Οι πιο εμβληματικές εμφανίσεις του Ντέιβιντ Μπάουι στο σινεμά
Δεν είναι λίγες οι φορές που μεγάλα ονόματα της μουσικής έχουν μεταπηδήσει από τη σκηνή στη μεγάλη οθόνη.
Άλλοι το έκαναν με επιτυχία, άλλοι άκουσαν τα εξ αμάξης, άλλοι σχεδόν ρίσκαραν την καριέρα τους, όμως η περίπτωση του Ντέιβιντ Μπάουι είναι μοναδική στα κινηματογραφικά χρονικά. Όπως άλλωστε τα πάντα με αυτό το εξώκοσμο πλάσμα με τις ικανότητες χαμαιλέοντα, που ήξερε να κάνει πράγματα με έναν μοναδικό και εντελώς προσωπικό τρόπο. Για την ιστορία πάντως αξίζει να πούμε ότι ο Μπάουι δεν ήταν απλώς ένα pop idol που πέρασε στο πανί εξαιτίας της τεράστιας δημοτικότητάς του, αλλά είχε σπουδάσει υποκριτική και είχε εργαστεί ως ηθοποιός πριν ντεμπουτάρει στο σινεμά.
Απόλυτα θεατρικός performer, μετέτρεψε τον ίδιο του τον εαυτό του σε ρόλο, οπότε γρήγορα βρέθηκε από τα στούντιο και τα stages μπροστά από τις κάμερες, επιμένοντας σε avant garde επιλογές. Στα 28 του κέντρισε το ενδιαφέρον του Νίκολας Ρεγκ, που του εμπιστεύτηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον αριστουργηματικό «Άνθρωπο που Έπεσε στη Γη» (1976). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σχεδόν μια αυτοβιογραφική ταινία, αφού εδώ ο Ziggy υποδύεται έναν εξωγήινο που πέφτει στη γη για να βρει νερό για τον πλανήτη του. «Έριξα τον εαυτό μου στην ταινία ακριβώς όπως ήταν εκείνη την περίοδο. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα ποτέ. Δεν είχα κυριολεκτικά ιδέα από τη διαδικασία του να κάνεις ταινίες, οπότε άφηνα το ένστικτο να με οδηγεί. Μάθαινα τα λόγια μου για την κάθε μέρα και τα έλεγα ακριβώς όπως ένιωθα. Δεν ήμουν πολύ μακριά... Ένιωθα αποξενωμένος όσο και ο χαρακτήρας. Ήταν μια νατουραλιστική ερμηνεία, μια ιδανική επίδειξη του τι σημαίνει κάποιος να καταρρέει κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια σου. Ένιωθα τελείως ανασφαλής με 10 γραμμάρια κοκαΐνη την ημέρα πάνω μου. Ήμουν μαστουρωμένος από την αρχή μέχρι το τέλος...», είχε εκμυστηρευθεί ο ίδιος για το φιλμ, που θα τον στιγμάτιζε για πάντα.
Δύο χρονιά μετά, επανέρχεται στο σινεμά με το «Ζιγκολό» (1978) του Ντέιβιντ Χέμινγκς, μια μάλλον άνευρη παραγωγή στην όποια όμως δέχτηκε να συμμετάσχει, επειδή θα έπαιζε με το κινηματογραφικό ίνδαλμά του, τη Μαρλέν Ντίτριχ. Δυστυχώς όμως δεν βρέθηκαν ποτέ μαζί στο σετ, καθώς η Γερμανίδα σταρ ήθελε να γυρίσει τις σκηνές της ξεχωριστά από τους υπόλοιπους ηθοποιούς.
Το 1981 δέχεται να υποδυθεί τον εαυτό του αλλά και να συνθέσει τη μουσική της ταινίας «Κριστιάν Φ.: Στα 13 πόρνη για ναρκωτικά», που σκανδάλισε το κοινό της εποχής. Εκεί ο Μπάουι στον ρόλο του Μπάουι φτάνει στο Βερολίνο για συναυλία και γοητεύει την έφηβη Κριστιάνε, που χτυπάει ακόμα και τατουάζ για χάρη του, πριν κατρακυλήσει στον κόσμο της πορνείας και των ναρκωτικών. Στη συγκεκριμένη ταινία, εκείνος ερμηνεύει το «Station to Station», το τραγούδι που μιλάει για τον «Thin White Duke», ο οποίος επιστρέφει από κάποιο μακρινό ταξίδι.
Το 1983 κι ενώ η καριέρα του έχει εκτοξευθεί με το θρυλικό «Let’s dance», παίζει στην ταινία του Ναγκίσα Όσιμα «Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λώρενς», υποδυόμενος έναν Νεοζηλανδό αξιωματικό που πιάνεται αιχμάλωτος από τους Ιάπωνες κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και παλεύει να επιβιώσει στο εχθρικό στρατόπεδο, έναν ρόλο που ίδιος ξεχώριζε και αγαπούσε ιδιαίτερα. Η ταινία έγινε μεγάλη εισπρακτική και εμπορική επιτυχίας, με τον Όσιμα να δηλώνει για τον πρωταγωνιστή του πως «έχει ένα εσωτερικό πνεύμα που είναι άτρωτο».
Την ίδια χρονιά θα βρεθεί στο πλευρό της Κατρίν Ντενέβ και της Σούζαν Σαράντον στο «Αίμα και Πάθος» του Τόνι Σκοτ, ερμηνεύοντας έναν βρικόλακα που οδηγεί μια επιστήμονα στην αγκαλιά της συζύγου του. Οι δυο σταρ μάλιστα εμφανίζονται σε μια τις πλέον συζητημένες κινηματογραφικές ερωτικές σκηνές, που έχουν γυριστεί ποτέ.
Ακολουθεί ένα cult φιλμ φαντασίας, ο «Λαβύρινθος» (1986) του Τζιμ Χένσον, όπου ερμηνεύει έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο τα μέτρα του, τον βασιλιά των γκόμπλιν, με συγκλονιστική κόμμωση, που γίνεται trend.
Στη συνέχεια, έρχεται η σειρά του Μάρτιν Σκορσέζε που στον «Τελευταίο πειρασμό» έχει την ανατρεπτική ιδέα να του δώσει τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου, τον οποίο ο τραγουδιστής θεωρούσε έναν στυγνό γραφειοκράτη. Σε μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, που προκάλεσε πληθώρα αντιδράσεων ανά τον κόσμο, ο Μπάουι συνομιλεί σε ένα υποκριτικό μπραντ ντε φερ με τον Νταφόε, που υποδύεται τον Χριστό και κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη φιλμογραφία του είναι η συνεργασία του με τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λιντς. Οι δυο τους μάλιστα έπαιξαν μαζί σε μια από τις πιο παράδοξες σκηνές της ταινίας «Ο Ύποπτος Κόσμος του Τουίν Πικς (1992), όπου ο Μπάουι εμφανίζεται ως πράκτορας Φίλιπ Τζέφρις του FBI και με τις ατάκες του δημιουργεί μια σύγχυση στους θεατές, που έμελλε να λυθεί 25 ολόκληρα χρόνια μετά από την ταινία και σχεδόν έναν χρόνο μετά από τον θάνατό του.
Ποιος θα ήταν ιδανικότερος να υποδυθεί τον εκκεντρικό Άντι Γουόρχολ αν όχι ο Μπάουι; Αυτό φαίνεται πως σκέφτηκε και ο Τζούλιαν Σνάμπελ, όταν τον κάλεσε να υποδυθεί την εμβληματική φιγούρα της ποπ αρτ στη βιογραφική ταινία «Μπασκιάτ» το 1996. Μάλιστα στα γυρίσματα, προκειμένου να ταυτιστεί με τον ρόλο χρησιμοποίησε μέχρι και την περούκα που φορούσε στην πραγματικότητα ο Αμερικανός εικαστικός.
Πέρα όμως από τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους, συχνά έκανε cameo εμφανίσεις, που κατάφερναν να κλέψουν την παράσταση. Χαρακτηριστική η περίπτωση του «Zoolander: Ο Άρχοντας της Πασαρέλας» (2001), όπου, παίζοντας τον εαυτό του, ενορχηστρώνει μια σπαρταριστή «μάχη» δύο μοντέλων.
Ακολουθεί ο ρόλος του εφευρέτη Νίκολα Τέσλα στο «Prestige» του Κρίστοφερ Νόλαν το 2006, που είναι και η τελευταία σημαντική του κινηματογραφική εμφάνιση. Στην αρχή, ο τραγουδιστής είχε αρνηθεί την πρόταση, αλλά τελικά μετά από τη μεσολάβηση ενός κοινού φίλου που είχαν με τον Νόλαν δέχθηκε, κάνοντας κατά κοινή ομολογία μια από τις καλύτερες ερμηνείες του.
Το 2008 θα δάνειζε τη φωνή του αρχικά στο «Arthur and the Invisibles» και στη συνέχεια στο τηλεοπτικό «Μπομπ ο Σφουγγαράκης», ενώ τα τελευταία του περάσματα από το σινεμά έγιναν στο «August» του Όστιν Τσικ και στο «Bandslam» του Τοντ Γκάρφ το 2009.