Φριτζ Χάαρμαν: Ο «χασάπης» του Ανόβερου που πουλούσε το ανθρώπινο κρέας των ανήλικων θυμάτων του
Δεν είναι λίγες οι ταινίες και τα ντοκιμαντέρ, ακόμη και τα βιβλία που πραγματεύονται τον διαταραγμένο ψυχισμό κατά συρροή δολοφόνων, με πρόσφατη τη σειρά 10 επεισοδίων του Netflix με πρωταγωνιστή τον «κανίβαλο του Μιλγουόκι», Τζέφρι Ντάμερ, έχουν όμως περάσει από τη μεγάλη οθόνη κι άλλες, με το γερμανικό φιλμ «Μ» του Φριτζ Λανγκ να ανατριχιάζει το κοινό το 1931.
Ο Φρίντριχ Χάινριχ Καρλ, ή αλλιώς Φριτς Χάαρμαν, ήταν ένα από τα πρόσωπα που τρομοκράτησε όσο κανένας άλλος το Ανόβερο. Ο «Χασάπης του Ανόβερου» όχι μόνο δολοφονούσε, διαμέλιζε και εξαφάνιζε τα ανήλικα θύματά του, πουλούσε τα ρούχα τους, είτε στη μαύρη αγορά είτε σε νόμιμους λιανοπωλητές, φήμες τον θέλουν να πουλούσε τη σάρκα τους ως άκρως οικονομικό χοιρινό κρέας ή κρέας αλόγου. Άλλωστε, την εποχή που δρούσε ο Φριτς, η οικονομική κατάσταση των πολιτών της Γερμανίας δεν ήταν η καλύτερη, για την ακρίβεια, μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν τραγική. Τα παραπάνω δικαιολογούν τον λόγο που ονομάστηκε «Χασάπης» αφού διαμέλιζε, έκοβε και τεμάχιζε τη σάρκα των θυμάτων του. Είναι γνωστός και ως «Βρυκόλακας του Ανόβερου» ή και «Λύκος» καθώς διέπραττε τις δολοφονίες δαγκώνοντας στο μήλο του Αδάμ και την τραχεία. Ο ίδιος πάντως χαρακτήριζε το δάγκωμα αυτό «δάγκωμα αγάπης».
Δεδομένης της εποχής (μην ξεχνάς πως τότε η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη) ένα μεγάλο ομοφοβικό κύμα αναπτύχθηκε, καθώς ο Φριτζ ήταν ομοφυλόφιλος -λες και η σεξουαλική προτίμηση στους άντρες ήταν εκείνη που έκανε τον Φριτζ κατά συρροή δολοφόνο. Η ανακάλυψη των δολοφονιών του Φριτζ σε συνδυασμό με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις δίχασε ανεπανόρθωτα το κίνημα υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. Τροφοδότησε κάθε προκατάληψη κατά της ομοφυλοφιλίας ενώ παράλληλα έδωσε τροφή στους συντηρητικούς.
Στην ιστορία του Τζέφρι Ντάμερ -που ανέφερα πιο πάνω- και στην ιστορία του Φριτς Χάαρμαν διακρίνω πολλά κοινά, από την παραπλάνηση (αν θα μπορούσαμε να πούμε) των αστυνομικών αρχών έως την κατά συρροή δράση τους και τις σεξουαλικής φύσεως επιθέσεις σε άνδρες. Ο Φριτς Χάαρμαν διέπραξε τουλάχιστον 27 δολοφονίες μεταξύ της περιόδου 1918 -1924, καταδικάστηκε όμως για 24. Το πρώτο γνωστό θύμα του ήταν ο Friedel Rothe, ένας 17χρονος δραπέτης. Όταν το θύμα εξαφανίστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1918, οι φίλοι του είπαν στην αστυνομία ότι εθεάθη για τελευταία φορά με τον Φριτς. Η αστυνομία μετά από πίεση εισέβαλε στο διαμέρισμα του Φριτς τον Οκτώβριο του 1918, όπου τον βρήκαν με ένα ημίγυμνο 13χρονο αγόρι. Κατηγορήθηκε τόσο για σεξουαλική επίθεση όσο και για σωματική βλάβη ανηλίκου και καταδικάστηκε σε φυλάκιση εννέα μηνών. Το τραγικό δε, είναι πως ο δολοφόνος αποκάλυψε αργότερα στους ντετέκτιβ όταν ερεύνησαν το διαμέρισμά του, ότι το κεφάλι του Friedel Rothe ήταν πίσω από τη σόμπα, τυλιγμένο σε μια εφημερίδα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούμε στη σχέση του Φριτς με τις αρχές. Ο Φριτς αν και έκανε μικροεγκλήματα, όπως ληστείες και απατεωνιές, η αστυνομία δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα. Άρχισε σταδιακά να δημιουργεί μια σχέση «εμπιστοσύνης» με τις αρχές, έγινε πληροφοριοδότης, με απώτερο σκοπό φυσικά να θολώνει τα νερά και να δρα ανενόχλητος, κάτι που πέτυχε. Μέχρι το 1919 παρείχε στην αστυνομία πληροφορίες σχετικά με το εκτεταμένο εγκληματικό δίκτυο της πόλης και η αστυνομία βασίζονταν σε εκείνον μιας και ήταν μια αξιόπιστη πηγή.
Ο Φριτς Χάαρμαν γεννήθηκε στο Ανόβερο στις 25 Οκτωβρίου 1879 και ήταν το έκτο και μικρότερο παιδί της οικογένειας. Σαν παιδί ο Φριτς ήταν εσωστρεφής, ήσυχος και χωρίς πολλές παρέες. Από μικρός απέφευγε να κάνει παρέα με αγόρια ενώ σαν παιδί έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μαγειρική. Με τη μητέρα του είχε μια στενή σχέση ενώ με τον πατέρα του όχι και τόσο. Ο πατέρας του ήταν μονίμως απών αφού είχε παράλληλες σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου του, όταν όμως ήταν στο σπίτι, ο αυταρχισμός του δεν βοηθούσε να αναπτύξει υγιείς σχέσεις με τα παιδιά του. Το 1886, ο Φριτς Χάαρμαν ξεκίνησε το σχολείο και, αν και είχε υποδειγματική συμπεριφορά, οι δάσκαλοί του τον χαρακτήριζαν κακομαθημένο και ονειροπόλο.
Μεγαλώνοντας, οι επιδόσεις του Φριτς στο σχολείο ήταν κάτω του μετρίου, ενώ υπάρχουν αναφορές ότι κακοποιήθηκε από έναν δάσκαλό του σε ηλικία 8 ετών. Ο ίδιος ποτέ δεν μίλησε λεπτομερώς για το περιστατικό. Στα 15 του μπήκε σε στρατιωτική ακαδημία στην πόλη Breisach, παρόλα αυτά, μετά από ελάχιστους μήνες εμφάνισε περιοδικά κενά συνείδησης τα οποία, αν και αρχικά περιγράφηκαν από έναν γιατρό ως ξαφνικά σημάδια αγχώδους νεύρωσης, στη συνέχεια χαρακτηρίστηκαν ισοδύναμα με την επιληψία. Απολύθηκε από το στρατό και επέστρεψε στο Ανόβερο.
Σε ηλικία 16 ετών, ο Χάαρμαν διέπραξε τα πρώτα σεξουαλικά αδικήματα, τα οποία αφορούσαν νεαρά αγόρια. Συνελήφθη πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1896. Μετά από περαιτέρω αδικήματα, το Τμήμα Ποινικών Υποθέσεων επέλεξε να τοποθετήσει τον Χάαρμαν σε ψυχιατρικό ίδρυμα στην πόλη Χίλντεσχαϊμ τον Φεβρουάριο του 1897. Αν και μεταφέρθηκε για λίγο σε νοσοκομείο του Ανόβερου για ψυχιατρική αξιολόγηση, θα πιστοποιηθεί ως «αθεράπευτα διαταραγμένος» και ακατάλληλος να δικαστεί.
Επτά μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1898, ο Χάαρμαν δραπέτευσε από το ψυχιατρείο και, με προφανή βοήθεια από τη μητέρα του, κατέφυγε στη Ζυρίχη της Ελβετίας, όπου παρέμεινε για δεκαέξι μήνες πριν επιστρέψει στο Ανόβερο. Στις αρχές του επόμενου έτους, αποπλάνησε και στη συνέχεια αρραβωνιάστηκε μια γυναίκα, την Erna Loewert η οποία σύντομα έμεινε έγκυος στο παιδί του. Η στρατιωτική του θητεία έληξε εξίσου άδοξα. Αφού κατατάχθηκε και έπειτα χαρακτηρίστηκε από τους ανωτέρους του ως υποδειγματικός στρατιώτης και εξαιρετικός σκοπευτής, καταρρέει ξανά και κρίνεται ακατάλληλος για στρατιωτική θητεία και εργασία.
«Σταθμός» στη ζωή του και τα εγκλήματά του πάντως ήταν ο Χανς Γκρανς. Γνωρίστηκαν στη φυλακή και στην πορεία έγιναν συνεργοί και εραστές. Αν και ο Φριτζ έβλεπε τον Χανς σαν παιδί του, ή τέλος πάντων σαν έναν νεαρό άντρα υπό την προστασία του, ο Χανς τον εκμεταλλευόταν και τον χειραγωγούσε. Στη δίκη του αργότερα, ο Φριτς θα παραδεχτεί πως παρά την χειραγώγηση που του ασκούσε, εκείνος έψαχνε τη συντροφικότητα και τη στοργή στα μάτια του.
Τα θύματά του τα έβρισκε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ανόβερου, όπου και στις αρχές της δεκαετία του 1920 ξημεροβραδιαζόταν εκεί με σκοπό την αναζήτηση έφηβων αγοριών. Τους υποσχόταν φαγητό και κάπως έτσι φαίνεται να τους προσέγγιζε. Αφού τους προσέφερε φαγητό, τους σκότωνε με το «δάγκωμα αγάπης» βεβήλωνε τα πτώματά τους και έπειτα τεμάχισε τη σάρκα τους ώστε να πουλήσει τα κομμάτια στη μαύρη αγορά ενώ έπειτα πετούσε ό,τι δεν χρειαζόταν στον ποταμό Λάινε. Τη δολοφονική του δράση συνέχιζε για χρόνια ανενόχλητος, ενώ φαίνεται πως η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια ενώσω εκείνος πουλούσε τα ρούχα και τη σάρκα των θυμάτων του. Όσο για τις οικογένειες των εξαφανισμένων παιδιών, απεγνωσμένα τα αναζητούσαν -μάταια όμως. Η εξιχνίαση των εγκληματικών του δράσεων ήρθε περίπου 6 χρόνια μετά από την πρώτη του δολοφονία. Η αστυνομία αναγκάστηκε να στρέψει το βλέμμα της προς το μέρος του Φριτζ αφού κάποια παιδιά ανακάλυψαν ένα κρανίο στις όχθες του ποταμού Λάινε. Με τις έρευνες ανακαλύφθηκαν τουλάχιστον 22 σκελετοί και κρανία έφηβων αγοριών στον ποταμό.
Μετά τις ανακαλύψεις, η αστυνομία του Ανόβερου κρίθηκε ακατάλληλη και οι έρευνες ανατέθηκαν σε ντετέκτιβ του Βερολίνου. Μετά από τη σύλληψή του, στο σπίτι του οι ντετέκτιβ βρήκαν κομμάτια ρούχων και προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων, ενώ οι τοίχοι και το πάτωμα ήταν λερωμένα με αίμα.
Η ομολογία του ήρθε εύκολα, ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί. Ισχυρίστηκε ότι σκότωσε 50 με 70 αγόρια, αριθμός για τον οποίο δεν κατηγορήθηκε ποτέ, αφού μόνο 27 κατάφεραν να ταυτοποιηθούν. Η δίκη του κράτησε δύο εβδομάδες με συνολικά 190 μάρτυρες να καταθέτουν. Ο Φριτζ κρίθηκε ένοχος για 24 φόνους και οδηγήθηκε σε θάνατο με γκιλοτίνα ενώ ο συνεργός του, ο Χανς Γκρανς κρίθηκε ένοχος για υποκίνηση και καταδικάστηκε σε θάνατο για τη δολοφονία του Adolf Hannappel και επιπλέον σε 12 χρόνια φυλάκισης για τη δολοφονία του Fritz Wittig. Βέβαια, μετά τον θάνατο του Φριτζ, μια επιστολή του θανόντος, η οποία τον αθώωνε, οδήγησε τον Χανς και πάλι σε δίκη όπου ουσιαστικά απλά γλίτωσε τη θανατική ποινή. Αφού εξέτισε ποινή των 12 ετών, ο Χανς Γκρανς φυλακίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Σαξενχάουζεν. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συνέχισε να ζει στο Ανόβερο μέχρι το θάνατό του το 1975.
Όσο για τον «χασάπη του Ανόβερου», στις 6 το πρωί της 15ης Απριλίου του 1925, ο Φριτζ Χάαρμαν αποκεφαλίστηκε με γκιλοτίνα στη φυλακής του Ανόβερου. Μετά την εκτέλεσή του τμήματα του εγκεφάλου του αφαιρέθηκαν και δόθηκαν για έρευνες, ενώ το κεφάλι του διατηρήθηκε σε φορμαλδεΰδη και παρέμεινε στην κατοχή της ιατρικής σχολής του Γκέτινγκεν από το 1925 έως το 2014, όταν αποτεφρώθηκε.
Τα λείψανα των θυμάτων του Φριτζ Χάαρμαν που είχαν ανακτηθεί θάφτηκαν μαζί σε έναν κοινοτικό τάφο στο νεκροταφείο Stöckener τον Φεβρουάριο του 1925. Τον Απρίλιο του 1928, ένα μεγάλο μνημείο από γρανίτη με τη μορφή τρίπτυχου, χαραγμένο με τα ονόματα και τις ηλικίες των θυμάτων, ανεγέρθηκε πάνω από τον κοινοτικό τάφο.