Τα «αυθάδικα» ρούχα της Mary Quant στο Λονδίνο των 60s ή αλλιώς ο ορισμός του fashion momentum
Το 2019, ετοιμάζοντας την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση για το έργο της Mary Quant, το μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου έκανε ένα ανοιχτό κάλεσμα προκειμένου να ενθαρρύνει όσους είχαν αυθεντικές δημιουργίες της στην κατοχή τους να τις προσκομίσουν ως εκθέματα ή να μοιραστούν φωτογραφίες τους.
Η ανταπόκριση -περισσότερες από χίλιες γυναίκες επικοινώνησαν με τους επιμελητές - δεν ήταν απλώς συγκινητική, αλλά χαρακτηριστική της σαρωτικής επίδρασης της Quant στη μόδα μιας ολόκληρης δεκαετίας και μιας ολόκληρης γενιάς.
Τα ρούχα που δάνεισαν στο μουσείο, προσεκτικά φυλαγμένα κειμήλια της προσωπικής τους συλλογής, έφεραν ακόμη όλη τη φρεσκάδα και την αυθάδεια που έκανε τα φρύδια των γιαγιάδων τους να ανασηκώνονται επικριτικά -shift dresses σε έντονα χρώματα, μίνι φούστες και εφαρμοστές ολόσωμες φόρμες.
Ήταν τα ρούχα που έντυσαν τα παλλόμενα σώματα των κοριτσιών του Chelsea, που έγιναν συνώνυμο και σύμβολο της ελευθερίας τους και άλλαξαν για πάντα την ιστορία της μόδας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, ο κόσμος έβραζε. Το κλίμα ήταν το πλέον πρόσφορο για την έκρηξη που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, μετατρέποντας τα 60s σε μία από τις πιο έντονες δεκαετίες στην ιστορία.
Η εμφάνιση του αντισυλληπτικού χαπιού, το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, ο πόλεμος του Βιετνάμ και τα κινήματα που πυροδότησε, η δολοφονία του Τζον Κένεντι, η ανάδυση της αντικουλτούρας, η Beatlemania, η ψυχεδέλεια και η σεξουαλική απελευθέρωση συνέθεσαν μια εκρηκτική δεκαετία που πέταξε από πάνω της τον συντηρητισμό των 50s και άνοιξε το δρόμο για τα hippie 70s.
Όσον αφορά τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, η ανάδυση της νεανικής κουλτούρας ήταν αυτή που έπαιξε καθοριστικό ρόλο και διαμόρφωσε τη μόδα αλλά και τις συνήθειες της δεκαετίας. Τα παιδιά που γεννήθηκαν στα χρόνια του πολέμου έμπαιναν στα 20 τους γεμάτα ενέργεια, ορμή και αντιδραστικότητα, θέλοντας -και μπορώντας - να αλλάξουν τα πάντα. Μέχρι τότε, τα παιδιά ήταν μικροί ενήλικες -δεν είχαν ελευθερίες, άκουγαν την ίδια μουσική και ντύνονταν όπως οι γονείς τους. Περί τα τέλη των 50s, αυτό είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει.
Η «εισβολή» της Mary Quant σε αυτό το τοπίο, μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: momentum.
Η Quant μεγάλωσε στα περίχωρα του Λονδίνου με δύο γονείς εκπαιδευτικούς, οι οποίοι δεν ενθουσιάστηκαν ακριβώς στην ιδέα ότι η κόρη τους θα σπούδαζε σχέδιο μόδας. Έτσι, κατευθύνθηκε αρχικά στις πιο «εξευγενισμένες» σπουδές τέχνης και διδασκαλίας της τέχνης στο περίφημο πανεπιστήμιο Goldsmiths του Λονδίνου. Τα απογεύματα, βέβαια, πειραματιζόταν με το σχέδιο μόδας.
Η θητεία της στο Goldsmiths την έφερε στο επίκεντρο της πρωτοπορίας και της καλλιτεχνικής σκηνής του Λονδίνου -εκεί γνώρισε μερικές από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της εποχής, επηρεάστηκε από την μπιτ κουλτούρα, ενεπλάκη σε καλλιτεχνικές συζητήσεις και γνώρισε από μέσα τον κόσμο τον οποίο επρόκειτο σύντομα να αλλάξει.
Σκεφτόταν ότι τα κορίτσια του Τσέλσι είχαν υπέροχα πόδια που κρύβονταν κάτω από μακριές φούστες από ταφτά, ότι τα ρούχα δεν εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των νέων γυναικών που έμπαιναν στην αγορά εργασίας, χόρευαν ξέφρενα και απολάμβαναν το σεξ πέρα από τη δημιουργία οικογένειας.
Στο Goldsmiths γνώρισε τον Βρετανό αριστοκράτη και μετέπειτα σύζυγό της Alexander Plunket -εκκεντρικός, κοσμικός και με εξαιρετική αίσθηση του στιλ, ήταν το perfect match για την Quant και οι δυο τους έγιναν γρήγορα ένα από τα πιο δημοφιλή ζευγάρια στους νεανικούς καλλιτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου. Μάλιστα, όπως δήλωνε, ανατρέποντας και σε αυτό τους παραδοσιακούς ρόλους, ο Plunket ήταν η μούσα της!
Το 1955, οι δυο τους μαζί με τον φίλο τους, δικηγόρο και φωτογράφο Archie McNair άνοιξαν τη θρυλική μπουτίκ Bazaar στην οδό King’s Road, στην πιο μποέμ περιοχή του Λονδίνου.
Το σχετικά μικρό μαγαζί έγινε σύντομα σημείο αναφοράς -εκεί χτυπούσε η καρδιά της πόλης.
Το Bazaar δεν θύμιζε σε τίποτα τις ακριβές, στημένες μπουτίκ του Λονδίνου -δυνατή μουσική έπαιζε από τα ηχεία, οι βιτρίνες ήταν παιχνιδιάρικες και σέξι και οι γυναίκες μπορούσαν να απολαύσουν το κοκτέιλ τους, ψωνίζοντας όχι μόνο ένα φόρεμα ή ένα παλτό, αλλά όλα τα κομμάτια ενός look -φούστα, σακάκι, τσάντα και παπούτσια.
Η απόλυτη δημιουργική ελευθερία της Quant ενισχύθηκε από το γεγονός ότι μπήκε στον χώρο ερασιτεχνικά και αυθόρμητα -χωρίς γνώσεις για το πώς λειτουργούσε η αγορά. Αγόραζε τα υφάσματα από τα Harrod’s και με αυτά σχεδίαζε και έραβε αμάνικα φορέματα, μίνι φούστες, γιλέκα, πουκάμισα και εφαρμοστά πλεκτά πουλόβερ.
Η ίδια υποστήριζε ότι δεν εμπνεύστηκε η ίδια τη μίνι φούστα, αλλά ότι το ολοένα και πιο κοντό μήκος ήταν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της ίδιας με τις γυναίκες που σύχναζαν στο King’s Road. Εκείνες έβλεπαν τα κοντά φορέματα που φορούσε η ίδια και ζητούσαν να τα προσαρμόσει στα σώματά τους φωνάζοντας «πιο κοντό, πιο κοντό!».
Σταδιακά, το ντύσιμο άρχισε να γίνεται πιο ανάλαφρο και παιχνιδιάρικο, πιο πρακτικό και αεράτο, και το πρότυπο θηλυκότητας, που ως τότε ήταν η περιποιημένη νοικοκυρά με καμπύλες, λεπτή μέση, κυματιστές μπούκλες και κατακόκκινο κραγιόν, άρχισε να χάνει τη γοητεία του μπροστά στις skinny έφηβες, με ίσια φυσικά μαλλιά και φορέματα σε Α γραμμή, που δεν τόνιζαν το σώμα τους.
Η Quant άρχισε να πειραματίζεται με πρωτοποριακές υφές όπως το PVC, ενώ έδινε μεγάλη σημασία στην ελευθερία κινήσεων, ντύνοντας τις φούστες με πιέτες αλλά και επιμένοντας να έχουν, όπως και τα φορέματα, τσέπες.
Ήταν η ίδια που έκανε τόσο δημοφιλή τα shift dresses, δηλαδή τα μίνι φορέματα σε ίσια γραμμή, που δεν τόνιζαν τη μέση αλλά αποκάλυπταν τα πόδια, τα twin sets της λατρεύτηκαν από τις γυναίκες που άρχιζαν να δουλεύουν σε γραφεία και αναζητούσαν έναν τρόπο να συνδυάσουν τη θηλυκότητά τους με την άνεση και το επίκαιρο στιλ.
Αν και σχετικά χαμηλών τόνων, η Quant δεν σχεδίαζε απλώς τα ρούχα που άλλαζαν τη μόδα -λάνσαρε η ίδια, πρώτα από όλους, το it look της εποχής. Οι τολμηρές ψαλιδιές του Βιντάλ Σασούν, που ήταν το αντίστοιχό της στον χώρο της κομμωτικής, δημιούργησαν χαρακτηριστικό «αγορίστικο» κούρεμα με γωνίες που έβγαζε γλώσσα στα vamp waves που ήταν ως τότε συνώνυμα της θηλυκότητας.
Ήταν το ίδιο look που θα έκανε ακόμη πιο δημοφιλές η Twiggy, αλλά και τα διάσημα μοντέλα και it girls του Λονδίνου (και γενικότερα της εποχής), δηλαδή η Jean Shrimpton και η Pattie Boyd, που εμφανίζονταν με τα ρούχα της Quant στα εξώφυλλα κορυφαίων περιοδικών.
Καθώς οι mods, δηλαδή οι νέοι που υιοθετούσαν το polished και preppy στιλ της εποχής, (ονομάστηκαν Mods γιατί άκουγαν modern jazz), ντύνονταν με κοστούμια και οδηγούσαν βέσπες, όριζαν τη μόδα της στιγμής, η Quant ήταν ο απόλυτος προορισμός, η πηγή της.
Μία ακόμη καινοτομία της Quant, και ίσως χαρακτηριστική του cool και αυθόρμητου χαρακτήρα με τον οποίο προσέγγιζε τη μόδα ήταν το γεγονός ότι εκτός από ρούχα, λάνσαρε και αξεσουάρ -τσάντες, παπούτσια με χαμηλό τακούνι αλλά και τα διάσημα shiny καλσόν που έκαναν πάταγο. Η σειρά Ginger Group που λάνσαρε το 1963 περιελάμβανε μια μεγάλη ποικιλία από πιο προσιτά προϊόντα, ενώ σχεδίασε κοσμήματα και λάνσαρε προϊόντα μακιγιάζ. Στα late 70s και τα 80s, επικεντρώθηκε περισσότερο στα αξεσουάρ, τα προϊόντα μακιγιάζ αλλά άρχισε να σχεδιάζει και έπιπλα και διακοσμητικά -το 1988 σχεδίασε το εσωτερικό του Mini Cooper. Το momentum της, όπως η ίδια το δημιούργησε στα 60s, είχε περάσει και με φυσικότητα, χωρίς απόπειρες για comeback, έστρεψε αλλού τη δημιουργικότητά της.
«Η μόδα δεν είναι κάτι το ευτελές, το παροδικό. Είναι κομμάτι του να είσαι ζωντανός», έγραψε στην αυτοβιογραφία της το 1966. Και δεν υπήρχε τίποτα πιο ζωντανό στο Λονδίνο των swinging sixties, από τα ρούχα της Mary Quant και τη νέα εποχή που έφερναν στη ζωή των γυναικών και στην ιστορία της μόδας.