Αλθέα Γκίμπσον: Η ιστορία της πρώτης μαύρης «βασίλισσας» του Wimbledon
Η Αλθέα γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1927 στην κομητεία Κλάρεντον της Νότιας Καρολίνας.
Οι γονείς της εργάζονταν ως κτηνοτρόφοι σε μια φάρμα βαμβακιού, η Μεγάλη Ύφεση όμως, που έπληξε τους αγρότες του Νότου νωρίτερα από ό,τι μεγάλο μέρος της υπόλοιπης χώρας, υποχρέωσε την οικογένεια να μετακομίσει το 1930 στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Η Αλθέα αντιμετώπισε από μικρή δυσκολίες στο σχολείο από το οποίο συχνά έκανε απουσίες. Η ίδια προτιμούσε να παίζει αθλήματα – ειδικά πινγκ - πονγκ. Το εντυπωσιακό είναι πως μόλις ένα χρόνο από όταν έπιασε για πρώτη φορά ρακέτα στα χέρια της, η μικρή Αλθέα κέρδισε ένα τοπικό τουρνουά που χορηγήθηκε από την Αμερικανική Ένωση Αντισφαίρισης, μια αφροαμερικανική οργάνωση που ιδρύθηκε για την προώθηση και τη χρηματοδότηση τουρνουά για μαύρους παίκτες.
Στην αρχή δεν της άρεσε το τένις, ένα άθλημα που πίστευε ότι ήταν για αδύναμους ανθρώπους. Και όμως, σε ηλικία 12 ετών, ήταν η πρωταθλήτρια του τένις στην Πόλη της Νέας Υόρκης για γυναίκες. Στα 13 της, παράτησε το σχολείο και, χρησιμοποιώντας τις δεξιότητες πυγμαχίας που της είχε διδάξει ο πατέρας της, απέκτησε μια καθημερινότητα που αργότερα θα χαρακτήριζε ως «μάχες στο δρόμο». Όπως διηγήθηκε αργότερα η ίδια, εκείνο το διάστημα έπαιζε μπάσκετ με άλλα κορίτσια, και έβλεπε ταινίες.
Παράλληλα όμως φοβόταν τη βίαιη συμπεριφορά του πατέρα της οπότε έφυγε από το σπίτι
της και πέρασε κάποιον χρόνο σε ένα καθολικό καταφύγιο για κακοποιημένα παιδιά. «Ήξερα ότι ήμουν ένα ασυνήθιστο, ταλαντούχο κορίτσι», έγραψε αργότερα. «Δεν χρειαζόταν να το αποδείξω στον εαυτό μου. Ήθελα να το αποδείξω μόνο στους αντιπάλους μου». Στα 17 της κέρδισε το εθνικό πρωτάθλημα ATA στην κατηγορία κορασίδων το 1944 και το 1945. Έχασε μόνο το 1946, αλλά από το 1947 και για τα επόμενα δέκα συνεχόμενα χρόνια έβγαινε νικήτρια.
Μετακόμισε στη Βόρεια Καρολίνα, γράφτηκε σε ένα φυλετικά διαχωρισμένο γυμνάσιο και αργότερα, χάρη στις αθλητικές της επιτυχίες μπόρεσε να πάει στο κολέγιο με υποτροφία. Η ζωή της όμως ήταν πολύ δύσκολη. Κάποια στιγμή, σκέφτηκε ακόμη και να εγκαταλείψει τον αθλητισμό για να πάει στον στρατό των ΗΠΑ. Ένα μεγάλο μέρος της απογοήτευσής της είχε να κάνει με το γεγονός ότι η αφρόκρεμα του κόσμου του τένις ήταν απαγορευμένη περιοχή για εκείνη. Ήταν ένα άθλημα που κυριαρχούσαν και διοικούσαν οι λευκοί και παρά την φήμη της ως κορυφαία παίκτρια, η Αλθέα δεν μπορούσε να αγωνιστεί κορυφαίο αμερικανικό τουρνουά, το US Nationals (πρόδρομος του US Open).
Ενώ οι κανονισμοί απαγόρευαν τις φυλετικές ή εθνοτικές διακρίσεις, οι παίκτες προκρινόταν συγκεντρώνοντας πόντους σε εγκεκριμένα τουρνουά, τα περισσότερα από τα οποία διεξάγονταν σε κλαμπ που φιλοξενούσαν αποκλειστικά λευκούς παίκτες.
Η τομή έγινε το 1950 όταν η Alice Mable, πρώην νο. 1 του τένις, έγραψε ένα άρθρο στο αμερικανικό περιοδικό Lawn Tennis καταδικάζοντας το άθλημά της επειδή στην ουσία αρνήθηκε σε μια παίκτρια του μεγέθους της Αλθέα να αγωνιστεί στα καλύτερα τουρνουά του κόσμου. Το άρθρο της Mable δημιούργησε την απαραίτητη συζήτηση και έτσι το 1951 η Αλθέα έγραψε ιστορία όταν, λίγο πριν τα 23α γενέθλια της έγινε η πρώτη Αφροαμερικανή που προσκλήθηκε ποτέ να παίξει στο Wimbledon.
Aν και έχασε στον δεύτερο γύρο ενός αγώνα τριών σετ η συμμετοχή της έλαβε εκτεταμένη εθνική και διεθνή κάλυψη. «Κανένας μαύρος παίκτης, άνδρας ή γυναίκα, δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του σε αυτά τα γήπεδα», έγραψε τότε ο δημοσιογράφος Λέστερ Ρόντνεϊ. Ένα χρόνο αργότερα η Αλθέα ήταν στο Top 10 των ΗΠΑ. Στη συνέχεια, το 1953, ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά, στο Νο. 7.
Το 1956, έγινε η πρώτη Αφροαμερικανή που κέρδισε ένα τουρνουά Grand Slam. Κέρδισε τόσο στο μονό όσο και στο διπλό -σε συνεργασία με τη Βρετανίδα Angela Buxton. Αργότερα στη σεζόν κέρδισε το πρωτάθλημα διπλών του Wimbledon (και πάλι με την Buxton), το Πρωτάθλημα Ιταλίας στη Ρώμη, το Πρωτάθλημα Ινδίας στο Νέο Δελχί και το ασιατικό πρωτάθλημα στην Κεϋλάνη.
Η σεζόν του 1957 ήταν, σύμφωνα με την ίδια «η χρονιά της». Τον Ιούλιο κέρδισε στο Wimbledon και ήταν η πρώτη μαύρη πρωταθλήτρια στην 80χρονη ιστορία του τουρνουά και η πρώτη πρωταθλήτρια που έλαβε το τρόπαιο προσωπικά από τη Βασίλισσα Ελισάβετ. Σχολιάζοντας τη χειραψία με την βασίλισσα της Αγγλίας είπε: «ήταν πολύ διαφορετικό από το να υποχρεωθώ να κάτσω στο μέρος του λεωφορείου που προορίζεται μόνο για τους μαύρους».
Στη συνέχεια κέρδισε και το πρωτάθλημα του διπλού, για δεύτερη χρονιά. Ο τότε δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Robert F. Wagner Jr. της απένειμε το Χάλκινο Μετάλλιο, το υψηλότερο πολιτικό βραβείο της πόλης, ενώ διοργάνωσε και παρέλαση προς τιμή της.
Ένα μήνα αργότερα κέρδισε και το US Nationals. Το 1958 ψηφίστηκε ως αθλήτρια της χρονιάς από το Associated Press, ενώ έγινε επίσης η πρώτη μαύρη γυναίκα που εμφανίστηκε στα εξώφυλλα του Sports Illustrated και του Time. Συνολικά στην καριέρα της κέρδισε 11 τουρνουά Grand Slam: πέντε τίτλους στο απλό, πέντε τίτλους στο διπλό και έναν τίτλο στο μικτό διπλό. Εισήχθη στο Διεθνές Hall of Fame του τένις και στο International Women's Sports Hall of Fame.
«Είναι μια από τις μεγαλύτερες παίκτριες που έζησαν ποτέ», είπε ο Μπομπ Ράιλαντ που υπήρξε και πρώην προπονητής των Venus και Serena Williams . «Νομίζω ότι θα είχε κερδίσει τις αδερφές Williams». Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έγινε επίσης η πρώτη μαύρη παίκτρια που συμμετείχε στο Γυναικείο Επαγγελματικό Γκολφ.
Το σημαντικότερο όμως κατόρθωμά της ήταν ότι αψήφησε τα ρατσιστικά στερεότυπα και απέδειξε ότι οι Αφροαμερικανοί μπορούσαν να διαπρέψουν ακόμα και στους πιο ελιτίστικους και αποκλεισμένους χώρους της κοινωνίας. Από την πλευρά της, ωστόσο, η Αλθέα υποβάθμισε τον πρωτοποριακό της ρόλο. «Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου σταυροφόρο», είπε στην αυτοβιογραφία της το 1958, I Always Wanted to Be Somebody.
Ως επαγγελματίας συνέχισε να κερδίζει –κατέκτησε τον τίτλο του μονού το 1960– και άρχισε να κερδίζει χρήματα. Σύμφωνα με πληροφορίες, πληρώθηκε 100.000 δολάρια για μια σειρά αγώνων. Για ένα μικρό διάστημα έπαιξε επαγγελματικά γκολφ. Αλλά αποτυγχάνοντας να σημειώσει εξίσου σημαντικές επιτυχίες επέστρεψε στο τένις.
Το 1968 προσπάθησε να επαναλάβει την επιτυχία της. Ωστόσο, ήταν πολύ μεγάλη για να συμβαδίσει με τους νεότερους συναδέλφους της. Μετά τη συνταξιοδότησή της εισήχθη στο International Tennis Hall of Fame το 1971. Αλλά όπως και στα πρώτα παιδικά της χρόνια, έτσι και στα τελευταία της χρόνια κυριάρχησαν οι κακουχίες, τόσο οικονομικές όσο και στην υγεία της. Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 2003.
«Ελπίζω ότι κατάφερα μόνο ένα πράγμα: να προσφέρω στο τένις και στη χώρα μου».