Luisa Casati: Η μαρκησία της υπερβολής που μετέτρεψε τον εαυτό της σε ένα κινούμενο έργο τέχνης
Πάντα ήθελε να είναι ένα έργο τέχνης από μόνη της. Το είχε δηλώσει και φρόντισε να το κάνει πράξη με κάθε τρόπο.
Δευτερότοκη κόρη ενός μεγιστάνα της κλωστοϋφαντουργίας, η Luisa Amman γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1881 και είχε μια μάλλον συμβατική παιδική ηλικία, μεγαλώνοντας στη σκιά της κατά ενός έτους μεγαλύτερης και αδελφής της. Στην εφηβεία οι δυο αδερφές έχασαν τους γονείς και κληρονόμησαν μια τεράστια περιουσία. Η πανύψηλη κι αδύνατη Luisa, που φορούσε πάντα άφθονο μαύρο μολύβι γύρω από τα πράσινα μάτια της -λέγεται ότι για να λάμπουν τους έριχνε και σταγόνες από μπελαντόνα, ένα δηλητηριώδες φυτό- ψεύτικες βλεφαρίδες, κατακόκκινο κραγιόν στα χείλη της, και είχε μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς, ήταν γοητευτική, πανέμορφη, πάρα πολύ πλούσια και ταυτόχρονα αντισυμβατική, ακροβατώντας ανάμεσα στην πολυτέλεια και την παρακμή, την υψηλή αισθητική και το κιτς, γεγονός που την έκανε να ξεχωρίζει.
Κι όμως το 1900, έκανε το λάθος και παντρεύτηκε τον μαρκήσιο Camillo Casati Stampa di Soncino. Μετά από έναν χρόνο έφερε στον κόσμο τη μοναχοκόρη τους, Cristina. Το ζευγάρι ζούσε την τυπική πλην όμως ιδιαίτερα βαρετή ζωή των αριστοκρατών της εποχής μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στη Ρώμη, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Η μονοτονία και η πλήξη βασάνιζαν την Luisa μέχρι που γνώρισε τον ποιητή και συγγραφέα Gabriele D’Annunzio. Η σχέση τους ξεκίνησε από ένα μεγάλο πάθος, και της άλλαξε τη ζωή, εθίζοντάς την στην υπερβολή και απελευθερώνοντας τη δημιουργικότητά της. Αργότερα οι δυο τους έγιναν πολύ καλοί φίλοι, μιας και μοιράζονταν το ίδιο πάθος για τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τον αποκρυφισμό.
Σε διάσταση πλέον με το σύζυγό της -από τον οποίο πήρε διαζύγιο το 1924- και με την κόρη της εσώκλειστη σε σχολείο στη Γαλλία, η Casati περιφέρεται στα σπίτια της στην Ευρώπη, ντύνεται εκκεντρικά, φορώντας μέχρι και ζωντανά φίδια ως κοσμήματα, και προκαλεί με τη συμπεριφορά της. Αν κι είχε λίγους στενούς φίλους, ο ευρύτερος κύκλος της περιλάμβανε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Sergei Diaghilev, ο Maurice Ravel, ο Pablo Picasso και ο Ezra Pound.
Μούσα των σουρεαλιστών, των φουτουριστών, των ντανταϊστών και των φοβιστών, η μαρκησία απαθανατίστηκε σε δεκάδες πορτρέτα, γλυπτά και φωτογραφίες πρωτοπόρων του είδους, ενώ ενίσχυε οικονομικά τη δημιουργία έργων τέχνης. Μάλιστα είναι η γυναίκα που μετά από την Παρθένο Μαρία και την Κλεοπάτρα, έχει τα περισσότερα πορτρέτα στην Ιστορία, μιας και όπως έλεγε ήθελε να γίνει αθάνατη μέσα από την τέχνη.
Τα αγαπημένα της κατοικίδια ήταν οι πάνθηρες, που φρόντιζε να τους φοράει διαμαντένια κολιέ, ενώ οι υπηρέτες στις δεξιώσεις της περιφέρονταν γυμνοί, καλύπτοντας τα επίμαχα σημεία τους με φύλλα χρυσού.
Η Μαρκησία Casati ήταν μία performance artist και σχεδόν κάθε της εμφάνιση ήταν μια δήλωση, ένα ζωντανό έργο τέχνης που σατίριζε τον καθωσπρεπισμό… Κάποτε είχε κυκλοφορήσει στην πλατεία του Αγίου Μάρκου γυμνή με μια γούνινη κάπα, είχε εμφανιστεί στην όπερα με στέμμα από φτερά παγωνιού κι ώμους βαμμένους με το αίμα ενός κοτόπουλου που θανατώθηκε για την περίσταση, ενώ έκανε βόλτες στη Βενετία μόνο με λευκές γόνδολες, αν και ο νόμος επέβαλλε τις μαύρες.
Σπάταλη και απερίσκεπτη, ξόδευε αμύθητα ποσά σε ρούχα, κοσμήματα, έργα τέχνης, αυτοκίνητα και ταξίδια και στα θρυλικά πάρτι της στο Palazzo Venier Dei Leon στη Βενετία, εξανεμίζοντας την τεράστια κληρονομιά της.
Ως μούσα και προστάτιδα της υψηλής ραπτικής της εποχής επένδυε υπέρογκα χρηματικά ποσά προτιμώντας τους γνωστούς σχεδιαστές της εποχής της, όπως ο Paul Poiret, που έφτιαχναν αποκλειστικά γι' αυτή εκκεντρικές δημιουργίες.
Φυσικά αυτές οι μοναδικές τουαλέτες συνδυάζονται με κοσμήματα αμύθητης αξίας. Αγαπημένος της σχεδιαστής ήταν ο René Lalique του γνωστού οίκου Lalique, ο οποίος δημιουργούσε εντυπωσιακά κοσμήματα κατά παραγγελία της και αργότερα ο οίκος Cartier. Μάλιστα, η επικεφαλής του οίκου Cartier, Jeanne Toussaint, η οποία έδινε δια χειρός τα κοσμήματα στην Μαρκήσια, εμπνεύστηκε την εμβληματική σειρά κοσμημάτων «Panthère de Cartier» με σύμβολο τους πάνθηρες από εκείνη.
Κάπως έτσι το 1931 έφτασε να χρωστάει 300.000 φράγκα στη Γαλλία και 20 δις λιρέτες στην Ιταλία -ποσά που θα αντιστοιχούσαν σήμερα σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Έναν χρόνο μετά, τα υπάρχοντά της ρευστοποιήθηκαν σε δημοπρασία για να αποζημιωθούν ως ένα βαθμό οι πιστωτές, πολλά εκ των οποίων τα αγόρασε η Coco Chanel.
Εκείνη έφυγε για την Αγγλία, αναζητώντας καταφύγιο στο σπίτι της κόρης της, η οποία είχε δημιουργήσει οικογένεια εκεί.
Από τα υπερπολυτελή παλάτια κατέληξε να μένει σε μια φτωχική γκαρσονιέρα, όμως ποτέ δεν έχασε το λαμπερό της πνεύμα. Ο θρύλος λέει ότι ακόμα κι όταν δεν είχε τίποτα, έψαχνε σε κάδους για να βρει φτερά για τα μαλλιά της.
Η μαρκησία Casati έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών. Θάφτηκε στο νεκροταφείο Brompton, όπως θα ήθελε: φορώντας λεοπάρ φόρεμα, τις ψεύτικες βλεφαρίδες της κι έχοντας το βαλσαμωμένο πεκινουά στα πόδια της. Στον τάφο της αναγράφεται μια φράση από το έργο του Σαίξπηρ «Αντώνιος και Κλεοπάτρα»: «Age cannot wither her, nor custom stale her infinite variety. Her legend more than lives on» (Η ηλικία δεν μπορεί να την παρακμάσει, ούτε να πλήξει την απεριόριστη ποικιλία της. Ο θρύλος της ζει περισσότερο).
Στην ταινία «A matter of time» του Vincente Minnelli, η Ingrid Bergman υποδύεται τον ρόλο της εκκεντρική αριστοκράτισσας Contessa Sanziani, έναν χαρακτήρα εμπνευσμένο από την Casati. Στο πλευρό της, η Liza Minnelli στον ρόλο της νεαρής Nina, που τη φροντίζει.
Μετά από τον θάνατό της συνέχιζε να επηρεάζει τους δημιουργούς και κυρίως τους σχεδιαστές. Το 2007 ο Alexander McQueen τής αφιερώνει τη συλλογή του για άνοιξη/καλοκαίρι, από όπου προέρχεται και το φόρεμα Sarabande, ενώ το 2013 το όνομά της μπαίνει στη λίστα του περιοδικού μόδας «Herself» που την κατέταξε στις γυναίκες, που διέθεταν εντελώς προσωπικό και δικό τους στυλ. Αυτό θα της άρεσε…