Ο Αργεντίνος serial killer με το αγγελικό πρόσωπο που σκότωνε χωρίς ενδοιασμούς
Θεωρείται ένας από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες της Αργεντινής, ο οποίος ακόμη και σήμερα βρίσκεται στη φυλακή (πάνω από 45 χρόνια), για μια σειρά από εγκλήματα που περιλαμβάνουν ληστείες, απαγωγές, βιασμούς, αλλά και φόνους.
Ο «ξανθός Άγγελος» ή «Άγγελος του Θανάτου», όπως τον αποκαλούσαν τα ΜΜΕ, συνελήφθη στο Μπουένος Άιρες στις 4 Φεβρουαρίου 1972. Για έντεκα μήνες, ο Κάρλος Ρομπλέδο Πουτς σκορπούσε τον τρόμο και τον θάνατο στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, όμως κανείς στην αρχή δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό το αγόρι με τα αγγελικά χαρακτηριστικά ήταν ένας κατά συρροή δολοφόνος.
Ο Πουτς γεννήθηκε το 1952 και μεγάλωσε σε μία εύπορη συνοικία του Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός, ενώ η μητέρα του είχε αφοσιωθεί πλήρως στην ανατροφή του μοναχογιού της. Ο Ρομπλέδο έπαιρνε πολλή αγάπη, φοιτούσε στα καλύτερα σχολεία της περιοχής, έπαιζε πιάνο και από μικρή ηλικία ήξερε, εκτός από ισπανικά, αγγλικά και γερμανικά. Κατάξανθος και με μπλε μάτια, όπως και η Γερμανίδα μητέρα του, έμοιαζε με έναν «μικρό άγγελο». Ο πατέρας του, από την άλλη, ήταν απόγονος του Διονύσιου Πουτς, γνωστού στρατιωτικού που έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αργεντίνικο εμφύλιο.
Ο μικρός Κάρλος είχε καλή φήμη στη γειτονιά του: όλοι τον θεωρούσαν ευγενικό και καλοσυνάτο παιδί. Τα πρώτα δείγματα παραβατικής συμπεριφοράς άρχισαν στην εφηβεία του. Τότε όλοι έπεσαν απολύτως τα σύννεφα. Κάποιοι προσπαθούσαν να τον δικαιολογήσουν, πιστεύοντας ότι όλες αυτές οι «ακρότητες» ήταν μια αντίδραση της ηλικίας.
Η καριέρα του στο έγκλημα ξεκίνησε αρχικά με μικροκλοπές και συνεχίστηκε με διαρρήξεις σε σπίτια. Οι γονείς του, όταν έμαθαν τα κατορθώματά του, προσπάθησαν να του βάλουν μυαλό. Όμως ο Κάρλος είχε καταλάβει πως το όμορφο παρουσιαστικό του τού προσέφερε το μεγαλύτερο άλλοθι που μπορούσε να ονειρευτεί. Με αυτοπεποίθηση έπειθε τους πάντες ότι απλώς είχε πέσει θύμα συνωμοσίας και κατάφερνε πάντα να τη γλιτώσει.
Μια φορά μόνο, ενώ ήταν ακόμα μαθητής στο σχολείο, την πλήρωσε με μια αποβολή. Χάνοντας έτσι μια χρονιά, στα 19 του, ενώ ακόμα φοιτά στο σχολείο και πολλοί τον συγκρίνουν με την Μέριλιν Μονρόε, θεωρώντας ότι είναι η αρσενική ενσάρκωση του ερωτισμού, γνωρίζεται με έναν μικροαπατεώνα, τον Χόρχε Ιμπάνιεζ. Εκείνος, προερχόμενος από ένα περιβάλλον όπου η παρανομία ήταν απλώς ένας τρόπος επιβίωσης μύησε τον φίλο του στον υπόκοσμο. Και ο Κάρλος, αν και δεν αντιμετώπιζε ανάλογα προβλήματα, όχι μόνο αποδείχτηκε καλός μαθητής, αλλά ξεπέρασε τους «δασκάλους» του.
Τον Μάρτιο του 1971, οι δυο τους εισέβαλαν σε ένα νυχτερινό κέντρο, σκότωσαν εν ψυχρώ τον υπάλληλο στο ταμείο και πήραν όλα τα χρήματα. Ο φόνος για τον Πουτς έγινε μια περίεργη συνήθεια, που του ανέβαζε την αδρεναλίνη. Ακολούθησαν μια σειρά από ένοπλες ληστείες σε καταστήματα, βενζινάδικα και σε κοσμηματοπωλεία. Ο νεαρός απολάμβανε τους φόνους του και γι‘ αυτό, όπως ο ίδιος είχε πει, δεν φοβόταν. Έτσι, μέρα με τη μέρα μεταμορφωνόταν σε μια φονική μηχανή, χωρίς κανένα συναίσθημα, ή ηθική αξία.
Ακόμα κι αν τα θύματά του δεν αντιστέκονταν και ήταν πρόθυμα να του παραδώσουν τη λεία που ζητούσε, εκείνος τα σκότωνε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μια φορά μάλιστα έφτασε στο σημείο να πυροβολήσει ακόμα κι ένα νεογέννητο μωρό, ενώ ο συνεργός του βίαζε τη μητέρα του. Η αλήθεια είναι ότι εκείνος δεν ασελγούσε στα θύματά του, αλλά δεν έδινε καμία απολύτως σημασία σε αυτά. Όμως δεν είχε κανένα πρόβλημα να βοηθά τον Ιμπάνιεζ να ικανοποιεί τις διαστροφικές του ορέξεις.
Το καλοκαίρι του ’71, η αστυνομία συνέλαβε μετά από μια ληστεία τον Ιμπάνιεζ, ενώ ο Πουτς φαίνεται πως διέφευγε, αφήνοντας τον συνέταιρο του παντελώς αβοήθητο. Από τότε οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, οι δυο συνεργοί είχαν ένα αυτοκινητικό ατύχημα. Οι συνθήκες του ατυχήματος δεν διευκρινίστηκαν ποτέ, αλλά ο Ιμπάνιεζ πέθανε, ενώ ο Πουτς έφυγε αδιαφορώντας από το σημείο, παίρνοντας μαζί χαρτιά και ταυτότητες. Καθώς ο ίδιος έφερε σοβαρά τραύματα και δεν υπήρχαν μάρτυρες, η υπόθεση έκλεισε και η αστυνομία δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με το ζήτημα.
Έκτοτε ο Πουτς συνέχισε μόνος του την εγκληματική του δράση. Παράτολμος, νευρικός και καθόλου προσεχτικός, άφηνε πάντα πίσω του σημάδια. Μπορεί να σκότωνε ανενδοίαστα όποιον πιθανόν θα μπορούσε να τον καταδώσει, αλλά δεν έδινε σημασία στις λεπτομέρειες. Και ήταν αυτές που τελικά που τον αποκάλυψαν. Τη μέρα που δολοφόνησε τον νέο του συνεργάτη, ονόματι Έκτορ Σαμόσα, επειδή κατά τη διαρκεί μιας ληστείας του είπε ένα σχόλιο που τον εκνεύρισε, ξέχασε να πετάξει την ταυτότητά του από την τσέπη του σακακιού του. Έτσι, όταν οι Αρχές εισέβαλαν στο σπίτι του, είχαν πλέον στα χέρια τους τις αποδείξεις που χρειάζονταν για να τον οδηγήσουν στη φυλακή. Ο Πουτς δεν αντιστάθηκε, απλώς παραδόθηκε μπροστά στα μάτια της μητέρας του.
Στο δικαστήριο αργότερα παραδέχτηκε τα εγκλήματά του, υποστηρίζοντας όμως ότι τους φόνους πάντα τους έκαναν οι συνεργοί του. Μέχρι σήμερα παραμένει φυλακισμένος, χωρίς να έχει δεχτεί ποτέ κανέναν επισκέπτη, όπως μαρτυρούν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι.
Ο σκηνοθέτης Λουίς Ορτέγκα αποφάσισε να ασχοληθεί με την περίπτωσή του στην ταινία «Ο Άγγελος». Τον συνάντησε λοιπόν στη φυλακή και εκείνος του δήλωσε την επιθυμία του να τον ενσαρκώσει ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Επίσης του αποκάλυψε άτι ήθελε να γίνει σταρ και πως ο βασικός λόγος που ομολόγησε τα εγκλήματά του ήταν για να πάρει τη διασημότητα, που θεωρούσε πως του αναλογούσε.