Νίκος Καββαδίας: Ο βάρδος της θάλασσας, της μοναξιάς και του έρωτα
Σαν σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου του 1910 γεννήθηκε ο βάρδος της θάλασσας, της μοναξιάς και του έρωτα, Νίκος Καββαδίας.
Ένας ποιητής πραγματικά βιωματικός, ο Καββαδίας αφηγούνταν όσα ζούσε, και έγραφε όπως μιλούσε -στη γλώσσα των καραβιών. Μας έμαθε το τραβέρσο και τα λαμινάρια, το Μαραμπού και το αρμάρι -σύστησε στους στεριανούς τον κόσμο των θαλασσινών και μας χάρισε το πολυτιμότερο δώρο: την προοπτική της αέναης περιπέτειας.
Ο «αρμενιστής ποιητής» μπάρκαρε για πρώτη φορά στα 18 του και ταξίδεψε απ’ άκρη σ΄ άκρη της γης, γνωρίζοντας όλου του κόσμου τα σινάφια. Ήταν ένας αεικίνητος θαλασσόλυκος, ένας περιπλανώμενος παραμυθάς που αφηγούνταν χωρίς «φτιασίδια και μαλάματα» ιστορίες απλών ανθρώπων με αληθινά βάσανα.
Πολλά είχαν δει τα μάτια του και άλλα τόσα επινόησε ο νους του. Μίλησε για ταξίδια αλαργινά, για ανθρώπους που αγάπησαν ή σκότωσαν -ή σκότωσαν από αγάπη, για χάδια απατηλά και νύχτες χωρίς αστέρια, για δακρυσμένες γυναίκες, για την απέραντη θάλασσα και την ανίατη μοναξιά της.
O «ποιητής των ναυτικών» ανέλαβε να εξιστορήσει τη βιοπάλη και τα «καταραμένα πάθη» των θαλασσοπόρων με αμείλικτη ειλικρίνεια αλλά και μία συγκινητική τρυφερότητα. Δεν αποσιώπησε την κρεπάλη της ναυτικής ζωής, τις πόρνες και τα ναρκωτικά, τη μοναξιά και α μεθύσια -αλλά ούτε επέτρεψε στον αναγνώστη να την αποδοκιμάσει.
Μέσα από τη συμπονετική του ματιά, οι ναυτικοί των αφηγήσεων του σκιαγραφήθηκαν ως θύματα της δύσκολης μοίρας τους, ως ψυχές βασανισμένες και ευάλωτες, αμαρτωλές αλλά συνάμα αγνές και αθώες. Ξενιτεμένοι άνδρες που αγοράζουν τον έρωτα στα λιμάνια για να ξεγελάσουν τη μοναξιά τους, που πίνουν και μεθούν για να ξεχάσουν όσα αφήνουν πίσω. Αληθινοί άνθρωποι, με τα πάθη και τα λάθη τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως εντρυφώντας στην ποίηση του Καββαδία, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί -ενδεχομένως με έκπληξη- πως τα προβλήματα και οι στοχασμοί ενός μοναχικού θαλασσόλυκου βράζουν στο ίδιο καζάνι με την κοινή ζωή όλων μας.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
«Μαραμπού», Νίκος Καββαδίας
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ’ στην καρδιά της Άμμου.
Ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του ως θύμα ενός αλλότριου πολιτισμού, ένα διωγμένο παιδί της πατρίδας του που πασχίζει να καταλάβει τι είναι αυτό που καθορίζει τη ρότα της ζωής του. Εξού και στράφηκε στην ποίηση. Και όπως κάθε ποιητής που αναζητά τον εαυτό του, ο Καββαδίας έγραφε για ό,τι αγαπούσε. Για την παντοτινή μούσα κι ερωμένη του, τη θάλασσά του. Και όπως κάθε μεγάλος έρωτας, η θάλασσα έγινε αφορμή για εσωτερικές αναζητήσεις. Βρίσκοντας παρηγοριά και δύναμη στην γραφή, ο «Κόλιας» κατάφερε να μετουσιώσει την σπουδή της θάλασσας σε μελέτη του ανθρώπου, μένοντας πάντοτε πιστός στην αλήθεια.
Η ποιήση του δεν ήταν ευφημιστική και εύπεπτη αλλά ωμά ρεαλιστική -μια γροθιά στο στομάχι, μία θύμηση πως η ζωή δεν είναι πάντα ρόδινη, και σίγουρα όχι δίκαιη με όλους. Αναμοχλεύοντας προσωπικές μνήμες και βιώματα, συναισθήματα και πάθη, ο Καββαδίας έπλαθε ιστορίες για ιδιόρρυθμους παρείσακτους και ξεπεσμένους ήρωες, για ανθρώπους προδομένους απ’ τη ζωή που πεθαίνουν μονάχοι. Ένας αλκοολικός πλοίαρχος με ξεφτισμένο πανωφόρι χλευάζεται απ’ τα παιδιά στους δρόμους, μια άρρωστη καραβόγατα πνίγεται στην άγρια τρικυμία, κι ένας Εγγλέζος θερμαστής αυτοκτονεί απ’ τον βαρύ σεβντά του.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
«Πικρία», Νίκος Καββαδίας
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία
Κι όμως, παρά τη μελαγχολία που προκαλεί το άδοξο τέλος των τραγικών ηρώων του, παραδόξως απομένει πάντοτε μία γλυκιά επίγευση, ένας αναστεναγμός μιας ανικανοποίητης επιθυμίας -ενός έρωτα που σε ταλαιπωρεί μα δε θέλεις να τελειώσει.
Παρά την υπαρξιακή ματαιότητα που υποβόσκει στις ιστορίες του Καββαδία, οι στίχοι του δεν σου προξενούν ηττοπάθεια -αντιθέτως, γεννούν ελπίδα. Αναζωπυρώνουν την επιθυμία σου να διεκδικήσεις το ανέφικτο και το ακατόρθωτο, και, κατά τρόπο ρομαντικό, σε κάνουν να πιστεύεις σε κάτι μεγαλύτερο απ’ τον εαυτό σου. Οι άνθρωποι μπορεί να φεύγουν αδικημένοι, αλλά ο ορίζοντας παραμένει απέραντος κι ο ήλιος «φαιδρός, και φλογερός» συνεχίζει να διασχίζει την τροχιά του.
Εξάλλου, για τον Καββαδία ο θάνατος δεν ήταν παρά το στερνό ταξίδι της ζωής, το τελευταίο μπαρκάρισμα για μία ακόμη ανεξερεύνητη θάλασσα. Μ’ αυτή τη σκέψη κατά νου αποχαιρέτησε τον αγαπημένο ποιητή ο ναυτεργάτης φίλος του, Χρήστος Παντελίδης, στον συγκινητικό επικήδειο που απηύθυνε μετά τον θάνατό του:
«Ὁ χτεσινὸς ἄνεμος, ἔφερε σὲ μᾶς τοὺς ναυτικοὺς τὸ πιὸ θλιβερὸ ραπόρτο... [...] Ἀγαπημένε μας σύντροφε ποιητή, καλὸ ταξίδι. Δὲν κουνᾶμε τὰ μαντήλια μας. Αὐτὸ εἶναι γιὰ ἀταξίδευτους στεριανούς. Ἐμεῖς τὰ δικά μας τὰ πλέξαμε σαλαμάστρα καὶ θὰ δέσουμε τὶς καινούργιες παντιέρες στὰ ξάρτια, τὶς παντιέρες ποὺ στὸ κέντρο τους θά ῾χουν τὴν γαλάζια σου ζωγραφιά.
Ἀδελφέ μας ποιητή! Ξεκουράσου στὴν τελευταία σου κουκέτα, στὴν πιὸ μικρὴ καμπίνα ποὺ γνώρισε ποτὲ ναυτικός... Γιὰ κατευόδιο, ἐμεῖς οἱ ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σοῦ ἀφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο, ἀπὸ τὰ μάτια μας, θαλασσινὸ νερό. Εἶναι μαζεμένο ἀπ᾿ τῆς θάλασσας τὸν καθάριο βυθό... Γειά σου.»
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζωνη μου σφιγμένο,
«Ένα μαχαίρι», Νίκος Καββαδίας
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου..
Ο Καββαδίας είναι ο αγαπημένος μου ποιητής επειδή μας λέει την αλήθεια. Παραδέχεται πως όλα τα ωραία έχουν ένα τίμημα. Ο έρωτας πονάει, οι άνθρωποι φεύγουν, η μοναξιά πάντα καραδοκεί και η ελευθερία είναι γλυκιά μέχρι να σου ζητήσει τα ρέστα. Αποδέχεται πως η ζωή είναι σκληρή αλλά επιμένει να την απολαμβάνει και να την πιστεύει, να βρίσκει νόημα και ελπίδα στα ωραία της. Και αυτό ενέχει κάτι βαθιά συγκινητικό. Σα να μας λέει: κι ας έχει ζόρια η ζωή, είναι μια περιπέτεια που πρέπει να χαρούμε, κι ας είναι άγρια η θάλασσα, ήταν και θα ‘ναι πάντα ωραία.
Ασύγκριτος και αξεπέραστος -για μένα, ο καλύτερος απ' όλους. Ένας ποιητής αφοπλιστικά ρεαλιστής μα αθεράπευτα ρομαντικός, άνοιξε νέες προοπτικές και μας ξενάγησε σε άγνωστους κόσμους, δημιουργώντας μια διάσταση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας που χωράει τα βάσανα και τα όνειρα όλων μας. Έγραψε ποίηση τόσο κοντά στον μόχθο, τη μοναξιά και το θάνατο όσο και στη ζωή, τον έρωτα και την ελπίδα.
Αφύπνισε μέσα μας τα πιο αγνά μας ένστικτα -την ανάγκη να ονειροπολούμε, να περιπλανιόμαστε και να δραπετεύουμε. Καλύτερα από κάθε άλλον, ο Καββαδίας μας υπενθύμισε πως στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης βρίσκεται ο διακαής πόθος για αληθινή, λυτρωτική ελευθερία.
Με αφορμή την επέτειο της γέννησης του θαλασσινού ποιητή Νίκου Καββαδία, ξεχωρίσαμε 5 από τα ωραιότερα ποιήματά του:
Φάτα Μοργκάνα
Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.
Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.
Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.
Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.
Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.
Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.
Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πάντα οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο
ὄνομα. Εὔα ἀπὸ τὴν Κίο.
Ἡ μάγισσα ἔχει τρεῖς κόρες στὸ Ἀμανάτι
καὶ ἡ τέταρτη εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγόρι μ᾿ ἕνα μάτι.
Η Μαρίζα Κωχ ερμηνεύει το μελοποιημένο ποίημα «Φάτα Μοργκάνα»:
Μal du depart
Θὰ
μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος
ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν
καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ
πεθάνω μία βραδιά, σὰν ὅλες τὶς
βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ
γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.
Γιὰ
τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ
τὸ Σφὰξ
θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε
περήφανα τὰ πλοῖα,
κι ἐγώ, σκυφτὸς
σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,
θὰ
κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ
βιβλία.
Θὰ
πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ
οἱ
φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τά ῾χω πιὰ
ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ
λέει σ᾿ ὅποιον ρωτᾶ
«Ἦταν μία λόξα
νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει...»
Μὰ
ὁ ἑαυτός μου μία βραδιὰν ἐμπρός μου
θὰ ὑψωθεῖ
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς
στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει,
κι αὐτὸ τὸ
ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ,
θὰ
σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίχτη θὰ
χτυπήσει.
Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.
Ο Νίκος Καββαδίας απαγγέλει το «Mal du Depart»:
Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
Ξέρω
ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς
σώσει.
Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿
αἰώνια ἐναλλαγή,
κάτι ποὺ σχίζει
τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,
καὶ
ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.
Κάτι
ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ
κοράκι,
ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε
σκεπάζει τὰ χαρτιά·
νὰ φύγει κρώζοντας
βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,
πρὸς
κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.
Κάτι
ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας
μάτια,
ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿
ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,
χαρούμενα
καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν
μὲ
κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν
ποτέ.
Γνωρίζω
κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς
σώσει.
Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα
ποτέ... Σκεφτεῖτε... Ἐγώ.
Ἕνα καράβι...
Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ... Νὰ μᾶς πάρει...
Ἕνα
καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.
Μία
μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.
- Τὰ
ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,
τὰ
βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,
κι
οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.
Οἱ
πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,
οἱ
πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες
κι
ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα
σὰν
σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.
Τὰ
βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε
παράξενες
στὴ γέφυρα ἱστορίες,
γιὰ τοὺς
ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,
γιὰ
τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.
Ὅταν
πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,
τοὺς
φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε
καὶ
τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,
περνώντας
νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.
Μακριά,
πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,
κι ὁ
ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·
ἐσεῖς
τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,
κι ἐγὼ
σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.
Καὶ
μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,
-
μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο -
μία
αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,
κι
ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.
Καὶ
μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια
στὰ
μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει
γυμνὴ
στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,
θὰ
δεῖτε - ἴσως - τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.
Καῖσαρ,
ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,
κι ἀπὸ
ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,
δὲ θά
῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,
ὁ
διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;
Λόγια
μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,
λόγια
κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,
ποὺ
ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ
οἰκτίρετε,
γελώντας καὶ κουνώντας
τὸ κεφάλι.
Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,
τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.
Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,
γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.
Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia
Ἑφτά. Σὲ παίρνει ἀριστερά, μὴν τὸ ζορίζεις.
Μάτσο χωρᾶνε σὲ μία κούφιαν ἀπαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστὲς, στεριὰ μυρίζεις.
Ὁ πιὸ μικρὸς ἀχολογάει μ᾿ ἕνα καλάμι.
Γυαλίζει ὁ Σὴμ τῆς μηχανῆς τὰ δύο ποδάρια.
Ὁ Ρὲκ λαδώνει στὴν ἀνάγκη τὸ τιμόνι.
Μ᾿ ἕνα φτερὸ ξορκίζει ὁ Γκόμπι τὴ μαλάρια
κι ὁ στραβοκάνης ὁ Χαρὰμ πίτες ζυμώνει.
Ἀπ᾿ τὸ ποδόσταμο πηδᾶν ὡς τὴ γαλέτα.
-Μπορῶ ποτὲ νὰ σοῦ χαλάσω τὸ χατίρι;
Κόρη ξανθὴ καὶ γαλανὴ ποὺ ὅλο ἐμελέτα
ποιὸς ρήγα γιὸς θὲ νὰ τὴν πιεῖ σ᾿ ἕνα ποτήρι.
Ραμὰν ἀλλήθωρε, τρελέ, ποὺ λύνεις μάγια,
κατάφερε τὸ σταυρωτὸ τοῦ Νότου ἀστέρι
σωρὸς νὰ πέσει, νὰ σκορπίσει στὰ σπιράγια
καὶ πές του κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο νὰ μὲ φέρει.
Ὁ Τότ, τοῦ λείπει τὸ ἕνα χέρι μὰ ὅλο γνέθει,
τοῦτο τὸ ἀπίθανο σινάφι νὰ βρακώσει.
Ἐσθήρ, ποιὰ βιβλικὴ σκορπᾶς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δὲ μιλᾶς; Γιατί τρεκλίζουμε οἱ διακόσιοι;
Κουφὸς ὁ Σάλαχ, τὸ κατάστρωμα σαρώνει.
-Μ᾿ ἕνα ξυστρὶ καθάρισέ με ἀπ᾿ τὴ μοράβια.
Μὰ εἶν᾿ ἕνα κάτι πιὸ βαθὺ ποὺ μὲ λερώνει.
-Γιέ μου, ποῦ πᾶς; -Μάνα, θὰ πάω μὲ τὰ καράβια.
Κι ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς ἑφτὰ κατηφορᾶμε.
Μὲ τὴ βροχή, μὲ τὸν καιρὸ ποὺ μᾶς ὁρίζει.
Τὰ μάτια σου ζοῦνε μία θάλασσα, θυμᾶμαι …
Ὁ πιὸ στερνὸς μ᾿ ἕναν αὐλὸ μὲ νανουρίζει.
Ο Θάνος Μικρούτσικος ερμηνεύει το μελοποιημένο ποίημα «Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia»:
William George Allum
Ἐγνώρισα
κάποια φορὰ σ᾿ ἕνα καράβι ξένο
ἕναν
πολὺ παράξενο Ἐγγλέζο θερμαστή,
ὅπου
δὲν μίλαγε ποτὲ κι οὔτε ποτὲ εἶχε
φίλους
καὶ μόνο πάντα ἐκάπνιζε μία
πίπα σκαλιστή.
Ὅλοι
ἔλεγαν μία θλιβερὴ πὼς εἶχε ἱστορία
κι
ὅσοι εἶχαν στὸ στόκολο μὲ δαῦτον
ἐργαστεῖ
ἔλεγαν ὅτι κάποτες, ἀπ᾿
τὸ λαιμὸ ὡς τὰ νύχια,
εἶχε σὲ κάποιο
μακρινὸ τόπο στιγματιστεῖ.
Εἶχε
στὰ μπράτσα του σταυρούς, σπαθιὰ
ζωγραφισμένα,
μία μπαλαρίνα στὴν
κοιλιά, ποὺ ἐχόρευε γυμνὴ
κι ἀπὰ
στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς στιγματισμένη
εἶχε
μὲ στίγματ᾿ ἀνεξάλειπτα μίαν
ἄγρια καλλονὴ ...
Κι
ἔλεγαν ὅτι τὴ γυναίκα αὐτὴ εἶχε
ἀγαπήσει
μ᾿ ἄγριαν ἀγάπη, ἀκράτητη,
βαθιὰ κι ἀληθινὴ
κι αὐτὴ πὼς τὸν
ἀπάτησε μὲ κάποιο ναύτη Ἀράπη
γιατὶ
ἤτανε μία ἀναίσθητη γυναίκα καὶ κοινή.
Τότε
προσπάθησε αὐτὸς νὰ διώξει ἀπὸ τὸ
νοῦ του
τὴν ξωτικὴ ποὺ ἀγάπησε,
τόσο βαθιά, ὀμορφιὰ
κι ἀπὸ κοντά
του ἑξάλειψεν ὅ,τι δικό της εἶχε,
ἔμεινεν
ὅμως στῆς καρδιᾶς τὴ θέση ἡ ζωγραφιά.
Πολλὲς
φορὲς στὰ σκοτεινὰ τὸν εἴδανε τὰ
βράδια
μὲ βότανα στὸ στῆθος του νὰ
τρίβει, οἱ θερμαστὲς ...
Τοῦ κάκου,
γνώριζε αὐτὸς - καθὼς τὸ ξέρουμ᾿ ὅλοι
-
ὅτι τοῦ Ἀννὰμ τὰ στίγματα δὲν
βγαίνουνε ποτὲς ...
Κάποια
βραδιὰ ὡς περνούσαμε ἀπὸ τὸ Bay of
Bisky
μ᾿ ἕνα μικρὸ τὸν βρήκανε στὰ
στήθια τοῦ σπαθί.
Ὁ πλοίαρχος εἶπε:
«Θέλησε τὸ στίγμα του νὰ σβήσει»
καὶ
διάταξε στὴ θάλασσα τὴν κρύα νὰ
κηδευτεῖ.
Διαβάστε το βιβλίο «Νίκος Καββαδίας - Ο δαίμονας χόρευε μέσα του» από τις εκδόσεις Καστανιώτη