Η βάναυση δολοφονία της Κίτι Τζενοβέζε και το φαινόμενο της «απάθειας του παρατηρητή»
Πρόκειται για αστικό μύθο, ή πράγματι 38 άνθρωποι έγιναν μάρτυρες της δολοφονίας μιας νεαρής γυναίκας και δεν κάλεσαν καν την αστυνομία;
Αν έχετε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχολογία, τότε είναι πολύ πιθανό να έχετε συναντήσει τον φαινόμενο της «απάθειας του παρατηρητή».
Ο συγκεκριμένος όρος επινοήθηκε μετά τη βάναυση δολοφονία της Κίτι Τζενοβέζε το 1964, καθώς όπως αναφέρθηκε 38 γείτονές της παρακολούθησαν ή άκουσαν την επίθεση, αλλά αντί να αναλάβουν δράση βασίστηκαν σε άλλους, για να επέμβουν ή να καλέσουν την αστυνομία.
Η Κάθριν Σούζαν Τζενοβέζε, γνωστή και ως Κίτι, γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1935 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Οι γονείς της ήταν Ιταλοί μετανάστες. Στα 29 της δούλευε πλέον ως υπεύθυνη ενός μπαρ στο Κουίνς και συγκατοικούσε με τη σύντροφό της Μαίρη Αν. Το όνειρό της ήταν να ανοίξει ένα δικό της ιταλικό εστιατόριο.
Στις 13 Μαρτίου του 1964 η Κίτι σχόλασε περίπου στις 2:30 ώρα από το μπαρ. Λογικά θα βιαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι, καθώς εκείνη τη μέρα είχε και επέτειο ενός έτους γνωριμίας με τη Μαίρη Αν. Οδηγούσε το αυτοκίνητό της όταν χρειάστηκε να σταματήσει σ’ένα κόκκινο φανάρι. Εκεί την είδε για πρώτη φορά ο Γουίνστον Μόουζλι, επίσης 29 ετών τότε. Την ακολούθησε. Όπως αργότερα έγινε γνωστό, ο Μόουζλι είχε φύγει περίπου 1:00 η ώρα από το σπίτι του, όπου έμενε με τη σύζυγό του και τους δύο γιους του. Οδηγούσε έχοντας ένα κυνηγετικό μαχαίρι στην τσέπη του.
Στις 3:15 η Κίτι έφτασε στο σπίτι της και πάρκαρε σε ένα μικρό δρομάκι πίσω από την πολυκατοικία της, περίπου 30 μέτρα μακριά από την είσοδο του διαμερίσματός της. Ο Μόουζλι στο μεταξύ πάρκαρε σε μια στάση λεωφορείων, βγήκε από το αυτοκίνητό του και την πλησίασε με το μαχαίρι στο χέρι. Η νεαρή γυναίκα τον είδε και προσπάθησε να τρέξει προς τη μπροστινή πλευρά του κτιρίου. Ο Μόουζλι, όμως, πρόλαβε και τη μαχαίρωσε δυο φορές στην πλάτη. Όπως είναι λογικό οι δρόμοι εκείνη την ώρα ήταν άδειοι και η περιοχή έρημη. Η Κίτι έβαλε τις φωνές «Θεέ μου με μαχαίρωσε! Βοηθήστε με!». Ένας γείτονας, ο Ρόμπερτ Μόζερ, ξύπνησε, είδε από το παράθυρό του τι συμβαίνει και φώναξε «Άσε το κορίτσι ήσυχο!». Συνειδητοποιώντας ότι οι κάτοικοι είχαν ξυπνήσει και φοβούμενος μην τυχόν και τον αναγνωρίσουν, ο Μόουζλι έφυγε και επέστρεψε στο αυτοκίνητό του.
Η Κίτι, χωρίς να έχει υποστεί θανάσιμα τραύματα κατάφερε να σηκωθεί, και προσπάθησε να φτάσει στην είσοδο του κτιρίου της. Τελικά μέσα, σωριάστηκε στον προθάλαμο ακριβώς μπροστά από τις σκάλες. Δέκα λεπτά αργότερα ο Μόουζλι επέστρεψε και την βρήκε να κείτεται, έχοντας τις αισθήσεις της, σε έναν διάδρομο στο πίσω μέρος του κτιρίου. Εκεί ο Μόουζλι μαχαίρωσε επανειλημμένα την Κίτι, πριν τη βιάσει και της κλέψει 49$.
Ο Μόουζλι τράπηκε σε φυγή περίπου 30 λεπτά από όταν πλησίασε την Κίτι για πρώτη φορά. Την αναίσθηση γυναίκα την ανακάλυψε η στενή της φίλη Sophia Farrar, η οποία και την κράτησε στην αγκαλιά της μέχρι να την παραλάβει στις 4:15 ένα ασθενοφόρο. Η Κίτι άφησε την τελευταία της πνοή πριν καν φτάσει στο νοσοκομείο.
Η έκθεση του ιατροδικαστή αποκάλυψε ότι η Genovese έφερε 13 τραύματα από μαχαίρι και πολλά άλλα τραύματα που υποδείκνυαν ότι ήταν σε άμυνα και προσπαθούσε να αντεπιτεθεί.
Οι ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών ξεκίνησαν την αναζήτηση του δράστη της, παίρνοντας αρχικά μια πολύωρη κατάθεση από τη Μαίρη Αν, την σύντροφο της Κίτι. Μόλις έξι ημέρες μετά τη βάναυση δολοφονία, ο Μόουζλι συνελήφθη ως ύποπτος για ληστεία.
Ένας ντετέκτιβ βλέποντας το αυτοκίνητο του δράστη, μια λευκή Chevrolet, θυμήθηκε ότι το ίδιο χρώμα αυτοκινήτου είχε αναφερθεί από μάρτυρες στη δολοφονία της Κίτι. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ο Μόουζλι παραδέχτηκε όχι μόνο το ότι μαχαίρωσε μέχρι θανάτου την Κίτι, αλλά και τη δολοφονία δυο ακόμα γυναικών, της Annie Mae Johnson και της Barbara Kralik.
Καταδικάστηκε σε θάνατο στις 15 Ιουνίου 1964. Ωστόσο, η ποινή του μειώθηκε αργότερα σε 20 χρόνια έως ισόβια. Το 1968 απέδρασε από τη φυλακή, μόνο για να συλληφθεί ξανά και να προστεθούν 30 επιπλέον χρόνια στην ποινή του. Πέθανε σε καθεστώς κράτησης το 2016, σε ηλικία 81 ετών.
Αρχικά η είδηση της δολοφονίας της Κίτι πέρασε στα ψιλά των ειδησεογραφικών Μέσων. Δυο εβδομάδες, όμως, αργότερα εμφανίστηκε ένα άρθρο στους TIMES, γραμμένο από τον Martin Gansberg, με τίτλο: «37 άνθρωποι είδαν μια δολοφονία και δεν κάλεσαν την αστυνομία» –το 37 αντί για 38 θεωρήθηκε τυπογραφικό λάθος.
Όταν η ιστορία της Κίτι έγινε πρωτοσέλιδο ξεκίνησε και μια εκτεταμένη συζήτηση που επιχειρούσε να εξηγήσει την απάθειά των γειτόνων, ενώ ακολούθησαν και διάφορες αναλύσεις συμπεριφορικών μοντέλων. Δύο κοινωνικοί ψυχολόγοι, οι Ντάρλεϊ και Λατανέ διεξήγαγαν σχετικά εμπειρικά πειράματα και τελικά κατέληξαν να ονομάσουν το συγκεκριμένο ψυχολογικό φαινόμενο ως «την απάθειας του παρατηρητή». Με λίγα λόγια η θεωρία τους λέει ότι είναι λιγότερο πιθανό να βοηθήσουμε ένα θύμα όταν υπάρχουν και άλλα άτομα που θεωρούμε ότι μπορούν να το υπερασπιστούν. Αυτό δηλαδή που συνέβη στους γείτονες της Κίτι είναι πως υπήρξε «διάχυση της ευθύνης» -ο καθένας θεωρούσε πως θα ασχοληθεί κάποιος άλλος προκειμένου να επέμβει ή να καλέσει την αστυνομία.
Νεότερα άρθρα και ντοκιμαντέρ βέβαια έδειξαν μια άλλη πλευρά της ιστορίας. Συγκεκριμένα, ένα άρθρο του 2004 στους New York Times αμφισβήτησε πολλούς ισχυρισμούς σχετικά με την αρχική αναφορά, που έγινε μόλις δύο εβδομάδες μετά το περιστατικό, ενώ μια μελέτη του 2007 απέδειξε ότι δεν υπάρχουν πραγματικά στοιχεία, που να αποδεικνύουν ότι υπήρχαν 38 μάρτυρες που παρέμειναν αδρανείς. Στην πραγματικότητα, λόγω της διάταξης του συγκροτήματος διαμερισμάτων που έμενε η Κίτι -και καθώς υπήρξαν δύο ξεχωριστές επιθέσεις-, κανείς δεν θα μπορούσε να δει ολόκληρη την επίθεση που δέχτηκε. Ο αριθμός των ανθρώπων που πράγματι άκουσαν ή είδαν έστω και αποσπασματικά την Κίτι και τον Μόουζλι υπολογίζεται στους 12.
Επιπλέον, ένα ντοκιμαντέρ του 2015 με τίτλο «The Witness», σε σκηνοθεσία Τζέιμς Σόλομον, αποκάλυψε επίσης ότι οι ερευνητές γνώριζαν τα λάθη στο αρχικό άρθρο των New York Times το 1964, αλλά πως ο συγγραφέας του δεν ήθελε να γράψει ότι οι μάρτυρες δεν είχαν καταλάβει, πως κάτω από τα σπίτια τους γινόταν ένας φόνος, μόνο και μόνο για να μην καταστρέψει την ιστορία του.
Ακόμη και τόσα χρόνια μετά η αναφορά και μόνο στην άγρια δολοφονία της Κίτι μας προκαλεί τεράστια θλίψη. Δεν μπορούμε φυσικά να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη πίσω από τις κλειστές ή τις μισάνοιχτες κουρτίνες των γειτόνων της. Ποιοι φοβήθηκαν, ποιοι σιώπησαν, ή πόσοι μπορούσαν να κάνουν κάτι που δεν το έκαναν. Η μόνη απάντηση που οφείλουμε όμως να δώσουμε στους εαυτούς μας είναι τι θα κάνουμε εμείς στη θέση τους –ακόμα και αν ευχόμαστε με όλη μας τη δύναμη να μην χρειαστεί ποτέ, μα ποτέ, να το διαπιστώσουμε.