Έλσα Σκιαπαρέλι: Η ιέρεια της μόδας που φόδραρε με χιούμορ την υψηλή ραπτική
Την ονόμασαν «Βασίλισσα της μόδας» και τις δεκαετίες του ΄30 και του ΄40 ήταν η βασική αντίπαλος της Κοκό Σανέλ, η οποία με τη σειρά της δεν εκφράστηκε ποτέ θετικά για την αισθητική της.
Η Έλσα Σκιαπαρέλι όμως ήταν πολλά περισσότερα από μια σχεδιάστρια, ήταν μια ιέρεια του στιλ, μια γνήσια καλλιτέχνις, που ανέτρεψε τα δεδομένα της εποχής και έφερε σημαντικές καινοτομίες. Κυρίως όμως σχεδίασε με χιούμορ, θεωρώντας πως οι γυναίκες που θέλουν να φαίνονται μόνο όμορφες έχουν κακό γούστο.
Με αριστοκρατική καταγωγή -η οικογένειά της κρατούσε από την δυναστεία των Μεδίκων- η Έλσα γεννήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1890 και μεγάλωσε στην Ιταλία. Ο πατέρας της ήταν διάσημος καθηγητής με εξειδίκευση στον ισλαμικό πολιτισμό και στον Μεσαίωνα, ο θείος της ήταν αστρονόμος -εκείνος μάλιστα ανακάλυψε τα «κανάλια» του Άρη- ενώ ένας εξάδελφός τους ανακάλυψε τον τάφο της Νεφερτίτης. Έτσι από μικρή ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αρχαίους πολιτισμούς, τον αποκρυφισμό, την αστρολογία και τη μελλοντολογία.
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι η μικρή Έλσα μεγάλωνε χωρίς αγάπη. Πεπεισμένη ότι ήταν τρομερά άσχημη, έβρισκε καταφύγιο στην ποίηση και τα άστρα, ενώ φρόντιζε πάντα το ντύσιμό της να εκπέμπει αυτοπεποίθηση. Όταν οι δικοί της αποφάσισαν να απαλλαγούν από την ατίθαση νεαρή, την έστειλαν εσωτερική σ' ένα οικοτροφείο στην Ελβετία. Η Έλσα όμως δεν έμοιαζε με τα κορίτσια της εποχής. Έκανε την επανάστασή της, μέχρι που τελικά αρρώστησε και απαίτησε να την πάρουν πίσω.
Η επόμενη λύση της οικογένειά της ήταν να την παντρέψει με έναν Ρώσο ευγενή, εκείνη όμως προτίμησε να δουλέψει ως γκουβερνάντα, παρά να φυλακιστεί σε έναν γάμο που δεν ήθελε. Με τη βοήθεια ενός φίλου λοιπόν, φτάνει στο Λονδίνο. Σε μια θεοσοφική βραδιά γνώρισε τον Βίλχελμ ντε Κερλόρ. Γοητευτικός και μυστηριώδης, την ξελογιάζει. Ο Βίλχεμ όμως ήταν ένας τυχοδιώκτης, που κυκλοφορούσε με διάφορα ονόματα, και συστηνόταν ως γιατρός, ντετέκτιβ, μέντιουμ, ακόμα και προφήτης. Παντρεύτηκαν πολύ γρήγορα και πήραν μια γενναία προίκα από τη οικογένεια της Έλσας, όμως γρήγορα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αγγλία, επειδή επιδίδονταν στο διάβασμα της παλάμης, πράγμα που ήταν παράνομο εκείνη την εποχή.
Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη, όπου έφαγαν κυριολεκτικά όλα τους τα χρήματα, αποφάσισαν να πάνε στην Αμερική. Άρχισαν να κάνουν πνευματικές σεκάνς, υπνωτισμούς και ό, τι άλλο ο Βίλχεμ μπορούσε να σκαρφιστεί για να γίνουν διάσημοι. Απέκτησαν και μια κόρη, που όμως πέθανε από πολιομυελίτιδα. Λίγο πριν το μωρό γίνει ενός έτους, ο άσωτος σύζυγος τις είχε εγκαταλείψει και τις δύο.
Η Έλσα δεν τον συνάντησε ξανά, δεν μιλούσε στην κόρη της ποτέ για τον πατέρα της, της έλεγε μόνο ότι ήταν νεκρός, κι άλλαξε το επίθετό της σε Σκιαπαρέλι. Χωρίς να το βάλει κάτω επιστρέφει στο Παρίσι, όπου θα γνωρίσει μια πολύτιμη σύμμαχο την περιβόητη Γκάμπι, τη γυναίκα του ντανταϊστή ζωγράφου Φράνσις Πικάμπια. Η νέα της φίλη θα τη βάλει τα καλλιτεχνικά σαλόνια της εποχής, όπου άρχισε να συναναστρέφεται σημαντικούς καλλιτέχνες της άβαν γκαρντ.
Εκεί έμελλε να συναντήσει και τον άνθρωπο που της άλλαξε τη ζωή: τον Σαλβαντόρ Νταλί με τον οποίο υπήρξαν στενοί φίλοι. Τους ένωνε και τους δυο το σουρεαλιστικό χιούμορ και η αγάπη τους για τη μεταφυσική.
Το 1927, χωρίς να ξέρει να ράβει, παίρνει ένα κομμάτι ύφασμα και φτιάχνει ένα φόρεμα μόνο με καρφίτσες πάνω στο σώμα μιας κυρίας, γεγονός που εντυπωσιάζει τον μεγάλο μόδιστρο Πολ Πουαρέ ο οποίος την ενθαρρύνει να συνεχίσει να φτιάχνει ρούχα. Έτσι με τη βοήθεια μια πλέκτριας από την Αρμενία φτιάχνει το θρυλικό πουλόβερ με τον ψεύτικο φιόγκο στη λαιμόκοψη, που κάνει θραύση.
Από τότε η Έλσα άρχισε να πειραματίζεται. Εμπνευσμένη από την εκκεντρικότητα του Νταλί, αν και δεν της έλειπαν οι ανατρεπτικές ιδέες, άρχισε να φαντάζεται γάντια με νύχια καπέλα-παπούτσια, κολιέ από έντομα, παντρεύοντας τη μόδα με την τέχνη.
Δική της εφεύρεση ήταν η διάσημη ζιπ κιλότ, μια πρώιμη μορφή γυναικείου σορτς. Το 1931, αυτή τη ζιπ κιλότ τη φόρεσε η πρωταθλήτρια του τένις Λίλι ντε Άλβαρεθ στο τουρνουά του Γουίμπλεντον. Την ίδια χρονιά, η «Σκιαπ», όπως ήταν πλέον γνωστή, άρχισε να σχεδιάζει βραδινές δημιουργίες.
Η ίδια στην αυτοβιογραφία της έγραψε χαρακτηριστικά: «Ένιωσα περισσότερη υποστήριξη και κατανόηση ανάμεσα στους καλλιτέχνες μακριά από την απλοϊκή και βαρετή πραγματικότητα της παραγωγής ρούχων».
Τον Αύγουστο του 1936, ο Νταλί με τη Σκιαπαρέλι συνεργάστηκαν πάνω σε μία σειρά από κοστούμια και πανωφόρια που εμπνέονται από τον σουρεαλισμό. Το πρώτο αντικείμενο όμως που έφτιαξαν από κοινού ήταν μια πούδρα που είχε το σχήμα ενός τηλεφωνικού καντράν. Την ίδια χρονιά ο Νταλί μόλις είχε ζωγραφίσει το «Ανθρωπόμορφο Συρτάρι» κι εκείνη έφτιαξε μια συλλογή που τα ρούχα είχαν τσέπες σε σχήμα συρταριού.
Μεγάλη φήμη απέκτησε επίσης το Skeleton Dress (1938), βασισμένο σε ένα σχέδιο του Νταλί που απεικόνιζε μια γυναίκα με ένα απλό εφαρμοστό φόρεμα που άφηνε να φανούν τα πλευρά και οι γοφοί της. Παρόλο που κατασκευάστηκε μόνο μία εκδοχή αυτού του φορέματος, το τολμηρό αυτό σχέδιο ενέπνευσε μεταγενέστερους σχεδιαστές μόδας, όπως ο Αλεξάντερ Μακουίν.
Το σχέδιο του φορέματος Τear Dress του 1938 είναι επίσης μακάβριο. Μοιάζει σαν το ύφασμα να έχει σκιστεί από τα νύχια ενός ζώου. Το έφτιαξε πριν από τον πόλεμο, ενσωματώνοντας στη δουλειά το κλίμα της επικείμενης καταστροφής, που επικρατούσε.
Επίσης ήταν η Σκιαπαρέλι ήταν η πρώτη που έβαλε στις βραδινές τουαλέτες φερμουάρ και τις συνδύασε με σακάκια με βάτες, πολύ πριν γίνουν μόδα τη δεκαετία του ’80, τοποθέτησε στα μαγιό μπανέλες, έφτιαξε περίεργες, ολόσωμες φόρμες και βάφτισε το αγαπημένο της χρώμα το φούξια ροζ «Shocking Pink». Ήταν επίσης από τις πρώτες σχεδιάστριες που δοκίμασε το wrap dress, που τη δεκαετία του '70 τελειοποίησε η Νταϊάν Φον Φίρστενμπεργκ.
Διάσημες κυρίες και σταρ του Χόλιγουντ, όπως η Γκρέτα Γκάρμπο φορούν τις δημιουργίες της, εκτοξεύοντας τη φήμη της. Μέχρι και η Γουάλις Σίμπσον αγοράζει από αυτή ένα φόρεμα με έναν τεράστιο αστακό και το φοράει στη φωτογράφισή της για τη «Vogue», όταν παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Εδουάρδο.
Σχεδίασε επίσης ρούχα για τον κινηματογράφο και το θέατρο. Οι δημιουργίες της έχουν εμφανιστεί σε περισσότερες από τριάντα ταινίες, όπως για παράδειγμα το «Every Day's a Holiday» με πρωταγωνίστριες τις Μέι Γουέστ και Ζα Ζα Γκαμπόρ. Από τη Γουέστ άλλωστε και το πλούσιο ντεκολτέ της, εμπνεύστηκε και το μπουκάλι του αρώματος που κυκλοφόρησε, πηγαίνοντας κόντρα στην τάση της εποχής, που ήθελε τις γυναίκες να πατικώσουν ακόμα και με επιδέσμους τα στήθη τους, προκείμενου να φαίνονται μικρά.
Συνεργάζεται επίσης με τον Κοκτό, ποζάρει για τον Μαν Ρέι, ενώ ο γλύπτης Τζακομέτι σχεδίασε, εμπνευσμένος από το έργο της, φτιάχνει μια σειρά από μεταλλικά κουμπιά. Η ίδια με τις εμφανίσεις και την κοσμική ζωή που ακολουθεί γίνεται μια περιζήτητη περσόνα.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αφήνει το Παρίσι και επιστρέφει στη Νέα Υόρκη. Συγκλονισμένη από την τραγωδία, αρνείται πια να σχεδιάσει και προσφέρει εθελοντική εργασία. Πολλοί όμως τη θεωρούν διπλή κατάσκοπο. Μετά από τον πόλεμο το κομψό στιλ του Ντιόρ και της Σανέλ επικρατούν, εκείνη όμως επιμένει στη δική της γραμμή. Δυστυχώς η εποχή δεν μπορεί να δεχτεί την εξτραβαγκάντζα της κι έτσι ο οίκος της κηρύττει πτώχευση το 1954. Λίγα χρόνια πριν είχε καλέσει τον Ζιβανσί να αναλάβει την επιχείρηση -εκείνος θυμάται από τη συνάντησή τους ότι η Έλσα φορούσε διαφορετικά παπούτσια. Όταν ο οίκος της έκλεισε, αποτραβήχτηκε από τον χώρο της μόδας, κι έγραψε την αυτοβιογραφία σε τρίτο πρόσωπο με τίτλο «Shocking Life».
Πέθανε στο Παρίσι στις 3 Νοεμβρίου 1973 σε ηλικία 83 ετών. Το κατάστημά της στο Παρίσι ξανάνοιξε το 2012, στην ίδια διεύθυνση κι έγινε από τα κορυφαία brands στα βραδινά ενδύματα.