Ο Μάνος Χατζιδάκις με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη

Τρεις ιστορίες για τρία τραγούδια του Χατζιδάκι

Ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης, που έφυγε στις 15 Ιουνίου του 1994, υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα όχι μόνο της μουσικής, αλλά εν γένει της πολιτιστικής ζωής του τόπου μας. Πόσα δεν έχουν γραφτεί για τα τραγούδια του και το έργο του, που θα μείνει εδώ να μας συντροφεύει όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Θυμόμαστε άγνωστες ιστορίες πίσω από τρία διάσημα τραγούδια του, που αποδεικνύουν τη σπάνια μεγαλοφυΐα του.

Το πρώτο είναι «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», ενός αριστουργηματικού έργου το οποίο ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Απρίλιο του 1965 ως ορχηστρικό, σε παραγωγή του μεγάλου Κουίνσι Τζόουνς. Την ιστορία του περιγράφει ο ίδιος ο Χατζιδάκις  στην έκδοση του έργου.

«Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές, με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της, χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος, που τη σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντάς την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχισε να φυσά. Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντας την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω, την έχασα από τα μάτια μου.

Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια μου για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκόταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι με την Τζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά, απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στον δρόμο. Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες ημέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου. Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες στην μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογος της κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί».

Ο Χατζιδάκις, στην πρώτη ιδιωτική προβολή της ταινίας, που έγινε αποκλειστικά για εκείνον, με σκοπό να εμπνευστεί τη μουσική, στα πρώτα πέντε λεπτά κοιμήθηκε και ξύπνησε λίγο πριν από τους τίτλους τέλους. «Μάνο μου, μήπως πρέπει να την ξαναδείς;», του είπε τότε ο Σακελλάριος. Όμως, ο Χατζιδάκις του απάντησε: « Δεν χρειάζεται, σε λίγες μέρες θα έχεις τη μουσική». Έτσι έγραψε αυτό το κομμάτι, που το ονόμασε το «Βαλς των ονείρων», ίσως επειδή το είδε στον ύπνο του. Ποιος ξέρει...

Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ από τη Fontana με 12 ορχηστρικά μέρη και τίτλο «Gioconda’s Smile», ενώ το 1965 εκδόθηκε στην Ελλάδα με τίτλο «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» και υπότιτλο «10 τραγούδια για ορχήστρα». Τα δύο κομμάτια που είχαν αφαιρεθεί ήταν τα «Le Soldat» («Ο στρατιώτης») και «Les Athletes» («Οι αθλητές»), ενώ πολύ αργότερα (το 1987) γράφτηκαν και ελληνικοί στίχοι από τον Χατζιδάκι για το τραγούδι «Χορός με τη σκιά μου».

Δεύτερο στη σειρά το τραγούδι «Βαλς των Χαμένων Ονείρων», ένα μουσικό αριστούργημα που έγραψε για την ταινία «Χαμένα Όνειρα» του Αλέκου Σακελλάριου, αν και ο ίδιος δεν είχε ποτέ χορέψει βαλς.



Αυτή βέβαια δεν ήταν η μοναδική φορά που ο Χατζιδάκις εξέπληττε τους συνεργάτες του με το ταλέντο του. Γύρω στο 1955, όταν και πάλι ο Σακελλάριος γύριζε την ταινία «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», εκείνος είχε αναλάβει να μελοποιήσει το διάσημο πια «Γαρύφαλλο στ’ αυτί». Αρχικά, αν και είχε παραλάβει τους στίχους πολλές μέρες πριν, δεν είχε ασχοληθεί ούτε ένα λεπτό, καθώς τότε έγραφε μουσική για τη «Μήδεια» και δεν του περίσσευε χρόνος.

Όμως ο Φίνος τον πίεζε. «Μάνο, τελειώνουμε την ταινία και τραγούδι δεν έχουμε». Με τη χαρακτηριστική του ψυχραιμία, εκείνος του είπε: «Εντάξει, Φιλοποίμην, παίρνω ταξί και στο φέρνω. Το ‘χω έτοιμο!». Μέσα σε εκείνο το ταξί, ενώ πήγαινε στους Αγίους Αναργύρους, στο στούντιο του Φίνου, έγραψε το τραγούδι, που έκανε τεράστια επιτυχία όχι μόνο στην ταινία, αλλά και στη δισκογραφία.