Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος είναι ο σκηνοθέτης που μας έκανε να αγαπήσουμε τις «Δευτέρες»
Το «Monday», η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, μόλις έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους.
Το «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου ήταν ένα φιλμ που ξεχώρισε. Όταν μου προτάθηκε να κάνω ένα γρήγορο πέρασμα στο επόμενο κινηματογραφικό πρότζεκτ του, την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, το «Monday», με τον Sebastian Stan και την Denise Googh, νόμιζα ότι μου έκαναν φάρσα. Μέχρι να φτάσω στο πλατό και να πω τη μια ατάκα μου, δεν το πίστευα.
Το γύρισμα εκείνης της μέρας είχε δυσκολίες. Έγινε σε μια εξοχική κατοικία στα Λεγρενά, όπου υπήρχε ένα τεράστιο συνεργείο. Ενώ όλα λειτουργούσαν με άψογο επαγγελματισμό, ο καιρός ξαφνικά άλλαξε και ο αέρας που σηκώθηκε έκανε το γύρισμα εξαιρετικά δύσκολο. Τότε ήταν που θαύμασα και αγάπησα τον Αργύρη. Έχει πάνω του μια κοσμική ηρεμία. Εν μέσω τρικυμίας παραμένει ψύχραιμος. Επικοινωνιακός, με γαλατική ευγένεια, βγάζει από τους άλλους τον καλύτερό τους εαυτό.
Δεύτερη έκπληξη: στο γύρισμα, ο Sebastian και η Denise ήταν σεμνοί, προσιτοί, ανεπιτήδευτοι και φιλικοί. Και μου θύμισαν ότι, όταν λάμπεις εκ των έσω δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα για αυτή τη φωταγωγία.
Το «Monday», μέχρι να βγει στις αίθουσες, πέρασε από σαράντα κύματα, γιατί έπεσε πάνω στην πανδημία και το κλείσιμο των κινηματογράφων και των φεστιβάλ. Έτσι, όλα πήγαν πίσω. Όμως, ο έρωτας που περιγράφεται στην ταινία, δεν γνωρίζει από εμπόδια.
Τελικά, το «Monday» κατέφτασε στους κινηματογράφους τη στιγμή που το χρειαζόμασταν περισσότερο από ποτέ. Για να μας ξεκλειδώσει την καρδιά και να μας θυμίσει το μαγικό ταξίδι του έρωτα. «Αν δεν διακινδυνέψεις να πονέσεις δεν μπορείς να αγαπήσεις» έλεγε ο Μπρυκνέρ και αυτό αποδεικνύεται στην ταινία περίτρανα. Μια ταινία «αγριορομαντικού» έρωτα, που αξίζει όλοι να ζήσουμε (τουλάχιστον μια φορά).
Γιατί διάλεξες να κάνεις ταινία την πιο μισητή μέρα της εβδομάδας;
Η Δευτέρα είναι παρεξηγημένη μέρα. Μου θυμίζει το σύνδρομο «ρα τα τα». Όταν βλέπαμε την αθλητική Κυριακή και ακούγαμε τη μουσική και μας έπιανε μελαγχολία, γιατί συνειδητοποιούσαμε ότι έρχεται Δευτέρα και έχουμε σχολείο και υποχρεώσεις. Αυτό εγώ το ξόρκισα. Ήθελα να πω ότι, σε ερωτική ιστορία -τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό- όλες οι μέρες είναι γαμάτες. Η καψούρα είναι καψούρα και η καψούρα δεν γνωρίζει από Δευτέρες και Παρασκευές.
Τι πραγματεύεται η ταινία; τι θα δούμε;
Όπως είπε και η Τζούλη Αγοράκη πριν λίγο... Είναι μια αγριορομαντική ιστορία έρωτα. (γέλια)
Πως ξεκίνησε η ιδέα για το σενάριο;
Το έγραψα μαζί με τον Ρομπ Χέις, έναν νέο Βρετανό σεναριογράφο. Γνωριστήκαμε μέσω των ατζέντηδών μας και κάναμε αμέσως κλικ. Είχε γράψει ένα πολύ έξυπνο θεατρικό, που με ενθουσίασε όταν το διάβασα, και δέσαμε. Την πληροφορία για το σενάριο την έδιναν οι δικές μας ιστορίες ή ιστορίες φίλων μας. Μέσα από αυτή την ταινία είναι σαν να λέω «ευχαριστώ» και «συγνώμη» σε όλα τα love story που έζησα.
Εγώ είδα την ταινία και σαν μεγάλη ερωτική απελευθέρωση. Σαν να πετάς από πάνω σου ό,τι δεν χρειάζεσαι και κάνεις του κεφαλιού σου.
Ναι, ήθελα να δώσω αυτήν την αίσθηση. Η ελευθερία όταν ξεφορτώνεσαι πράγματα ή τα ρούχα σου. Αυτή η αίσθηση του να πεις «θα γυρίσω την πόλη γυμνός, χωρίς να σκέφτομαι». Ή όταν τελικά ξεφορτώνεσαι έναν διαολεμένο καναπέ που προσπαθείς να χωρέσεις σε ένα σπίτι, που δεν τον χωράει. Ήθελα να περιγράψω τον σπουδαίο έρωτα, αυτόν τον έρωτα που δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Τον έρωτα που δεν μπαίνει σε νόρμες, σε κοινωνικές συνθήκες. Που λες «ερωτεύτηκα, θα κάνω ό,τι γουστάρω και θα ζήσω το μεγάλο καλοκαίρι της καρδιάς μου». Summer of love.
Γιατί επέλεξες σαν αστικό τοπίο την Κυψέλη και έβαλες εκεί τους ήρωες;
Είναι η γειτονιά που μεγάλωσα. Η Κυψέλη είναι μια πόλη-κράτος. Είναι μια αυτόνομη γειτονιά με δική της αρχιτεκτονική, δικές της ιδιαιτερότητες, δικό της λαό. Έχει συμβεί κάτι καταπληκτικό: υπάρχουν Κυψελιώτες που μπορεί να είναι εκεί εδώ και πέντε-δέκα γενιές, αλλά και άνθρωποι από όλες τις γειτονιές του κόσμου, που έχουν φέρει τις δικές τους κουλτούρες. Έχει γίνει ένα καταπληκτικό πάντρεμα και έχει αποκτήσει η γειτονιά μια άλλη ζωντάνια, που τη βρίσκω καταπληκτική. Επίσης, έχει με διαφορά τον πιο ωραίο πεζόδρομο της πόλης. Εκεί πρέπει να γίνεται κάθε μέρα και ένα τέλειο πάρτι.
Τώρα που λες για πάρτι, πόσο μας έχει λείψει αυτή η ανεμελιά; Στην ταινία μάς δίνεις ό,τι έχουμε στερηθεί: πάρτι, αγκαλιές, έναν έρωτα να αξίζει τον κόπο...
Έχει πλάκα αυτή η ταινία. Παρόλο που στην αρχή την είδα σαν ζημιά, γιατί έπεσε επάνω στην πανδημία και ακυρώθηκαν οι πρεμιέρες λόγω της καραντίνας, βγαίνει τώρα και νομίζω ότι αυτή τη στιγμή είναι πιο επίκαιρη από ό,τι θα ήταν ενάμιση χρόνο πριν -για πολλούς λόγους.
Όλοι έχουμε τρομερή ανάγκη να αποδράσουμε, να πάμε διακοπές. Έχουμε ανάγκη τα μεγάλα πάρτι, τις αγκαλιές τα φιλιά, τα γλωσσόφιλα, την καψούρα, τα ιδρωμένα κορμιά το ένα πάνω στο άλλο.
Και ίσως την έχουμε ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη αυτήν την ταινία, γιατί οι σχέσεις δοκιμάστηκαν στην καραντίνα. Μας θυμίζεις τον αυθορμητισμό του έρωτα, την υπέρβασή του.
Ναι, σίγουρα οι σχέσεις δοκιμάστηκαν. Ειδικά οι σχέσεις στις οποίες δεν ήταν όλα καθαρά. Που δεν είχαν «φτύσει» ο ένας στον άλλο την αλήθεια του. Και αυτή η ταινία μιλάει και για αυτό. Οποιοδήποτε πρόβλημα έρχεται να «τσαλακώσει» την απίθανη καψούρα του Μίκυ και της Χλόη, βρίσκει πάτημα επειδή υπάρχει ένας σκελετός στην ντουλάπα, υπάρχει μια σκιά από το παρελθόν, υπάρχουν πράγματα που δεν ειπώθηκαν.
Πώς έγινε και προσέλκυσες στην ταινία τόσο μεγάλα ονόματα; Οι πρωταγωνιστές σου είναι ο Sebastian Stan και η Denise Gough με λαμπερές καριέρες στο Χόλιγουντ.
Έγινε παραδοσιακά, με ατζέντηδες και με τον casting director. Προτάθηκαν διάφορα ονόματα, τον Σεμπάστιαν τον είχα δει στο «I, Tonya» και είχα ξετρελαθεί. Δεν ήξερα βέβαια τότε για τι μέγεθος μιλάμε, δεν ήμουν φαν του Marvel Universe, παρόλο που τις θαυμάζω αυτές τις ταινίες. Δεν ήξερα ότι ο Σεμπάστιαν ήταν τόσο διάσημος. Παρόλα αυτά, ζήτησα από τους ατζέντηδες να του δείξουν το σενάριο, το διάβασε, το ερωτεύτηκε και μια μέρα κάναμε κλήση στο Skype, που κράτησε δυο ώρες, και γίναμε αμέσως κολλητοί. Στο τέταρτο είχε αποφασίσει να κάνει την ταινία. Και έβαλε όλη του την ψυχή.
Την Ντενίζ δεν την ήξερα, κάναμε ένα Skype και με μάγεψε. Αμέσως, τους είδα στο μυαλό μου ζευγάρι στην ταινία. Είναι υπέροχος άνθρωπος και καταπληκτική ηθοποιός. Παίζει σαν να μην υποδύεται, με απόλυτη φυσικότητα.
Πώς πέτυχες αυτήν την τέλεια χημεία μεταξύ τους; Νομίζουμε ότι είναι πραγματικά ερωτευμένοι!
Η χημεία μεταξύ τους ήταν αδιαμφισβήτητη. Η Ντενίζ έπαιζε ένα θεατρικό στο Broadway. Πήγαμε, λοιπόν, στη Νέα Υόρκη, τη βρήκαμε, έκαναν με τον Σεμπάστιαν ένα «chemistry reading» και από την αρχή φάνηκε ότι τα είχαν βρει. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι χημεία υπάρχει -ο ένας κόβει και ο άλλος ράβει.
Ένας φίλος που ήταν μαζί μου στην επίσημη πρεμιέρα μού είπε ότι, επειδή ο ίδιος δεν ζει τον έρωτα αυτό το διάστημα, μέσα από την ταινία είναι σαν να τον έζησε.
Η ταινία είναι άνοιγμα στον έρωτα και σου θυμίζει ότι οι σχέσεις θέλουν και πρέπει να είναι έντονες. Με στεναχωρούσαν πάντα οι χλιαρές σχέσεις, να βλέπω ζευγάρια στα εστιατόρια να μη μιλάνε. Μου αρέσουν τα γλωσσόφιλα σε όλες τις ηλικίες, ακόμα και σε ηλικιωμένος. Ο έρωτας δεν έχει ηλικία, το πιστεύω πολύ αυτό.
Πώς κατάφερες να κρατήσεις ζωντανό το «παρεΐστικο» στοιχείο σε μια μεγάλη αμερικάνικη παραγωγή;
Είναι ελληνοαμερικανική παράγωγη. Έγινε με αμερικάνικους όρους ως προς τον επαγγελματισμό και με ελληνικούς ως προς τη φιλική συνθήκη που επικρατούσε στο γύρισμα και την αγάπη για το πρότζεκτ.
Είμαστε όλοι φοβεροί επαγγελματίες με υπολογισμένα τα πάντα, αλλά όταν κάτι δεν μας λειτουργούσε, το συζητούσαμε, κάναμε μια αγκαλιά και πηγαίναμε παραπέρα. Ο διευθυντής φωτογραφίας, ο μοντέρ, ο παραγωγός και η σκηνογράφος είμαστε μαζί χρόνια και τους θεωρώ οικογένεια.
Είναι η τέταρτη ταινία σου, αλλά η πρώτη αγγλόφωνη, με ξένους ηθοποιούς και παραγωγό. Σε άγχωσε αυτό;
Ήταν το φυσικό επόμενο βήμα μετά το «Suntan». Δεν ήθελα να κάνω μια μικρότερη ταινία, ούτε όμως ήθελα να κάνω ένα ακραίο επόμενο βήμα -να είχα ας πούμε να διαχειριστώ διακόσια εκατομμύρια.
Δεν είναι μεγάλο το βάρος, μετά από μια επιτυχία όπως το Suntan, να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του κοινού;
Ναι και όχι. Kάνεις μια ταινία γιατί κάτι έχεις να πεις. Δεν πρέπει στο τέλος η ταινία να γίνεται μπελάς. Να φοβάσαι μήπως και δεν ξεπεράσεις τον εαυτό σου. Κάνεις ταινίες που σου μιλάνε, αν λειτουργήσουν στον κόσμο, ακόμα καλύτερα.
Ο ελληνικός κινηματογράφος συνεχίζει την ανοδική του πορεία;
Ναι, πάει πολύ καλά από τη μεριά των ταλέντων και των ταινιών που γυρίζονται. Έχουμε εξαιρετικά ταλέντα και καταφτάνει μια ακόμα πιο εξαιρετική γενιά. Έχουμε φοβερούς ηθοποιούς και συνεργεία. Αυτό είναι γνωστό. Το πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου ήταν πάντα τα «λεφτά».
Τώρα κάτι πάει να γίνει με το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και το Κέντρο Κινηματογράφου. Γίνεται προσπάθεια να μεγαλώσουν οι προϋπολογισμοί, όμως χρειάζεται στόχευση. Πρέπει να βοηθηθεί και άλλο. Τα κονδύλια πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερα. Δηλαδή, μια μέση ευρωπαϊκή ταινία κοστίζει όσο όλες οι ελληνικές ταινίες μαζί. Είναι δουλειά και έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε -όχι σαν χόμπι κάποιων τρελών. Ζει κόσμος από μια ταινία, σου μιλάω για πάνω από σαράντα ανθρώπους, και πρέπει να αντιμετωπίζεται επαγγελματικά.
Μπορεί κάποιος να ζήσει κάνοντας μόνο ταινίες στην Ελλάδα;
Κατηγορηματικά όχι -όλοι κάνουμε και άλλα πράγματα. Διαφήμιση, τηλεόραση... Έχουμε πράγματα να πούμε και θέλουμε που τα κάνουμε και τα υπόλοιπα -αλλά το σινεμά θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη βοήθεια.
Επόμενο βήμα;
Δεν μπορώ ποτέ να αρχίζω μια ταινία πριν τελειώσει η προηγούμενη. Δεν βοήθησε και η καραντίνα, γιατί εγώ δουλεύω έξω. Δεν είμαι ο άνθρωπος που κάθομαι στο γραφείο και δουλεύω με ωράριο. Είμαι στη γύρα και γράφω.
Ο έρωτας πόσο ρόλο παίζει στη ζωή σου; Ή μήπως είσαι από αυτούς που λες «ευχαριστώ δεν θέλω να ξέρω»;
Ο έρωτας είναι το πιο σημαντικό πράγματα στη ζωή μου. Κινητήριος δύναμη για όλα. Όταν είσαι ερωτευμένος, ξυπνάς το πρωί και θέλεις να κάνεις πράγματα. Είσαι γεμάτος ενέργεια. Έχω περάσει και εύκολα και δύσκολα, όπως κάθε άνθρωπος που τολμάει στον έρωτα. Ζω και έναν έρωτα που κρατάει. Και όλα σχεδόν... καλά!
Αγαπημένο χρώμα: Το ροζ
Αγαπημένη εποχή: Καλοκαίρι
Αγαπημένο νησί: Αντίπαρος
Αγαπημένο ταξίδι: Λος Άντζελες, Ριο, Βερολίνο, Μπουένος Άιρες.
Ταξίδι που ονειρεύεσαι να κάνεις: Νέα Ζηλανδία
Αγαπημένη περιοχή στην Αθήνα:Μετς και Κυψέλη
Αγαπημένος συγγραφέας:Μισέλ Ουελμπέκ
Αγαπημένο μπαρ: Οdeon (δεύτερο σπίτι μου)
Αγαπημένοι σκηνοθέτες: Αυτό είναι δύσκολο να το απαντήσω. Ο Σκορτσέζε ήταν ο άνθρωπος που με τις ταινίες του με έψησε να γίνω σκηνοθέτης. Λατρεύω τον Μπομπ Φόσι, τον Μπράιαν Ντε Πάλμα, τον Μίχαελ Χάνεκε, τον Μάικ Λι. Είναι πάμπολλοι, αυτούς τους αναφέρω ενδεικτικά.
Αγαπημένοι Έλληνες σκηνοθέτες: Ο Παπατάκης, ο Πανουσόπουλος, ο Περάκης... Και αυτή δύσκολη ερώτηση, πάλι ενδεικτικά στους λέω αυτούς.
Αγαπημένη συνθήκη: Εγώ χαλαρός στις Κυκλάδες.
Και ας έχει μελτέμια και κοσμοσυρροή; Και ας έχει και εννέα μποφόρ, και τρία εκατομμύρια ανθρώπους.
Το «Monday» προβάλλεται στους κινηματογράφους, από την Tulip.