Μάρθα Καραγιάννη: Το γελαστό κορίτσι του ελληνικού σινεμά που δεν ήθελε να είναι σταρ
Την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 82 ετών, άφησε το μεσημέρι της Κυριακής στις 12:50, το γελαστό κορίτσι του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, η Μάρθα Καραγιάννη, μια γυναίκα με απαστράπτουσα ακτινοβολία, μια αληθινή σταρ, αν και η ίδια δεν ήθελε να την αποκαλούν έτσι. «Δεν είμαι σνομπ, ποτέ δεν ήμουν, δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα μου, δεν μου πάει, δεν ταιριάζει στο Κερατσίνι και στην ποντιακή καταγωγή μου», θα έλεγε στην εκπομπή «Οι Αταίριαστοι» το 2001.
Στο πλευρό της μέχρι το τελευταίο λεπτό ήταν ο ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας, με τον οποίο τη συνέδεε μια φιλία χρόνων. Με εκείνον μιλούσε στο τηλέφωνο την ώρα που αποχαιρέτησε αυτόν τον κόσμο και φυσικά η επιστήθια φίλη της, Ντόρα Δούμα, που υπήρξε ο «φύλακας άγγελός» της, στάθηκε στο πλευρό της ως το τέλος σαν πραγματική αδερφή.
Η Καραγιάννη αν και ποτέ δεν ήταν αυτή η πρωταγωνίστρια στις ταινίες που συμμετείχε, κατάφερνε να ξεχωρίσει, κερδίζοντας τον θαυμασμό του ανδρικού κοινού και τη συμπάθεια των γυναικών. Άλλοτε ως «Κική» από τα Πετράλωνα και άλλοτε τραγουδώντας το «Ο άντρας που θα παντρευτώ» γοήτευε με την αθωότητα, την ανεμελιά και τις ικανότητες της, κατακτώντας μικρούς και μεγάλους.
Πληθωρική προσωπικότητα, από μικρή, γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1939 στην Αθήνα από γονείς ποντιακής καταγωγής και μεγάλωσε στο Κερατσίνι, δείχνοντας από παιδί την κλίση της στο χορό. Ξεκίνησε λοιπόν μαθήματα από την ηλικία των οχτώ χρόνων και άρχισε να δίνει παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή (μαζί με την Ελένη Προκοπίου) σε χορογραφίες της Λουκίας Σακελλαρίου,γνωστής ως «Λουκία».
Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο το έκανε σε ηλικία 17 ετών, το 1956 στην ταινία της Φίνος Φιλμς, «Η άγνωστος», σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου, παίζοντας δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς, όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Γιώργος Παππάς, η Κυβέλη, η Ελένη Ζαφειρίου και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Την είχε συστήσει στον Λάσκο, ο Θάνος Τράγκας, καθηγητής της στο γυμνάσιο, που είχε εκτιμήσει το ταλέντο της από τις παραστάσεις στο σχολείο. Το δοκιμαστικό στα στούντιο του Φίνου το έκανε με τον Αριστείδη Καρύδη Φουξ και τον Ντίνο Κατσουρίδη.
Την επόμενη χρονιά συμμετείχε στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και ψύλλοι», εκεί όπου γνωρίστηκε με τον Γιάννη Δαλιανίδη. Ο Ναπολέων Ελευθερίου, που την είχε δει να χορεύει στο κέντρο «Σε λα πεν», της έκανε την πρόταση να παίξει στη συγκεκριμένη επιθεώρηση. Το ίδιο καλοκαίρι φωτογραφήθηκε με μπικίνι για το εξώφυλλο του περιοδικού «Γυναίκα», του πρώτου σε κυκλοφορία γυναικείου περιοδικού εκείνα τα χρόνια, κι έκανε αίσθηση με την χειραφετημένη της στάση.
Αργότερα συνεργάστηκε με τον επιχειρηματία του μουσικού θεάτρου Βασίλη Μπουρνέλη στο Θέατρο Ακροπόλ. Στην τηλεόραση εμφανίζεται πρώτη φορά στη σειρά «Ο Δρόμος» (1977), το σενάριο της οποίας υπέγραφε αρχικά ο Κώστας Πρετεντέρης.
Η κινηματογραφική της καριέρα συνδέθηκε με τον Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος διέκρινε σε εκείνη την «τριπλή απειλή»: έπαιζε, χόρευε και τραγουδούσε, οπότε της εμπιστεύτηκε μια σειρά από ρόλους σε μιούζικαλ της εποχής, που έμελλε να γίνουν μεγάλες επιτυχίες. Η συνεργασία τους ξεκίνησε το 1961 στην ταινία «Ζητείται ψεύτης», όταν ήταν εκείνη μόλις 22 χρόνων. Η ίδια έλεγε χαρακτηριστικά ότι ο Φίνος τη θεωρούσε «φθαρμένη», γιατί είχε πάρει ήδη μέρος σε ταινίες τις οποίες ο παραγωγός θεωρούσε μέτριες. Το 1963 έπαιξε στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο», το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ, και αν και ήταν η τρίτη επιλογή του Δαλιανίδη, μετά από την Άννα Φόνσου, που αρνήθηκε τον ρόλο, και την Πόπη Λάζου, που καθυστερούσε στα γυρίσματα, εκείνη έκανε τη διαφορά.
Από εκεί και πέρα, ξεκίνησε μια μακρά συνεργασία των δυο τους: «Κάτι και να καίει» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1967), «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967), «Μαριχουάνα Στοπ» (1971) ήταν μερικές από τις ταινίες που τους ένωσαν και έκαναν την Καραγιάννη, τη «Μάρθα που όλοι αγαπούσαν». Μάλιστα, εκείνη δεν ήθελε να συμμετέχει στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», θεωρώντας ότι δεν έπρεπε παίξει πάλι ακόμα έναν κωμικό ρόλο. Ο Δαλιανίδης όμως τότε της είπε ότι έτσι της δίνει ψωμί για μέχρι τα γεράματά της, εννοώντας ότι έτσι μπορούσε να ξεχωρίσει στην κωμωδία και να απαγκιστρωθεί από την εικόνα της λαμπερής σουμπρέτας-χορεύτριας, που έχει ημερομηνία λήξης.
Η ταινία «Ο παράς κι ο φουκαράς» είναι η τελευταία ταινία, που έκανε εκτός Φίνου. Στη συνέχεισ, υπέγραψε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με την εταιρία. Το 1965 θα κάνει ένα πέρασμα στην ταινία του Γιώργου Κωνσταντίνου «5000 ψέματα», ενώ το 1969, θα παίξει έναν δραματικό ρόλο, τον μοναδικό στην καριέρα της, στην ταινία του Νίκου Φώσκολου «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα». Η αγαπημένη της ταινία όμως, που συνδύαζε το κωμικό με το δραματικό στοιχείο, ήταν «Το ανθρωπάκι» σε σκηνοθεσία και πάλι του Γιάννη Δαλιανίδη, όπου υποδυόταν μια λαϊκή κοπέλα, η οποία ήθελε να γίνει σταρ του σινεμά.
Στο θέατρο συνεργάστηκε πολλές φορές με τον θίασο των Γεωργίας Βασιλειάδου και Βασίλη Αυλωνίτη. Εμφανίστηκε κυρίως σε επιθεωρήσεις δίπλα σε όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Μια από τις σημαντικές τη στιγμές ήταν όταν έπαιξε στην παράσταση «Όμορφη Πόλη», που ανέβηκε στο θέατρο «Παρκ» σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ενώ τον χειμώνα του 1972 ανέβασε μια ιδιαίτερα φιλόδοξη παράσταση, το μιούζικαλ «Καμπαρέ» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με συμπρωταγωνιστές της τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Κώστα Πρέκα, Βαγγέλη Βουλγαρίδη και Κατερίνα Γιουλάκη. Η παράσταση, παρότι υμνήθηκε από την κριτική, δεν είχε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία και κατέβηκε ύστερα από τρεις μήνες.
Στην τηλεόραση εκτός από το σήριαλ «Ο Δρόμος», πρωταγωνίστησε στις σειρές «Μικρομεσαίοι» του Γ. Δαλιανίδη, «Ζωή πατίνι» του Γιώργου Κωνσταντίνου και «Επτά θανάσιμες πεθερές».
Οι εμφανίσεις της στον κινηματογράφο αραίωσαν από τα μέσα της δεκαετίας του’ 70 και είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, με εξαίρεση κάποιες εμφανίσεις της σε βιντεοταινίες της δεκαετίας του ’80. Αργότερα συνεργάστηκε με μοντέρνους δημιουργούς, συμμετέχοντας στο «Πεθαίνω για σένα!» (2009) του Νίκου Καραπαναγιώτη, δίπλα στην Ελένη Ράντου, καθώς και στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Θοδωρή Αθερίδη «Πεθαίνω από έρωτα» (2014).
Όσο αφορά στην προσωπική της ζωή, η Καραγιάννη ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε την ελευθερία της και την απολάμβανε. Αν και στη συνείδηση του κοινού για χρόνια είχε «συνδεθεί» με τον Κώστα Βουτσά, οι δυο τους ήταν πάντα και μόνο καλοί φίλοι. Εκείνη το 1959 παντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Μίμη Στεφανάκο και ο γάμος έγινε το κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Όπως έχει αποκαλύψει στον Μάκη Δελαπόρτα, κατά τη σύντομη περίοδο που έμεινε παντρεμένη μαζί του, έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι, που γεννήθηκε πρόωρα και έζησε μόνο τρεις μέρες. Αυτό ήταν και η αρχή του τέλους για το γάμο τους, που έμελλε να κρατήσει μόνο έναν χρόνο. Η θλίψη για αυτή την τραγική απώλεια την οδήγησε στην κατάθλιψη και το μόνο που τότε είχε ανάγκη ήταν να μείνει μόνη.
Το 1973 θα γνωρίσει τον τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού, Βασίλη Κωνσταντίνου, μια σχέση ζωής της, όπως τον αποκαλούσε Έμειναν μαζί δώδεκα χρόνια και χώρισαν το 1985 μόλις λίγους μήνες πριν παντρευτούν. «Δώδεκα χρόνια ήμασταν ζευγάρι με τον Βασίλη. Αγαπηθήκαμε πολύ και γι’ αυτό μετά το χωρισμό μας μείναμε φίλοι. Δεν γίνεται να μισήσεις κάποιον που έχεις αγαπήσει πολύ. Κι αγάπησα επίσης πολύ την οικογένεια, που δημιούργησε με την εξαιρετική γυναίκα που παντρεύτηκε», είχε δηλώσει η ίδια σε συνέντευξή της.
Το 2001 έγραψε την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγκυρα. Ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου περιλαμβάνει συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει μέχρι τότε. Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία, αλλά και πληροφορίες για την πορεία της περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Μάρθα Καραγιάννη, κορίτσι για μιούζικαλ», 2009 που έγραψε ο Μάκης Δελαπόρτας για τις εκδόσεις Ορφέας.
Το 2016, ο Δήμος Κερατσινίου–Δραπετσώνας εγκαινίασε τον θερινό κινηματογράφο, που φέρει το όνομά της.
Λάτρης των ταξιδιών, η ίδια δήλωνε «πολίτης του κόσμου», γυρίζοντας σχεδόν όλο τον πλανήτη.