Οι γυναίκες της ζωής του Στέλιου Καζαντζίδη
Οι σχέσεις του Στέλιου Καζαντζίδη με τις γυναίκες είχαν σημαντικό αντίκτυπο τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στην καλλιτεχνική του εξέλιξη. Όσες πέρασαν από τη ζωή του άφησαν το δικό τους στίγμα, δημιουργώντας μία πλούσια ιστορία γεμάτη πάθη, θυσίες και αφοσίωση.
Η μητέρα του Στέλιου Καζαντζίδη, η Γεσθημανή, υπήρξε αναμφίβολα η πιο σημαντική γυναίκα στη ζωή του. Γεννημένη στη Μικρά Ασία, ήταν από τις γυναίκες που βίωσαν τα πολύ σκληρά χρόνια της προσφυγιάς. Η οικογένειά της αναγκάστηκε να φύγει από την Τουρκία κατά τη διάρκεια του ξεριζωμού και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά από την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Πέρασε πολλές δυσκολίες, έχασε τον άντρα της σε πολύ νεαρή ηλικία, όταν μπροστά στα μάτια της τον δολοφόνησαν και αναγκάστηκε να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της.
Η Γεσθημανή στάθηκε βράχος ακλόνητος, αυστηρή αλλά πάντα με αγάπη, διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του γιου της και τον καμάρωνε, αλλά κι εκείνος τη λάτρευε και τη σεβόταν. Εκείνη βασικά είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή του, καθορίζοντας όλες τις αποφάσεις του, την καριέρα του καιτην προσωπική του ζωή. Καμία γυναίκα δεν μπορούσε να αντέξει στο πλευρό του, αν πρώτα δεν είχε την έγκρισή της. Ο ίδιος είχε πει χαρακτηριστικά ότι τα δύο πράγματα που κοιτούσε σε μια γυναίκα ήταν να της αρέσει το ψάρεμα και να τα πηγαίνει καλά με τη μητέρα του. Ο θάνατός της το 1976 ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για εκείνον. Μάλιστα, όπως είχε εξομολογηθεί, καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να είναι σημαντικότερη από εκείνη.
Ο μεγάλος του έρωτας με την Καίτη Γκρέι
Ο πρώτος μεγάλος του έρωτας του Καζαντζίδη ήταν η Καίτη Γκρέυ. Όταν γνωρίστηκαν εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι, εκείνη ήταν ήδη μια από πιο διάσημες και ακριβοπληρωμένες τραγουδίστριες της εποχής, ενώ είχε και δυο παιδιά.
Στην αρχή, η Γκρέι, όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία της, γνώρισε τη μητέρα του Καζαντζίδη, την κυρία Γεσθημανή, στο κέντρο όπου δούλευε. Τότε, έμαθε πως είχε έναν γιο όπου είχε περάσει στρατοδικείο και της έδινε τσιγάρα να του πηγαίνει. Μια μέρα λεμφανίστηκε και ο Στέλιος στο μαγαζί, οπότε και γνωρίστηκαν. Η έλξη τους ήταν αμοιβαία. Χόρεψαν μαζί ένα ταγκό ευρωπαϊκό και την επόμενη μέρα εκείνος την κάλεσε στο σπίτι του. Καλεσμένοι ήταν όλοι οι συγγενείς του, πρόσφυγες από τον Πόντο. Σε εκείνο το τραπέζι η Γεσθημανή είπε ότι την ήθελε για νύφη. Αυτό ήταν αρκετό για τον Καζαντζίδη. Γρήγορα, το δέσιμό τους έγινε αρραβώνας και έτσι η Γκρέι βρέθηκε στο σπίτι τους στη Νέα Ιωνία.
Γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα, τον επηρέασε βαθιά και ταυτόχρονα τον βοήθησε να καταξιωθεί. Η ίδια γράφει για το τέλος της σχέσης τους: «Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του. Κι εγώ είμαι μάνα κι εγώ αγαπώ τα παιδιά μου κι αυτά με αγαπάνε. Δεν τα εμπόδισα όμως ποτές στην ευτυχία τους. Πήρανε αυτές που θέλανε. Δεν τους είπα να μην τις πάρουνε, ας ήτανε φτωχές, ας ήτανε οτιδήποτε. Τ΄ άφησα και φτιάξανε τη ζωή τους, όπως τη θέλανε αυτά. Εκείνη όμως επηρέαζε πάρα πολύ το Στέλιο κι αυτό ίσως κατέστρεψε και μένα κι εκείνον».
Η αλήθεια πως ο χωρισμός τους δεν ήταν ρόδινος. Εν τω μεταξύ, ο Καζαντζίδης είχε ήδη γνωρίσει τη Μαρινέλλα, που τότε ακόμα ως Κίτσα, έκανε τα πρώτα της βήματα στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που εξαγρίωσε την Γκρέι. Η ίδια όμως πάντα μιλούσε με αγάπη για εκείνον και είχε τη φωτογραφία του στο σαλόνι της, όμως ο γνωστός τραγουδιστής σε συνέντευξή του στον Alpha είχε αναφέρει πως η Γκρέι τον είχε προδώσει.
Στην ταινία «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι η Γκρέι έμεινε έγκυος και απέβαλε, επειδή συνέχιζε να δουλεύει, πράγμα που εξαγρίωσε τον Καζαντζίδη, οπότε και τελείωσε τη σχέση τους.
Οι δυο τους θα συναντιούνταν χρόνια μετά στις αίθουσες του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η Καίτη Γκρέι είχε υποβάλει μήνυση εναντίον του εκδοτικού οίκου Λιβάνη και του Στέλιου Καζαντζίδη ζητώντας την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου «Υπάρχω» του Βασίλη Βασιλικού, υποστηρίζοντας πως ορισμένα σημεία του βιβλίου, τα οποία αναφέρονταν στην προσωπική τους ζωή και το διάστημα που ήταν αρραβωνιασμένοι, έθιγαν την υπόληψή της. Στο πλευρό της στάθηκε και ο τραγουδιστής, ζητώντας με τη σειρά του την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου, με τον ισχυρισμό ότι ο συγγραφέας δημοσίευσε τις αφηγήσεις του, χωρίς προηγούμενη άδειά του. Το δικαστήριο απέρριψε και τα δύο αιτήματα. Όσον αφορά στην αίτηση που υπέβαλε η τραγουδίστρια, η έδρα εκτίμησε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι έργο τέχνης και δεν γίνεται να απαγορευτεί η κυκλοφορία του.
Ο γάμος με την Μαρινέλλα
Ο Καζαντζίδης γνώρισε τη Μαρινέλλα σε ένα κέντρο στη Θεσσαλονίκη και αμέσως αναγνώρισε το ταλέντο της. Έτσι, της πρότεινε να συνεργαστούν καλλιτεχνικά. Η ίδια η Μαρινέλλα είχε διηγηθεί σε ραδιοφωνική συζήτησή της με τον Αντώνη Ρέμο για τη γνωριμάις τους: «Τον Καζαντζίδη τον γνώρισα από τον Στέλιο Ζαφειρίου. Εγώ δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, δεν τον ήξερα. Μου λέει «Τραγουδάς ωραία, μπράβο! Σεκόντα ξέρεις να κάνεις»; Λέω «Ξέρω» και μετά μου λέει «Ψαρεύεις»; Λέω «Βεβαίως» και με ρωτά «Πάμε για ψάρεμα»; Ψαρέψαμε, δεν πιάσαμε τίποτε, αλλά μάλλον έπεσε ένα φλερτάκι εκεί θυμάμαι. Φορούσα μαγιό και φαίνεται ότι έτσι του άρεσα του Στέλιου. Τσαχπινομπουρμπουλήθρα ήμουν, ένα γλυκό συμπαθητικό κορίτσι, αλλά δεν ήμουν όμορφη. Αυτό δεν εμπόδισε κανέναν να με αγαπήσει πάρα πολύ»!
Η επαγγελματική τους σχέση αποδείχτηκε χρυσωρυχείο. Πολλά από τα ντουέτα τους, όπως το «Το πέλαγο είναι βαθύ», «Ο κυρ Αντώνης», «Θα Με Θυμηθείς», «Εμείς Μαζί Θα Ζήσουμε», «Άσε με να ζήσω μονάχος», έγιναν μεγάλες επιτυχίες τους, αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό και έμειναν στην Ιστορία. Οι δυο τους μάλιστα έκαναν πολλές περιοδείες στο εξωτερικό στις Ελληνικές παροικίες, όπου και αποθεώθηκαν.
Ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα μετά από οχτώ χρόνια συμβίωσης παντρεύτηκαν στις 7 Μαΐου του 1964. Κουμπάροι ο φίλος του γαμπρού Στέλιος Πελαγίδης μαζί με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα.
Η Μαρινέλλα, αν και ένιωθε βαθιά ερωτευμένη, είχε και τις δικές της φιλοδοξίες και ήθελε να κάνει σόλο καριέρα. Ο Καζαντζίδης, αν και είχε μια παραδοσιακή αντίληψη για την οικογένεια, τη στήριξε στην απόφασή της, όμως τελικά η σχέση τους οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, όταν εκείνος αποφάσισε να αποσυρθεί από τη νύχτα και να απομονωθεί στο κτήμα του. Τελικά, χώρισαν το 1966, διατηρώντας όμως επαφές. «Λένε πως ο γάμος καμιά φορά σκοτώνει τον έρωτα. Μόλις παντρευτήκαμε και γίναμε πια κολλητοί, τότε άρχισε να δείχνει ότι το πράγμα δεν τράβαγε», ανέφερε χρόνια αργότερα ο Στέλιος Καζαντζίδης, μιλώντας για τη σχέση τους.
Η Μαρινέλλα με τη σειρά της πάντα μιλούσε με σεβασμό για τον Καζαντζίδη και εξέφραζε την αγάπη της για εκείνον. Μάλιστα, ήταν ένας από τους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα στον τραγουδιστή κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, μέχρι τον θάνατό του το 2001. «Σχεδόν κάθε απόγευμα πήγαινα στο σπίτι της Βάσως και του Στέλιου Καζαντζίδη. Επειδή ήταν απέξω κάμερες και δημοσιογράφοι, βρήκαμε έναν δρόμο που μου είπε η Βάσω και έμπαινα στο σπίτι τους κρυφά. Όπως και στο νοσοκομείο που πήγαινα, έμπαινα από το γκαράζ», θα ανέφερε η μεγάλη τραγουδίστρια αργότερα.
Κι εκείνος όμως πάντα την τιμούσε και τη θαύμαζε. «Είναι μεγάλη καλλιτέχνις, είναι μεγάλη αρτίστα. Όσα επαινετικά λόγια μπορεί να πει κανείς για μια τραγουδίστρια, χωράνε στο όνομα Μαρινέλλα», δήλωνε δημόσια πριν πεθάνει.
Η σχέση ζωής με τη Βάσω Καζαντζίδη
Η Βάσω Καζαντζίδη, η δεύτερη σύζυγος του, υπήρξε η γυναίκα που στάθηκε δίπλα του για 24 χρόνια και θεωρείται η πιο σταθερή σχέση της ζωής του. Γνωρίστηκαν το 1978, όταν εκείνη ήταν ακόμα νεαρή και εργαζόταν ως νοσοκόμα.
Η Βάσω καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και, σύμφωνα με τον Καζανζτίδη ήταν μια γυναίκα με έντονη προσωπικότητα και πολύ καλή σχέση με τη μητέρα του. Στην αρχή, ήταν θαυμάστριά του, καθώς τον άκουγε και τον λάτρευε από τα παιδικά της χρόνια. Με τη γνωριμία τους, η σχέση τους άρχισε να εξελίσσεται και γρήγορα πέρασαν από τη φάση του φλερτ σε μια σχέση.
Η ίδια πρόσφατα αναφέρθηκε στο πώς της έκανε πρόταση γάμου: «Ο Στέλιος ήταν ένας οικογενειάρχης. Σεβόταν τη γυναίκα, ήταν πολύ ευγενικός. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ τη µέρα που µου έκανε πρόταση γάµου. Ήταν Κυριακή και, ενώ περπατούσαµε στην παραλία στο Φάληρο, µου λέει: “Τι λες, την Παρασκευή παντρευόµαστε;”. Τον κοιτάζω στα µάτια και του λέω: “Σοβαρά;” και µου λέει: “Ναι, γιατί είναι εδώ ο καλός µου φίλος από την Αυστραλία και Σάββατο θα φύγει, οπότε θα τον κάνουµε τον γάµο Παρασκευή, γιατί θα είναι και κουµπάρος”. Ήταν τόσο ξαφνικό, έπαθα σοκ. Τελικά έγινε Παρασκευή ο γάµος, στους 12 Αποστόλους, στην Άνω Πεύκη».
Η Βάσω δεν είχε καμία καλλιτεχνική φιλοδοξία, αλλά ήταν ο άνθρωπος που τον στήριξε σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Μαζί της, ο Καζαντζίδης βρήκε την αληθινή αγάπη και το καταφύγιο που χρειαζόταν. Εκείνη τελικά, αν και δεν ασχολιόταν με τη μουσική, μπόρεσε να τον κατανοήσει. Γι’ αυτό κι εκείνος την αποκαλούσε «ο θησαυρός μου».
Η Βάσω στάθηκε δίπλα του στα δύσκολα χρόνια της υγείας του, παρέχοντάς του τη συναισθηματική στήριξη και την υποστήριξη που χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες στιγμές. Όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή το 2001, εκείνη παρέμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά πάντα φρόντιζε να κρατήσει τη μνήμη του ζωντανή και να υπερασπίζεται το έργο του.