Οι πιο εμβληματικές ταινίες του Ζαν Λυκ Γκοντάρ
Πρωτοπόρος του λεγόμενου Νέου Κύματος (Nouvelle Vague) ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ έφυγε από τη ζωή στις 13 Σεπτεμβρίου.
Ο σκηνοθέτης που άλλαξε για πάντα την ιστορία του σινεμά (και του πώς βλέπουμε σινεμά) έφυγε πλήρης ημερών, μόλις ένα χρόνο αφότου είχε δηλώσει ότι αποσύρεται επίσημα από τον κινηματογράφο.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει ως καλεσμένος του 25ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Κεράλα στην Ινδία, δήλωσε ότι αποφάσισε να πει «αντίο» στον κινηματογράφο, αφού πρώτα ολοκληρώσει δύο νέες ταινίες του, με τίτλο «Scenario» και «Funny Wars».
«Ολοκληρώνω τη ζωή μου στον κινηματογράφο, τη ζωή μου ως σκηνοθέτης, με αυτά τα δύο σενάρια και μετά θα πω "αντίο σινεμά", είχε πει ο εμβληματικός σκηνοθέτης που θεωρείται πλέον ένας μύθος της Έβδομης Τέχνης.
Με βασικό του σύνθημα ότι στην τέχνη όλα επιτρέπονται, ο Γκοντάρ από τη δεκαετία του ’50 άρχισε να πειραματίζεται με τους κινηματογραφικούς κώδικες.
Αντλώντας έμπνευση από την προσωπική του ζωή και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, δοκιμάζει μια σειρά από νέες τεχνικές ανατρέποντας την καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων: κάμερα στο χέρι, αυτοσχεδιασμός, μακράς διάρκειας πλάνα, jump cuts, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων είναι μόνο μερικές από τις πρωτοποριακές λύσεις που εφάρμοσε για πρώτη φορά.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ήταν το «Με κομμένη την ανάσα», (1960) που θεωρείται ορόσημο για το Νέο Κύμα. Mέσα από την ερωτική σχέση δύο νέων, μιας Aμερικανίδας κι ενός Γάλλου στο Παρίσι, ο Γκοντάρ εξέφρασε το αδιέξοδο και τις ανησυχίες μιας ολόκληρης γενιάς.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1962, με το «Ζούσε τη Ζωή της», συνδυάζει μοναδικά το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, αφηγούμενος τη ζωή μιας γυναίκας που μέσα από την εκπόρνευσή της αναζητάει την ελευθερία της.
Η Άννα Καρίνα που έγινε σύντροφος της ζωής του και μούσα του, μεταφέρει τη βαθύτερη φιλοσοφική σκέψη του μεγάλου auteur πάνω σε διαχρονικά ερωτήματα, υποδυόμενη μια νεαρή αποτυχημένη ηθοποιό που επιλέγει να πουλήσει το κορμί της για να κερδίσει την ψυχή της.
Το 1963 για πρώτη φορά αναλαμβάνει ένα πρότζεκτ κατά παραγγελία. Η «Περιφρόνηση», που βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, μέσα από την ιστορία ενός αποξενωμένου ζευγαριού αποτελεί μια σύγχρονη Οδύσσεια, στην οποία ο Γκοντάρ κατάφερε ένα ενσωματώσει και αρκετά βιογραφικά του στοιχεία. Εδώ όμως δεν πρωταγωνιστεί η Καρίνα, αλλά η Μπριζίτ Μπαρντό, που όμως σε μια σκηνή φοράει μελαχρινή περούκα.
Το 1965 ήταν μια ιδιαιτέρως παραγωγική χρονιά για τον Γκοντάρ, αφού ολοκληρώνει δυο ταινίες που θεωρούνται σταθμοί. «Ο Τρελός Πιερό» είναι ένα road trip που ανατρέπει τις συνηθισμένες φόρμες, μέσα από την πορεία ενός άνδρα, που νιώθει εγκλωβισμένος στο γάμο του. Όταν θα συναντήσει έναν παλιό του έρωτα, αποφασίζει να αποδράσει από τη «φυλακή» του, δοκιμάζοντας τα όριά του.
Παράλληλα θα κυκλοφορήσει και το «Αλφαβίλ» ένα φουτουριστικό δράμα, εντελώς διαφορετικό από τις προηγούμενες ταινίες του, που μας εισήγαγε σε ένα δυστοπικό μετα-μέλλον όπου το κλάμα και το γέλιο απαγορεύονται. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, αποσπώντας την Χρυσή Άρκτο.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, με τον Ζαν-Πιερ Γκορέν, ο Γκοντάρ θα ιδρύσει την ομάδα Τζίγκα Βερτόφ και θα αποποιηθεί τον τίτλο του δημιουργού και τον ρόλο του κινηματογράφου. Μαζί με τον Γκορέν θα ολοκληρώσει μια σειρά από ταινίες-δοκίμια, ριζοσπαστικές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος τους.
Το 1971 ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα που τον κράτησε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στο Παρίσι θα γνωρίσει την Ελβετίδα σκηνοθέτη Αν-Μαρί Μιεβίλ και την επόμενη χρονιά θα φύγουν μαζί για τη Γκρενόμπλ, όπου ο Γκοντάρ θα μεταφέρει το Sonimage video studio.
Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον στρατευμένο κινηματογράφο της ομάδας Βερτόφ και επιστρέφει σε πιο προσωπικά θέματα, πειραματιζόμενος με τα νέα μέσα και κυρίως το βίντεο.
Έτσι το 1972 με το «Όλα θα πάνε καλά» και πρωταγωνιστές τον Ιβ Μοντάν και την Τζέιν Φόντα, καταγράφει τις σκέψεις γύρω από τον Μάη του ’68, αποδεικνύοντας τέσσερα χρόνια μετά ότι τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει.
Στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου αρχίζει να επεξεργάζεται τη «θεϊκή τριλογία», που αποτελείται από τα: «Passion» (1982), «First Name: Carmen» (1983) και το «Hail Mary"»(1985), τρεις ταινίες που πραγματεύονται τη γυναικεία φύση, την επιθυμία, τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα, αλλά και την ίδια την εικόνα.
Το 2014 με την ταινία «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» δοκιμάζει την τρισδιάστατη τεχνολογία, αποδομώντας για μια ακόμα φορά τους κανόνες. Κερδίζει το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών -εξ ημισείας με τον Καναδό σκηνοθέτη, Ξαβιέ Ντολάν- αλλά αρνείται να δώσει το παρόν.
Το 2018 με το «Βιβλίο της εικόνας» μια ταινία που δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου με πλάνα από παλιότερες δημιουργίες, απέδειξε ότι στα 88 του χρόνια συνέχιζε να είναι καινοτόμος.
Το 2019, ένα art installation του με τίτλο Le Studio d’Orphée, παρουσιάστηκε στο Fondazione Prada. Επί της ουσίας, επρόκειτο για ένα δωμάτιο -στούντιο, που ο Γκοντάρ είχε δημιουργήσει χρησιμοποιώντας αντικείμενα και υλικά από τις ταινίες που είχε κάνει την τελευταία δεκαετία.
Το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου, η γαλλική εφημερίδα Libération ανακοίνωσε τον θάνατό του, σε ηλικία 91 ετών.