της μνήμης της. Παρ’όλα αυτά, όταν έφυγε από τη ζωή, τον Μάρτιο του 1998, η οικογένεια της Βέμπο, δεν επέτρεψε να ταφεί μαζί της....