Άννα Καρίνα: Το κορίτσι της Nouvelle Vague με τα μεγάλα μάτια και την αδιόρατη μελαγχολία
Μυστηριώδης και ταυτόχρονα οικεία, ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας, με μεγάλα εκφραστικά μάτια και μια αδιόρατη μελαγχολία, η Δανέζα Άννα Καρίνα, που δούλευε ως μοντέλο, κάνοντας διαφημίσεις για σαπούνια όπου εμφανιζόταν γυμνή, κατάφερε να κατακτήσει το γαλλικό κοινό, αλλά και τους πιο δύσκολους auteur της εποχής της και να γίνει το πρόσωπό της Nouvelle Vague.
Πολλοί θεωρούν ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί, αν η εν λόγω διαφήμιση δεν κέντριζε την προσοχή του Ζαν Λικ Γκοντάρ που την κάλεσε, μόλις την είδε, για δοκιμαστικό στο γραφείο. Το πρώτο πράγμα που της ζήτησε ήταν να βγάλει τα ρούχα της, εκείνη όμως αρνήθηκε και έφυγε. Λίγο αργότερα θα της ξανατηλεφωνούσε και θα της εξέφραζε την περιέργειά του για την άρνησή της, αφού έπαιζε γυμνή σε ένα διαφημιστικό. Τότε εκείνη αφοπλιστικά του απάντησε πως δεν ήταν γυμνή, ήταν καλυμμένη με αφρούς, απλώς εκείνος τη φαντάστηκε γυμνή.
Καρίνα γεννήθηκε στις 22 Σεπτέμβρη του 1940 στην Κοπεγχάγη της Δανίας ως Κάριν Μπάγερ. Η μητέρα της είχε μαγαζί με ρούχα, ενώ ο πατέρας της, πλοίαρχος στο επάγγελμα, εγκατέλειψε την οικογένειά του έναν χρόνο μετά τη γέννησή της. Η Άννα έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, τα οποία η ίδια περιγράφει ως «τρομερά», επιχειρώντας συχνά να το σκάσει από το σπίτι της.
Ξεκίνησε την καριέρα της σε μικρή ηλικία, τραγουδώντας σε καμπαρέ, ενώ δούλευε και ως μοντέλο. Στα 14 της εμφανίστηκε σε μια δανέζικη ταινία του Iμπ Σέντες, η οποία μάλιστα βραβεύτηκε στις Κάννες. Παράλληλα, σπούδαζε χορό και ζωγραφική και για ένα διάστημα ζούσε, πουλώντας τους πίνακές της.
Λίγο πριν κλείσει τα δεκαοχτώ, ασφυκτιώντας στον παγωμένο Βορρά, φεύγει για το Παρίσι, που εκείνη την περίοδο έβραζε από καλλιτεχνική ζωή. Χωρίς καθόλου χρήματα και χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, περιφερόταν στην Πολή του Φωτός, σχεδόν πεινώντας. Κάποια στιγμή σε μια περιπλανήσεις της βρέθηκε σε ένα καφέ, όπου σύχναζε ο Ζαν Πολ Σαρτρ. Εκεί την πλησίασε η Κατρίν Αρλέ και της ζήτησε να βγάλει κάποιες φωτογραφίες για το περιοδικό μόδας «Jours De France». Η φυσική της κομψότητα και η γοητεία της δεν περνούν απαρατήρητες και οι προτάσεις για διαφημιστικά έρχονται η μία πίσω από την άλλη.
Η μεγάλη κυρία της γαλλικής μόδας Κοκό Σανέλ διακρίνει σε εκείνη ότι έχει αυτό το κάτι. Της εξομολογείται ότι θέλει να γίνει ηθοποιός και εκείνη με τη σειρά της τη συμβουλεύει να βλέπει πολλές ταινίες για να εξασκηθεί στα γαλλικά και να αλλάξει το όνομά της σε Άννα Καρίνα.
Ο Γκοντάρ μπήκε ξανά στη ζωή της μετά από εκείνη την πρώτη ατυχή συνάντησή τους. Τότε της είχε πρότεινε έναν ρόλο στο «Με κομμένη την ανάσα», τον οποίο αρνήθηκε. Έναν χρόνο αργότερα, όμως, ο διάσημος σκηνοθέτης την προσέγγισε και πάλι και της ζήτησε να συνεργαστούν στον «Μικρό στρατιώτη», ξεκαθαρίζοντάς της από την αρχή ότι πρόκειται για μια πολιτική ταινία και ότι δεν θα χρειαστεί να βγάλει τα ρούχα της. Αυτή τη φορά του είπε το ναι. Μάλιστα, επειδή ακόμα δεν είχε συμπληρώσει τα 21 της χρόνια, δεν μπορούσε να υπογράψει συμβόλαιο μαζί του. Γι' αυτό τον λόγο επιστράτευσε τη μητέρα της από την Κοπεγχάγη, η οποία για πρώτη φορά μπήκε σε αεροπλάνο, προκειμένου να εξασφαλίσει στην ατίθαση κόρη της το εισιτήριο για τη μεγάλη οθόνη.
Στα γυρίσματα εκείνης της ταινίας, η Καρίνα και ο Γκοντάρ ερωτεύτηκαν παράφορα. Σε ένα από τα πάρτι με το συνεργείο, εκείνος της άφησε ένα σημείωμα που έγραφε: «Σ’ αγαπώ, συνάντησέ με τα μεσάνυχτα στο Café de la Prez». Εκείνη είχε άλλη σχέση τότε, αλλά δεν μπορούσε να του αντισταθεί. «Δεν μπορούσα να μείνω μακριά του. Ήμουν συνεπαρμένη. Και μετά έχασα όλους μου τους φίλους, γιατί προτιμούσαν τον προηγούμενό μου σύντροφο. Μετά το γύρισμα, φύγαμε μαζί με το αυτοκίνητο για το Παρίσι. Όταν φτάσαμε στο Παρίσι και ο Ζαν-Λικ με ρώτησε: "Πού θα πας τώρα; Πού να σε πάω;" του απάντησα "Δεν μπορείς να με πας πουθενά. Πρέπει να μείνω μαζί σου. Δεν έχω πια να πάω πουθενά."», είχε πει η ίδια για την αρχή της γνωριμίας τους.
Παντρεύτηκαν το 1961, όταν εκείνη έμεινε έγκυος. Ο Γκοντάρ έγινε μέντοράς της: της πρότεινε βιβλία και μουσικές, της έμαθε τα μυστικά της κάμερας και εκείνη του το ανταπέδωσε και με το παραπάνω. Έγινε η μούσα του, η απόλυτη έκφραση του νέου κινηματογραφικού κινήματος πάνω στο οποίο δούλευε. Ταυτόχρονα του έδωσε την αυτοπεποίθηση που του έλειπε, αν και εκείνος πάντα ζήλευε τις συνεργασίες της με άλλους σκηνοθέτες.
Με τον Γκοντάρ γυρίζει συνολικά εφτά ταινίες, ανάμεσα στα οποίες το «Ζούσε την ζωή της», το «Η κυρία θέλει έρωτα», για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου το 1962, «Ο τρελός Πιερό», που κρίνεται ακατάλληλη για ανηλίκους και απαγορεύεται με την αιτιολογία ότι προωθεί την «ηθική και νοητική αναρχία», αλλά και το αριστουργηματικό «Αλφαβίλ».
Τα πράγματα όμως είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν για το δημοφιλές ζευγάρι από τις αρχές του γάμου τους. Ο Γκοντάρ περνούσε τις ώρες στο γραφείο του και η Καρίνα έμενε μόνη στο σπίτι. Μάλιστα, ένα βράδυ του 1961 γύρισε και τη βρήκε μέσα στα αίματα, γιατί είχε αποβάλλει. Τα προβλήματα συνεχίστηκαν μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν εκείνη πήρε μέρος στην ταινία στο «Soleil Dans l’Oeil» του Ζακ Μπουρντόν, όπου και ξεκίνησε μια σχέση με τον συμπρωταγωνιστή της, Ζακ Περέν, ανακοινώνοντας στον Γκοντάρ ότι ήθελε να χωρίσουν. Εκείνος, σύμφωνα με τις φήμες, έσπασε κυριολεκτικά το διαμέρισμά τους, εκείνη έκανε μια απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά έναν χρόνο μετά θα είναι και πάλι μαζί.
Το 1963, ο Γκοντάρ γύριζε την «Περιφρόνηση» με την Μπριζίτ Μπαρντό, που εμφανιζόταν με μια μαύρη περούκα, που θύμιζε το look της Καρίνα, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας. Η σχέση τους περνάει ακόμα μια κρίση και μετά από ένα χαστούκι που της έριξε σε ένα κλαμπ, επειδή χόρευε με έναν ξένο, χωρίζουν ξανά, με την Καρίνα να κάνει ακόμη μια απόπειρα για αυτοκτονία. Έκτοτε κατέρρευσε ψυχολογικά, έτρωγε ελάχιστα και μάλιστα για ένα διάστημα νοσηλεύτηκε σε κλινική.
Για ακόμα μια φορά επανασυνδέθηκαν, αλλά η Καρίνα συνέχισε να δουλεύει σε ταινίες άλλων. Στα γυρίσματα του «Le Voleur de Tibidabo» του Μόρις Ρονέ, με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά, ζήτησε οριστικά διαζύγιο από τον Γκοντάρ. Το διαζύγιο βγήκε τελικά στα γυρίσματα του «Αλφαβίλ» του 1964, όμως όλοι ήξεραν πως αυτός ο έρωτας δεν είχε τελειώσει.
Ο οριστικός της χωρισμός τους ήρθε το 1965. Το 1967 γύρισαν για τελευταία φορά ένα κομμάτι για το σπονδυλωτό «Le Plus Vieux Métier du monde» και από τότε δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Εκείνη συνεχίζει την καριέρα της, και καθώς η φήμη της είχε εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, συνεργάζεται με μερικούς από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες, όπως τον Λουκίνο Βισκόντι («O Ξένος»), τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ («Chinese Roulette»), αλλά και τον Ζακ Ριβέτ («La Religieuse»). Το 1973 θα κάνει την πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα με την ταινία «Vivre Ensemble», στην οποία θα έχει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με έναν τρόπο, εκεί η Καρίνα αφηγηθεί την δίκη της εκδοχή για τη σχέση της με τον Γκοντάρ, αποσπώντας κολακευτικά σχόλια, ακόμα και από απαιτητικούς σκηνοθέτες, όπως ο Τριφό.
Θα ακολουθήσει η συμμετοχή της στην ταινία του Φασμπίντερ «Κινέζικη Ρουλέτα» το 1976 και στη συνέχεια θα παίξει στην τηλεόραση και στο θέατρο. Όσο για τη δεκαετία του ’80, η μεγαλύτερή της κινηματογραφική επιτυχία ήταν το «Νησί του Θησαυρού», του Χιλιανού σκηνοθέτη Ραούλ Ρουίθ. Το 1995 εμφανίστηκε στη ταινία του Ζακ Ριβέτ «Up Down Fragile» και το 2002 στην ταινία του Τζόναθαν Ντεμ «Η Αλήθεια για τον Τσάρλι».
Παράλληλα ασχολήθηκε και με το τραγούδι, εμφανίστηκε στο πλευρό του Σερζ Γκενσμπούργκ, ο οποίος έγραψε ένα μιούζικαλ για την ίδια, σκηνοθέτησε το 2007 ένα μουσικό φιλμ δρόμου, το «Victoria», στο οποία πρωταγωνίστησε, ενώ έγραψε και μυθιστορήματα. Το 1972 ίδρυσε τη δική της εταιρεία παραγωγής. Μέχρι το τέλος της ζωής της πήγαινε σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, μιλώντας πάντα με ταπεινότητα και ευγνωμοσύνη για όσα έζησε με τον Γκοντάρ.
Η Άννα Καρίνα απεβίωσε στις 14 Δεκεμβρίου του 2019 σε ηλικία 79 ετών από καρκίνο, όμως οι σινεφίλ ανά τον κόσμο θα τη θυμούνται πάντα ως ένα από τα πιο όμορφα πρόσωπα που πέρασαν ποτέ από τη μεγάλη οθόνη.