Η νέα γενιά της μόδας που ελπίζει να κληρονομήσει τις οικογενειακές δυναστείες
Μια νέα γενιά διευθυνόντων συμβούλων στον κόσμο της μόδας, εκπαιδευμένη από τους πατεράδες τους, είναι σχεδόν έτοιμη να αναλάβει τα μεγαλύτερα εμπορικά brands του κόσμου. Είναι όμως αυτή η κατάλληλη προσέγγιση;
Το 2003, ο επιχειρηματίας - «γίγαντας» Jean-Luc Lagardère μπήκε σε νοσοκομείο του Παρισιού για μια μικρή επέμβαση στο ισχίο και απρόσμενα άλλαξε τον τρόπο που η βιομηχανία της μόδας προετοιμάζει τη διαδοχή.
Αναπτύξε μια σπάνια αυτοάνοση ασθένεια που θα τον σκότωνε, αλλά επειδή χρειάστηκαν μέρες για να εμφανιστεί, έμοιαζε απόλυτα υγιής όταν τον επισκέφτηκε ο στενός του φίλος, ο Bernard Arnault, επικεφαλής της LVMH. Χωρίς να γνωρίζουν τον επερχόμενο θάνατό του, οι δύο άντρες συνομίλησαν χαλαρά.
Ο Lagardère ήταν 75 ετών τότε και επικεφαλής της Hachette – μιας εταιρείας που ήταν εξαιρετικά κερδοφόρα και δημοσίευε βιβλία και περιοδικά, όπως το γαλλικό Elle – καθώς και η κινητήρια δύναμη πίσω από τη δημιουργία της Airbus. Υπολόγιζε ότι είχε χρόνια μπροστά του για να προετοιμάσει τον γιο του, Arnaud, για τον θρόνο, αλλά φυσικά δεν είχε – και μια εβδομάδα μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, ο νεαρός Lagardère (ο οποίος πάντα ήθελε να γίνει πιλότος) διορίστηκε άμεσα CEO στην ηλικία των 42 ετών. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν τα προβλήματα καθώς πήρε κακές αποφάσεις, ισχυριζόμενος ότι εκσυγχρόνιζε την εταιρεία. Σύντομα, η οικογένεια άρχισε να πουλάει περιουσιακά στοιχεία και οι τιμές των μετοχών κατέρρευσαν.
«Αυτό είχε τεράστιο αντίκτυπο στον [Bernard] Arnault», λέει ένας πρώην υπάλληλος της LVMH στην Telegraph. «Ήταν προσωπικά πολύ αναστατωμένος και προσπάθησε να βοηθήσει, αλλά έπρεπε να παρακολουθήσει τις συνέπειες να εκτυλίσσονται.»

Ο Bernard Arnault, αντί να χρησιμοποιήσει την αποτυχία της «κακής διαδοχής» για να ενισχύσει την ιδέα του διορισμού ενός CEO εκτός οικογένειας, αποφάσισε να επενδύσει περισσότερο στην προετοιμασία των παιδιών του για να αναλάβουν την ηγεσία. Είκοσι χρόνια μετά, η σωστή επιλογή κληρονόμου είναι ακόμα το πιο σημαντικό ζήτημα για εκείνον.
Η ειρωνεία σε αυτή την εμμονή είναι ότι η παγκόσμια αυτοκρατορία του Arnault έχει οικοδομηθεί πάνω σε αποτυχημένες οικογένειες, καθώς η LVMH - η οποία είναι τώρα η μεγαλύτερη εισηγμένη εταιρεία στην Ευρώπη με κεφαλαιοποίηση €247 δισεκατομμυρίων - κερδίζει χρήματα αγοράζοντας κλασικά εμπορικά σήματα μόδας και πολυτελών προϊόντων που καταρρέουν όταν η επόμενη γενιά αναλαμβάνει.
Αυτό ξεκίνησε το 1984, όταν ο Arnault ήταν ένας άγνωστος επιχειρηματίας από το Lille. Είδε μια ευκαιρία με την Christian Dior, η οποία δημοπρατείτο από την γαλλική κυβέρνηση. Το στοίχημά του πέτυχε, και πέντε χρόνια αργότερα, συνεργάστηκε με την οικογένεια Vuitton για να αγοράσει ένα ποσοστό του εμπορικού σήματος Louis Vuitton. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με την οικογένεια Chevalier για να αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Moët Hennessy, του πολυτελούς οίκου σαμπάνιας και ποτών. Αυτές οι επαγγελματικές συνεργασίες δεν είχαν πάντα ευχάριστη κατάληξη, και στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Arnault κατείχε πλήρως και τα δύο εμπορικά σήματα.
«Ο Arnault ήξερε ότι αυτό που έκανε τις εταιρείες αυτές ευάλωτες ήταν τα παιδιά τους», λέει στην Telegraph η Dana Thomas, δημοσιογράφος μόδας με έδρα το Παρίσι και συγγραφέας του Deluxe: How Fashion Lost its Lustre. «Δεν πίστευε στις δυναστείες· πίστευε ότι μόνο αν ήσουν καλός στη δουλειά σου έπρεπε να διοικείς εταιρείες.»
Αυτό καθιστά την απόφασή του, τον Νοέμβριο του 2022, να τοποθετήσει την LVMH υπό μια οικογενειακή εταιρεία με πλήρη ιδιοκτησία από τα πέντε παιδιά του, να φαίνεται σχεδόν... Σαίξπηρική. «Γιατί; Είναι ο εγωισμός του: θέλει αιώνια διάρκεια», λέει η Thomas. «Θέλει να χτιστούν μνημεία γι' αυτόν και να τον θυμούνται σαν έναν ηγέτη - ο καλύτερος τρόπος να το πετύχεις είναι να βάλεις τον πρίγκιπα στον θρόνο.»
Η μόδα – περισσότερο από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία - διοικείται από μια ισχυρή ομάδα οικογενειών. Πρόσφατα, η οικογένεια Versace απασχόλησε τα ΜΜΕ, μετά την ανακοίνωση της Donatella Versace τον Μάρτιο ότι αποχωρεί από τη θέση της ως επικεφαλής δημιουργικής διεύθυνσης και παραδίδει τη θέση της στον σχεδιαστή Dario Vitale.
Η Versace, ένας οίκος που ιδρύθηκε το 1978 και γνώρισε τεράστια επιτυχία, αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εξέλιξή της. Η Donatella ανέλαβε τα ηνία μετά τη δολοφονία του αδελφού της, Gianni, το 1997, αλλά με την πάροδο των χρόνων, ο οίκος δυσκολεύεται να παραμείνει αυτόνομος και το 2018 εξαγοράστηκε από την Capri Holdings. Δεν φαίνεται να υπάρχει ξεκάθαρο μέλλον για την Versace εντός της οικογένειας. Η Allegra Versace Beck, η κόρη της Donatella, κληρονόμησε το μισό του οίκου όταν έγινε 18 το 2005, αλλά σύμφωνα με πηγές του χώρου της μόδας, είναι απίθανο να αναλάβει τη διοίκηση.

Η Capri Holdings, η οποία κατέχει επίσης τα brands Michael Kors και Jimmy Choo, βρίσκεται τώρα σε διαδικασία πώλησης και ένας από τους πιθανούς αγοραστές είναι ο ίδιος ο «nepo baby»: Lorenzo Bertelli, ο 36χρονος γιος της Miuccia Prada και του Patrizio Bertelli. Ο Bertelli φέρεται να ηγείται του ενδιαφέροντος της Prada για την Versace. Η πώληση αναμένεται να έχει αξία περίπου €1,5 δισεκατομμύρια.
Οι πιο ισχυρές και πλούσιες οικογένειες στον κόσμο της μόδας κυριαρχούν στη βιομηχανία τους μέσω της κατοχής μεγάλων επωνυμιών. Εκτός από τις Dior, Louis Vuitton και Moët Hennessy, η οικογένεια Arnault κατέχει επίσης οίκους όπως η Fendi, η Celine, η Bulgari και η Loewe. Η οικογένεια Pinault, επίσης Γάλλοι, διευθύνει την Kering, η οποία περιλαμβάνει τις Gucci, Bottega Veneta, Alexander McQueen και Balenciaga. Ο Johann Rupert από τη Νότια Αφρική είναι επικεφαλής της Richemont, η οποία περιλαμβάνει τις Alaïa, τη Chloé, την Cartier και άλλες πολυτελείς μάρκες. Παρόλα αυτά, ορισμένες οικογένειες διατηρούν τον έλεγχο των δικών τους επωνυμιών, όπως οι Wertheimers με την Chanel και η οικογένεια Dumas με την Hermès.
Οι οικογένειες αυτές κυριαρχούν στη βιομηχανία από τη δεκαετία του 1990 και μετά, όταν οι οίκοι μόδας έγιναν πιο ισχυροί από τους δημιουργικούς διευθυντές τους. Αυτό δημιούργησε την ευκαιρία για επιχειρηματίες με περιορισμένη εμπειρία στη μόδα να αποκτήσουν αυτά τα brands, γνωρίζοντας την τεράστια αξία τους για το μέλλον.
Καθώς η Κίνα άνοιξε τις πόρτες της τη δεκαετία του 2000 και η μεσαία τάξη της άρχισε να ευημερεί, η αγορά πολυτελών αγαθών υπερδιπλασιάστηκε. Αυτό οδήγησε τις ευρωπαϊκές οικογένειες να γίνουν τόσο πλούσιες όσο και οι τεχνολογικοί γίγαντες της Αμερικής. Για παράδειγμα, ο Bernard Arnault θεωρείται ο πλουσιότερος Ευρωπαίος, με περιουσία που ανέρχεται σε 144 δισεκατομμύρια λίρες.
Αυτή τη στιγμή, οι «πατριάρχες» των οικογενειών αυτών πλησιάζουν στην ηλικία συνταξιοδότησης, με τα παιδιά τους να αναλαμβάνουν θέσεις ηγεσίας, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητες σχετικά με το ποιος θα οδηγήσει τις επόμενες γενιές. Ο Arnault, για παράδειγμα, έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να παραμείνει πρόεδρος και CEO της LVMH μέχρι τα 85 του, ενώ η κόρη του, Delphine, θεωρείται η πιο πιθανή διάδοχος του θρόνου.
«Ο νεποτισμός υπήρχε πάντα και στη μόδα σίγουρα δεν πρόκειται να εξαφανιστεί», αναφέρει η βιογράφος μόδας Amy Odell. «Ωστόσο, γενικά, το να φέρνεις νέους και φρέσκους ανθρώπους στην εταιρεία είναι καλό για την εικόνα της. Η βιομηχανία έχει μια εμμονή με τη νεότητα και την καινούργια εικόνα, και όλοι λατρεύουν ένα «θαυματουργό» νέο ταλέντο, είτε προέρχεται από πλούσιες οικογένειες είτε όχι. Αυτό ισχύει και για τα ΜΜΕ».
Όσοι έχουν δει τη σειρά Succession μπορούν να φανταστούν τις σφοδρές και χωρίς ενδοιασμούς συζητήσεις που θα γίνονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι – αν και, σε σύγκριση με τον Logan Roy, ο Arnault τα έχει καταφέρει πολύ καλύτερα. Στα χρόνια που πέρασαν μετά τον θάνατο του Lagardère, ο επιχειρηματικός γίγαντας – που τώρα είναι 76 ετών – εξελίχθηκε σε κάτι σαν «μητέρα τίγρης».
Μία φορά την εβδομάδα, όταν τα παιδιά του ήταν ακόμα στο σχολείο, ο Arnault έπαιρνε τα πέντε παιδιά του - τη Delphine, τον Antoine, τον Alexandre, τον Frédéric και τον Jean - και τους έκανε περιηγήσεις στα καταστήματα LVMH στο Παρίσι. Αυτή η παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, για όποιο από αυτά βρίσκεται στην πόλη το Σάββατο. Τότε, όπως και τώρα, ρωτούσαν τους διευθυντές των καταστημάτων ποια προϊόντα πωλούνταν καλά και ποια όχι. Στη δεκαετία του 2000, οι τρεις νεότεροι επέστρεφαν στο γραφείο του στην Αβενί Λε Μοντέν για να περάσουν το απόγευμα κάνοντας ασκήσεις μαθηματικών, τις οποίες ο Arnault διόρθωνε ο ίδιος.

«Περνάγαμε όλα τα Σαββατοκύριακά μας στα καταστήματα, μιλώντας για μάρκες και συζητώντας για διαφημίσεις», είπε ο Antoine, τώρα 47 ετών, σε συνέντευξή του το 2012. «Το γεγονός ότι μπήκαμε σε αυτό πολύ νωρίς μας έδωσε, εμένα και στην αδελφή μου Delphine, ένα προβάδισμα. Νιώθουμε τα πράγματα, τις μάρκες, τους δρόμους, ξέρουμε ίσως λίγο πριν από τους άλλους πού θα συμβεί κάτι, οπότε το χρησιμοποιούμε».
Όπως ο Logan Roy, ο Arnault του αρέσει να προκαλεί ανταγωνισμό μεταξύ των παιδιών του: μία φορά το μήνα έχουν μεσημεριανό και κατά τη διάρκεια του γεύματος, ο Arnault αναφέρει ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η εταιρεία. Κάθε παιδί προτείνει μια λύση και στο τέλος ο Arnault αποφασίζει ποιος έδωσε την καλύτερη απάντηση. Σύμφωνα με τη Lauren Sherman, που γράφει ένα ενημερωτικό δελτίο για τη βιομηχανία μόδας στην ιστοσελίδα Puck, έχει δημιουργήσει «μια κλειστή μεριστοκρατία μεταξύ τους… αυτό που μοιράζονται είναι ο σεβασμός και η εκτίμηση προς τον πατέρα τους».
Οι φήμες για το ποιος είναι ο εκλεκτός διάδοχος δεν σταματούν ποτέ», λέει η Thomas. Τα βιογραφικά τους είναι επίσης εντυπωσιακά - με συνεχείς προαγωγές. Η μεγαλύτερη κόρη του, Delphine, 49 ετών, πήγε στο LSE, δούλεψε στη McKinsey και τώρα είναι πρόεδρος και CEO της Dior Couture και τον Ιανουάριο έλαβε τη Λεγεώνα της Τιμής. Ο Antoine, που είναι παντρεμένος με το μοντέλο Natalia Vodianova, είναι επικεφαλής επικοινωνίας του ομίλου, ενώ παράλληλα εποπτεύει τα περιβαλλοντικά ζητήματα και είναι πρόεδρος της Loro Piana. Ο Alexandre έγινε CEO της Rimowa (της πολυτελούς μάρκας αποσκευών) μόλις στα 27 του και αργότερα ανέλαβε θέση στην Tiffany & Co, πριν γίνει αναπληρωτής CEO των οινοπνευματωδών και οινοποιητικών εταιρειών τον Φεβρουάριο.
Τον περασμένο μήνα, ο Frédéric ανακοινώθηκε ως ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Loro Piana, προερχόμενος από τη διεύθυνση του τμήματος ρολογιών του ομίλου. Ο Jean, 27 ετών, με μεταπτυχιακό από το Imperial και το MIT, και εμπειρία από το Facebook, είναι υπεύθυνος για τα ρολόγια της Louis Vuitton.

«Ο Arnault δεν ήθελε τα παιδιά του να είναι απλώς πλούσιοι κληρονόμοι που περνούν τον χρόνο τους παίζοντας τένις», λέει η Thomas. «Αλλά μην ξεγελιέστε: είναι επιτυχημένοι γιατί είχαν ήδη έτοιμες δουλειές και ανέβηκαν γρήγορα στις θέσεις εξουσίας από πολύ νεαρή ηλικία. Σίγουρα έχουν καλά πτυχία, αλλά αν δούλευαν σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, δεν θα είχαν καταλάβει αυτές τις θέσεις τόσο νωρίς».
Και παρόλο που ο Arnault - ο οποίος πρότεινε πρόσφατα στους μετόχους να του επιτραπεί να παραμείνει πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος μέχρι την ηλικία των 85 ετών - είναι σαφές ότι δεν έχει σκοπό να αποσυρθεί άμεσα, οι φήμες συνεχίζουν για το ποιος θα τον διαδεχτεί, με την Delphine να θεωρείται η επικρατέστερη υποψήφια.
Αν οι Arnaults είναι οι Καπουλέτοι της μόδας, τότε οι Pinaults είναι οι Μοντέγοι - και αυτοί έκαναν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ο François Pinault ίδρυσε την Kering, μια εταιρεία ξυλείας, τη δεκαετία του 1960, και στη συνέχεια μπήκε στον κόσμο της μόδας τη δεκαετία του 1990, καταφέρνοντας να εξαγοράσει την Gucci το 1999, μετά από μια σκληρή μάχη με τον Arnault.
Ο Pinault φαίνεται πως ταράχτηκε αρκετά από τον θάνατο του Lagardère το 2003. Ωστόσο, αντί να περάσει χρόνια προετοιμάζοντας τους διαδόχους του, αποφάσισε να ξεκινήσει τη διαδικασία μεταβίβασης άμεσα. Το 2003, όταν ήταν 66 ετών, επέλεξε τον διάδοχό του από τα τρία του παιδιά, και ο μεγαλύτερος γιος του, François-Henri, ανέλαβε τη διοίκηση στα πρώτα του 40s.
«Στη μόδα, συχνά βλέπεις ισχυρούς ηγέτες στα 70 τους - τους "baby boomers" που δεν πρόκειται να αποσυρθούν - και το αποτέλεσμα είναι μια αδύναμη γενιά μετά από αυτούς», λέει ο Thomas. «Το πιο έξυπνο πράγμα που έκανε ο Pinault ήταν να παραδώσει την εταιρεία του όταν ο γιος του ήταν ακόμα νέος και γεμάτος ενέργεια, αλλά εκείνος ήταν ακόμα εκεί για να του δίνει συμβουλές. Αυτό όμως είναι σπάνιο.»
Ο François-Henri Pinault, που τώρα είναι 62 ετών και έχει δύο παιδιά με την πρώτη του σύζυγο, έναν γιο με την Linda Evangelista και είναι παντρεμένος με την Salma Hayek με μια έφηβη κόρη, ζούσε στο Λος Άντζελες και εργαζόταν στο γαλλικό προξενείο τη δεκαετία του 1980. Τότε, κλήθηκε να επιστρέψει στο Παρίσι για να αναλάβει την εταιρεία στο τέλος της δεκαετίας. Όσοι τον ξέρουν λένε ότι δεν ήθελε να φύγει από τις ΗΠΑ. Ερωτευμένος με το Χόλιγουντ, φοβόταν το μέλλον που τον περίμενε. «Η ιδέα της οικογένειας και της υποχρέωσης προς αυτήν πάνω από τις προσωπικές ανάγκες είναι κάτι πιο ευρωπαϊκό», λέει η Thomas στην Telegraph. «Μόλις του ζητήθηκε να επιστρέψει, ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει, αλλά αναρωτιέμαι αν ήθελε πραγματικά. Δεν είμαι σίγουρη.»
Τα παιδιά του François-Henri, που είναι στην ηλικία των 20 και κάτι, παρακολουθούν επιδείξεις μόδας, αλλά δεν προετοιμάζονται για να αναλάβουν ηγετικές θέσεις στην Kering.

«Πιστεύω ότι περισσότερο από τα παιδιά, η Salma είναι αυτή που ασχολείται με την Kering», λέει η πρώην υπάλληλος της Vogue και της Chanel, Bronwyn Cosgrave. «Αν και δεν έχει επίσημο τίτλο, έχει μεγάλη επιρροή στο branding και το μάρκετινγκ. Από όλα τα παιδιά, η κόρη της, Valentina, φαίνεται η πιο πιθανή να αναλάβει κάποιο ρόλο.»
Η 17χρονη Valentina, ζει στο Λονδίνο και φημολογείται ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για το Χόλιγουντ και όχι για τη μόδα. Επίσης, τα οικονομικά της Kering δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση αυτή τη στιγμή, οπότε αυτή η προοπτική μάλλον δεν θα πραγματοποιηθεί.

«Νομίζω ότι πολλοί καταλαβαίνουν τώρα ότι η διαδοχή στην οικογένεια λειτουργεί μόνο αν τα παιδιά είναι τα κατάλληλα», λέει ένας άνθρωπος από τον κόσμο της μόδας. «Η Kering, όπως έχω ακούσει, προσπαθεί να προετοιμάσει την εταιρεία για μια νέα γενιά στελεχών που δεν προέρχονται από την οικογένεια.»
Ο Johann Rupert, 74 ετών, είναι δεύτερης γενιάς επιχειρηματίας, όπως και ο François-Henri. Ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του, που ασχολούνταν με τον καπνό, τη δεκαετία του 1990 και τη μεταμόρφωσε στον μεγάλο όμιλο πολυτελών προϊόντων Richemont, όπως είναι σήμερα. Έχει τρία παιδιά: τις δύο κόρες του, την Caroline, σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ και επενδύτρια στη Νέα Υόρκη, και την Hanneli, σχεδιάστρια μόδας στο Λονδίνο, καθώς και τον γιο του, Anton, που είναι στα τέλη της δεκαετίας των 30 και ζει στο Κέιπ Τάουν, κοντά στην οικογενειακή φάρμα κρασιού.
Το 2022, ο Johann Rupert επιβεβαίωσε ότι έχει ήδη ένα σχέδιο διαδοχής, αλλά αρνήθηκε να δώσει λεπτομέρειες, λέγοντας ότι η αποκάλυψή τους θα έβαζε άδικη πίεση στον επόμενο στη σειρά.
Πιθανότατα αυτός να είναι ο Nicholas Bos, ο οποίος ανακοινώθηκε ως CEO της Richemont πέρυσι, αλλά όλοι πιστεύουν ότι ο Anton είναι αυτός που αναμένεται να αναλάβει τη θέση. Εκτός από το ότι έσπασε την Porsche του πατέρα του το 2015, δεν είναι πολλά γνωστά για τον Anton. Σπούδασε στο Κέιπ Τάουν και εργάζεται στην εταιρεία από την αποφοίτησή του. Το 2017, διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο της Richemont ως μη εκτελεστικός διευθυντής.
«Οι κόρες του είναι πολύ επιτυχημένες, αλλά δεν είχε σημασία ποιος είναι ο Anton», λέει μια πηγή. «Ο Johann είναι Αφρικάανς και στην κουλτούρα τους η σχέση πατέρα-γιου είναι πολύ σημαντική – η Richemont πάντα θα πήγαινε στον γιο του, και ο Anton με τη σειρά του θέλει να κάνει τον πατέρα του περήφανο.»
Αν και η βιομηχανία της μόδας κυριαρχείται από γυναίκες, τα υψηλόβαθμα στελέχη παραμένουν κυρίως άνδρες. «Η καλύτερη ευκαιρία για μια γυναίκα να καταφέρει να φτάσει στην κορυφή είναι να έχει έναν πατέρα που να είναι επικεφαλής», λέει η Odell, αναφερόμενη όχι μόνο στην Delphine Arnault, αλλά και στην Marta Ortega, 41 ετών, που ανέλαβε την ηγεσία της Zara στα 38 της, όταν ο πατέρας της συνταξιοδοτήθηκε.

Παλαιότερα, ο ισπανικός τύπος είχε επικρίνει την Marta Ortega, θεωρώντας την περισσότερο ως μια κοινωνική προσωπικότητα που ενδιαφερόταν περισσότερο για τον αθλητισμό και την ιππασία συγκεκριμένα παρά για τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η Marta τα έχει πάει πολύ καλά. Η Inditex, η μεγαλύτερη εταιρεία μόδας στον κόσμο, που κατέχει και τα Massimo Dutti, συνεχίζει να αναπτύσσεται. Παρ' όλα αυτά, κάποιοι πιστεύουν ότι η αγάπη της για τη βιωσιμότητα είναι δύσκολο να συνδυαστεί με την ευρεία απήχηση των Zara.

Ωστόσο, όλα αυτά παραμένουν υποθέσεις, καθώς οι οικογένειες αυτές είναι ιδιαίτερα μυστικοπαθείς. Όπως αναφέρει η Cosgrave, η μόδα είναι από τη φύση της μια βιομηχανία γεμάτη μυστικά. «Αν επισκεφτείς έναν από τους μεγάλους οίκους μόδας, θα καταλάβεις ότι το πιο σημαντικό για αυτούς είναι η πρωτοτυπία, και γι' αυτό ελέγχουν πάντα το μήνυμα που περνάει. Κλείνουν τις τάξεις τους, και ποιοι το κάνουν αυτό; Οι οικογένειες.»
«Με πολλούς τρόπους, αυτοί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν βασιλιάδες», λέει η Hall, αναφερόμενη στο γεγονός ότι ο Bernard Arnault, μαζί με την Delphine και τον Alexandre, ήταν στην ορκωμοσία του Προέδρου Τραμπ. «Όλα αυτά είναι φήμες και ψίθυροι, αλλά κανείς δεν ξέρει τι λέγεται πίσω από κλειστές πόρτες.»
Ακόμα και στην σειρά Emily in Paris, βλέπουμε την ιστορία ενός γιου οικογένειας μόδας που μπλέκεται σε προβλήματα όταν η φίλη του γίνεται πρωτοσέλιδο στα ταμπλόιντ. Η σειρά La Maison της Apple TV, αν και λιγότερο δημοφιλής, παρουσίασε με λεπτομέρεια μια οικογένεια μόδας που είχε διαφορές για την κληρονομιά της.
Αν και αυτές οι οικογένειες είναι εξαιρετικά μυστικοπαθείς, φαίνονται σχεδόν «ανοιχτό βιβλίο» σε σχέση με τους Wertheimers, που κατέχουν τη Chanel. Ο Gérard Wertheimer είχε πει σε μια σπάνια συνέντευξή του το 2002: «Είμαστε μια πολύ διακριτική οικογένεια, ποτέ δεν μιλάμε. Πρόκειται για την Coco Chanel, τον Karl, και όλους όσοι δουλεύουν στη Chanel. Δεν αφορά τους Wertheimers».
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η οικογένεια ζει μεταξύ Νέας Υόρκης, Παρισιού και Γενεύης και ότι η συμπεριφορά τους θυμίζει περισσότερο τους παλιούς αριστοκράτες της Βρετανίας παρά τις περισσότερες ισχυρές οικογένειες μόδας. Για παράδειγμα, έχουν μια μεγάλη συλλογή τέχνης αλλά ποτέ δεν την δανείζουν. Αν πάνε σε ένα show της Chanel, οδηγούν οι ίδιοι και κάθονται στην τέταρτη σειρά – αλλά στην πραγματικότητα θα προτιμούσαν να κυνηγούν στο σαλέ τους στην κοιλάδα του Λίγηρα ή να κάνουν σκι στο Σαιντ Μορίτς.
Η εστίασή τους στις επιχειρήσεις και όχι στη δημοσιότητα ήταν το μυστικό της επιτυχίας τους. Η σχέση τους με τη Chanel ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920, όταν η εταιρεία καλλυντικών της οικογένειας ανέλαβε την παραγωγή του Chanel No5. Αργότερα, αποφάσισαν να αποκτήσουν και να διοικήσουν την επιχείρηση, ενώ η Chanel, που δεν είχε διάδοχο, συνέχισε να ζει όπως ήθελε, με μια σουίτα στο Ritz και το στούντιο της στην Rue Cambon.
«Ήταν πολύ έξυπνοι», λέει ο Thomas. «Άφησαν την Coco να είναι το αστέρι ενώ εκείνοι απλώς ήταν οι διαχειριστές, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και τώρα δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για αυτούς.»
Το πόσα κερδίζει η Chanel παραμένει μυστικό, καθώς η εταιρεία δεν δημοσιοποιεί ποτέ τα έσοδά της. Παρ' όλα αυτά, οι τελευταίες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι οι πατριάρχες Alain (76 ετών) και Gérard (73 ετών), που εξακολουθούν να διοικούν την εταιρεία, πιστεύεται ότι έχουν καθαρή αξία περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια ο καθένας. Μαζί, οι δύο άνδρες έχουν πέντε ενήλικα παιδιά. Ωστόσο, δημοσίως δεν υπάρχουν ξεκάθαρα σχέδια για τη διαδοχή.

Η Hall λέει: «Όλα παραμένουν στο σκοτάδι, οπότε απλά πρέπει να περιμένουμε και να δούμε – και αυτό είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει στην Αμερική, όπου τα μέλη της οικογένειας είναι κυρίως συμβολικές φιγούρες και οι μέτοχοι έχουν τεράστια επιρροή. Οι Ευρωπαίοι είναι πολύ πιο μυστικοπαθείς στο πώς χειρίζονται τις επιχειρήσεις τους, και κανείς δεν λέει τίποτα, αφού τόσα πολλά χρήματα περνούν από τα χέρια τους.»
Οι Wertheimers μοιάζουν να είναι ένας συνδυασμός των δύο κύριων τύπων οικογενειακών επιχειρήσεων μόδας: των μεγάλων κολοσσών και των οίκων που παραμένουν ανεξάρτητοι. Αυτοί περιλαμβάνουν εταιρείες όπως οι Prada, Armani, Salvatore Ferragamo, Ermenegildo Zegna και Canali. Οι περισσότερες από αυτές είναι Ιταλικές, αλλά υπάρχει και το εξαιρετικό γαλλικό παράδειγμα της οικογένειας Dumas, που κατέχει και διοικεί την Hermès για έξι γενιές, και είναι μια στενά δεμένη οικογένεια με έδρα το Παρίσι.
Ο πιο γνωστός από αυτούς είναι ο Jean-Louis Dumas (γιός της Jacqueline Hermès). Πέθανε το 2010 σε ηλικία 72 ετών, αφού όχι μόνο ανανέωσε την τσάντα Kelly, αλλά είχε και μια διάσημη στιγμή όταν κάθισε δίπλα στην Jane Birkin σε μια πτήση της Air France. Εκείνη την ώρα, η Jane παραπονέθηκε ότι δεν υπήρχαν ελαφριές μεγάλες δερμάτινες τσάντες για γυναίκες. Μια εβδομάδα αργότερα, ο Dumas της έστειλε ένα πρωτότυπο της τσάντας που αργότερα πήρε το όνομά της, "Birkin". Έτσι ξεκίνησε μια από τις πιο διάσημες ιστορίες στη μόδα.
Ο γιος του, Pierre-Alexis, 58 ετών, είναι σήμερα ο καλλιτεχνικός διευθυντής της εταιρείας, ενώ ο ανιψιός του Axel, 54 ετών, είναι ο CEO και πρόεδρος. Νωρίτερα αυτό το μήνα, δημοσιεύθηκε μια έκθεση που έδειξε ότι η Hermès – σε αντίθεση με σχεδόν όλες τις άλλες πολυτελείς μάρκες – έχει σημειώσει αύξηση στις πωλήσεις τα τελευταία χρόνια και ότι η οικογενειακή περιουσία εκτιμάται αυτή τη στιγμή στα 214 δισεκατομμύρια δολάρια. Η μάχη για τη διαδοχή αναμένεται να ξεκινήσει σύντομα: Ο Pierre-Alexis έχει τρία παιδιά, ηλικίας γύρω στα 20, αλλά στην οικογένεια Dumas-Hermès υπάρχουν πολλά ξαδέλφια, πολλά από τα οποία εργάζονται στην εταιρεία.
«Η Hermès θα παραμείνει οικογενειακή, γιατί είναι μια ιδιαίτερα καλή ιστορία», λέει η Odell. «Όλη η ιστορία τους σε πείθει ότι είναι ένα πολύ σημαντικό εμπορικό σήμα κληρονομιάς. Στην πραγματικότητα, αυτό που προσπαθούν να σε πείσουν είναι ότι ό,τι πουλάνε αξίζει την τιμή του [μια μικρή Birkin ξεκινά από £9,000]. Τα περιθώρια κέρδους τους είναι απίστευτα, και όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι έχουν κάνει καταπληκτική δουλειά σε αυτό.»
Η πιο κοντινή ιταλική αντίστοιχη περίπτωση είναι πιθανότατα η Prada, η οποία έχει αναδειχθεί ως μία από τις σπάνιες επιτυχίες σε μια δύσκολη αγορά πολυτελών προϊόντων. Ο Lorenzo Bertelli, προσπαθώντας να εξασφαλίσει το μέλλον της εταιρείας, θέλει να επεκταθεί γι' αυτό και τα σχέδιά του να εξαγοράσει τη Versace. Είναι ο τύπος του γοητευτικού άντρα που θα ήθελαν οι παραγωγοί της σειράς Emily in Paris να δημιουργήσουν: με όψη κινηματογραφικού σταρ, επαγγελματίας οδηγός αγώνων και πραγματικά παθιασμένος με τη βιωσιμότητα, κάτι που πολλοί υποστηρίζουν, αλλά λίγοι πραγματικά κάνουν.
Με τα ένστικτα του Arnault, τη φυσική σύνδεση με τη μόδα και την αποφασιστικότητα του νικητή, θεωρείται το "επόμενο μεγάλο όνομα" στη βιομηχανία της μόδας. Ωστόσο, όλα αυτά θα πρέπει να περιμένουν μέχρι να μεγαλώσει η επόμενη γενιά. Φέτος τον Φεβρουάριο, τα επτάχρονα δίδυμα Tadzio και Dardo Delettrez Fendi άνοιξαν την επίδειξη μόδας της Fendi στο Μιλάνο, φορώντας μπότες ιππασίας που είχε σχεδιάσει ο Karl Lagerfeld για τη μητέρα τους, Silvia, όταν ήταν στην ηλικία τους.
Φυσικά, περπάτησαν στην πασαρέλα και αποθεώθηκαν από το κοινό – αλλά ενώ το διαδίκτυο συζητά για τα παιδιά μοντέλων και ηθοποιών που κατακτούν τις πασαρέλες και παίρνουν τις μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες, κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται που η πραγματική δύναμη παραμένει συγκεντρωμένη στα γραφεία των διοικήσεων, στα χέρια ανθρώπων με τη σωστή καταγωγή.
«Για μένα, αυτή η ιδέα ότι το αίμα είναι πιο παχύ από το νερό συνδέεται με την ευρωπαϊκή ιστορία – και γι' αυτό την αποδεχόμαστε», λέει η Hall. «Είναι σαν το Succession, αλλά και η σύγχρονη εκδοχή των αριστοκρατικών οικογενειών για τις οποίες έγραφε η Jane Austen. Ανυπομονώ για το επόμενο επεισόδιο…».