Τα ρούχα Kimalé ανoίγουν τα τσάκρα της καρδιάς
Η Irène Mamfredos είναι μια όμορφη Ελληνογαλλίδα με καταπληκτικό γούστο. Τα ρούχα της σου φτιάχνουν τη διάθεση και αναβαθμίζουν το στιλ χωρίς προσπάθεια.
Την ξέρω πολλά χρόνια. Πάντα ξεχώριζα πάνω της τον εξαιρετικό τρόπο που ντυνόταν, με υπέροχα υφάσματα που τα πάντρευε με έναν εντελώς δικό της τρόπο και σκεφτόμουν «μα πώς τα καταφέρνουν τόσο επιδέξια οι Παριζιάνες;». Το 2014, η Irène Mamfredos, κόντρα στην οικονομική κρίση, αποφάσισε να μοιραστεί το ιδιαίτερο στιλ της και με άλλες γυναίκες. Έτσι, δημιουργήθηκε το πετυχημένο Kimalé, τα ρούχα και τα κοσμήματα του οποίου μάς γεμίζουν με αισιοδοξία.
Ο μπαμπάς της είναι Έλληνας, η μητέρα της Γαλλίδα. Μεγάλωσε στο Παρίσι αλλά τα καλοκαίρια ερχόταν στην Κάλυμνο και έχει πολλές τρυφερές αναμνήσεις από το νησί. Τη γλώσσα δεν την είχε μάθει καλά, γιατί δεν μιλούσαν πολύ τα ελληνικά στην οικογένειά της. Όμως, στα 18, ερωτεύτηκε τον μελλοντικό της σύζυγο και τα βήματά της την έφεραν στην Ελλάδα. «Νομίζω, όμως, ότι εδώ θα κατέληγα έτσι κι αλλιώς. Λατρεύω το κλίμα, το φως τους ανθρώπους».
Αγαπημένη διαδρομή της στην πόλη είναι από τα Άνω Πετράλωνα, όπου ζει, μέχρι το κέντρο, όπου βρίσκεται το ατελιέ της. «Αγαπώ το κέντρο. Μοιάζει με τον σφυγμό μιας πόλης, την καρδιά της».
«Πως ήρθε η μόδα στη ζωή σου;» τη ρωτάω. «Δεν το έχω σπουδάσει, ήρθε από τυχαίες καταστάσεις, όπως όλα τα σημαντικά στη ζωή μου. Όμως, η μόδα πάντα με τραβούσε, από τότε που ήμουν 10-12 χρονών, είχα μια περιέργεια για όλα. Τα υφάσματα, τις ραφές, τις υφές. Μόδα για μένα είναι κάτι πολύ προσωπικό. Σε πηγαίνει το ένστικτο. Η μόδα είναι πώς ξυπνάς το πρωί. Η επιλογή που θα κάνεις ή θα σε ηρεμήσει ή θα σε τραβήξει να πας λίγο παραπέρα.
Μ' άρεσε πάντα να ψάχνω. Να δοκιμάζω. Έψαχνα στην γκαρνταρόμπα της μαμάς, του μπαμπά. Τα vintage μαγαζιά τα λάτρευα, γιατί ανακάλυπτα κρυμμένους θησαυρούς. Έπειτα, ήξερα ότι είχα έμφυτο γούστο. Είναι σαν εσωτερικό μέτρημα. Και το ήξερα, γιατί με ρωτούσαν οι φίλες μου "Πώς το φόρεσες αυτό; Που το βρήκες;". Όταν στα 18 γνώρισα τον άντρα μου, επειδή δούλευε στα περιοδικά, με βοήθησε. Όμως, ήμουν πολύ μικρή και ψαρωμένη».
«Δεν μιλούσα καλά τη γλώσσα και ήμουν ντροπαλή. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, η Αθήνα του τότε ήταν σκληρή με τη μόδα. Έμπαινα στο κατάστημα Sotris και με κοιτούσαν περίεργα, σε στιλ "ποια είσαι και τι θες". Δεν είχα τσαγανό, οπότε δεν συνέχισα σαν στιλίστρια. Μετά, γύρισα στο Παρίσι και εντελώς, μα εντελώς, τυχαία ήρθε η συνεργασία με τον Balencianga. Τεράστιο σχολείο, η όλη εμπειρία με πήγε αλλού.
Δημιουργικά χρόνια με γέλια και χαρά. Έδιναν αληθινό βήμα στους νέους και πρωτοβουλίες. Ήμουν βοηθός της μάνατζερ στο στούντιο. Ήταν θέση κομβική με ένα σωρό ευθύνες. Και ήταν πραγματικά σαν να έπεσα σε βαθιά νερά και έπρεπε να κολυμπήσω. Τα κατάφερα όμως».
Όταν επέστρεψα ξανά στην Ελλάδα, βρήκα δουλεία στα .LAK του Γαβαλά. Ήταν ο δεύτερος χρόνος που λειτουργούσαν και ήταν σε μεγάλη άνοδο. Ήμουν σε άλλο πόστο, έκανα έρευνα υλικών, υφασμάτων, οργάνωση γραφείου. Έμαθα και εκεί ένα σωρό πράγματα. Αν και ήμουν μόλις 23, μου έδωσαν αυτήν την ευκαιρία που αποδείχτηκε χρήσιμη στο στήσιμο της δικής μου εταιρείας αργότερα. Εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω και την Αλίκη Δέμη που ήταν βοηθός πατρονίστ και έγινε το δεξί μου χέρι -και φίλη καρδιακή και έμπνευση και όλα. Το Kimalé δεν θα το είχα ξεκινήσει χωρίς την Αλίκη και το λέω κατηγορηματικά».
«Πώς προκύπτει το όνομα» τη ρωτάω; «Είναι τα αρχικά των ονομάτων της οικογένειας μου. Κίμωνας ο άντρας μου, Μαργκό η κόρη μου και Λέων ο γιος μου. Τα αρχικά τους».
Άραγε, πώς συνδυάζεται η μόδα με την οικογένεια; Εκεί που ξεκίνησε δυναμικά με τη μόδα, απέκτησε παιδιά και από επιλογή τα άφησε όλα. «Συνειδητά ήθελα να είμαι παρούσα στο μεγάλωμά τους. Τα πέντε πρώτα σημαντικά χρόνια της ζωής τους ήθελα να είμαι εκεί. Όμως, μου έλειπε η δημιουργική έκφραση. Έτσι, κόντρα στις όποιες αντιξοότητες αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι δικό μας το 2014».
Και πώς μπήκαν στη ζωή της τα πολύ όμορφα αφρικανικά υφάσματα που χρησιμοποιεί; «Έχω ένα σωρό μνήμες από το Παρίσι. Η αφρικάνικη κοινότητα είναι πολύ μεγάλη. Από μικρή με γοήτευαν αυτά τα ωραία ζωντανά χρώματα. Και οι εξωτικές γυναίκες ήταν οι πιο ωραίες. Αγέρωχες, με τα όμορφα σώματά τους, με τα μωράκια τους στην αγκαλιά, τυλιγμένα με υπέροχα υφάσματα. Μου άρεσαν όλα τα στοιχεία επάνω τους. Μου έφτιαχναν τη διάθεση. Αυτή η περηφάνια, το στήσιμο που έχει το σώμα τους, τα ζωηρά χρώματα. Αυτά αποτέλεσαν τον πυρήνα της έμπνευσης και για το δικό μου brand.
Τα υφάσματά μου τα προμηθεύομαι από το Παρίσι, έχει μεγάλη αγορά και ποικιλία. Έπειτα, έχω μια γνωστή που πηγαινοέρχεται για ανθρωπιστικούς λόγους στο Τόγκο και μου φέρνει εξαιρετικά χειροποίητα υφάσματα. Με αυτά φτιάχνω μεγάλα μαξιλάρια και κάνω ειδικές παραγγελίες. Στόχος είναι να ασχοληθώ και με τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Ήδη συνεργάζομαι με έναν αρχιτέκτονα και φτιάχνουμε αμπαζούρ και λέω να το συνεχίσω όλο αυτό».
Της λέω ότι κάθε φορά που φοράω κάτι Kimalé νιώθω πολύ ξεχωριστή και πολύχρωμη και ότι με προσέχουν στο δρόμο με ωραίο τρόπο. «Αυτή η διαφοροποίηση των χρωμάτων και των σχεδίων σού δίνει αυτοπεποίθηση και νιώθεις ωραία, μου το λένε πολλές γυναίκες. Νιώθουν μοναδικές».
Στη βασική ομάδα είναι η Μέλπω, η Αλίκη και ο Sebastien Peigne, που είναι ο designer και επίσης δούλευε στον Balencianga, αλλά και στον οίκο Chloe. Mε την Irène σχεδιάζουν μαζί τα τέσσερα τελευταία χρόνια και δίνουν μεγάλη έμφαση στη λεπτομέρεια. «Είμαστε και οι δυο λεπτολόγοι. Θέλουμε ακόμα και το κάθε κουμπί να είναι σωστό ραμμένο. Να είναι το ρούχο ξεχωριστό και περιποιημένο».
Τη ρωτάω πόσο τους δυσκόλεψε η πανδημία. «Με την πανδημία πάθαμε ένα πρώτο σοκ. Δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα, όχι βέβαια μόνο για εμάς. Έτσι, ρίξαμε βάρος και στο e-shop, να γίνει πιο λειτουργικό. Σίγουρα, ήταν μια δύσκολη χρονιά. Που μας έμαθε, όμως, και πράγματα. Ανακαλύψαμε αντοχές, που δεν ξέραμε ότι διαθέτουμε. Έχω, ωστόσο, μέσα μου μια αισιοδοξία. Είμαι πολύ χαρούμενη για το αποτέλεσμα και πόσο άρτια γίνεται η δουλειά. Κάθε μέρα κάτι μαθαίνουμε και εξελισσόμαστε. Νιώθω ευλογημένη γιατί η δουλειά μου με γεμίζει και είναι ένα καλό αντίβαρο σε όλα. Ακόμα και στις υπαρξιακές αγωνίες που έβγαλε η πανδημία. Νιώθω τυχερός άνθρωπος».
Η συζήτηση πάει στα κοσμήματά της που είναι και αυτά σήμα-κατατεθέν του brand. Τα ψαράκια της, που τα φοράω χρονιά, είναι πλέον κλασικά.
«Το κόσμημα ήρθε συμπληρωματικά. Το πρώτο κόσμημα που έφτιαξα ήταν ένα κουμπί και το κουμπί έγινε δαχτυλίδι και το δαχτυλίδι σκουλαρίκι -και πάει λέγοντας.
Στο σχολείο των παιδιών είχα τη σπάνια τύχη να συναντήσω έναν σχεδιαστή κοσμημάτων που δεν φτιάχνει κοσμήματα, άλλα ποιήματα! Έναν αληθινό καλλιτέχνη, τον Δημήτρη Νικολαΐδη, και κάπως δειλά και αυθόρμητα του ζήτησα να μου φτιάξει ένα κουμπί. Μου είπε δεν μπορεί να το κάνει, άλλα μου δάνεισε κερί και τρία ακόμα υλικά και μου είπε "θα σε μάθω να το κάνεις μόνη σου".
Και αυτό ήταν! Άνοιξε ένας άλλος, μαγικός κόσμος μπροστά μου. Μετά, παρακολούθησα ένα σεμινάριο μαζί του, γιατί είναι και εξαιρετικός δάσκαλος, και κάπως έτσι μπήκα στο κόσμημα. Βέβαια, έχω καταλάβει ότι, το κόσμημα δεν είναι απλή ιστορία. Θέλει σοβαρή σπουδή και αφοσίωση και συνεχή ενημέρωση και ώρες εξάσκησης. Βρήκα, έτσι, έναν πολύ καλό και ικανό τεχνίτη με τον οποίο συνεργάζομαι και φτιάχνουμε τα κοσμήματα πάνω σε δικά μου σχέδια.
Εδώ και χρόνια, τα κοσμήματα τα βρίσκεις και στο μουσείο Μπενάκη και στο Κυκλαδικής Τέχνης. Πάνε πολύ καλά. Θα έλεγα ότι πάνε το ίδιο καλά με τα ρούχα, σαν να συμβαδίζουν δίπλα δίπλα».
Τη ρωτάω για τα μελλοντικά της σχέδια. «Θα μου άρεσε, όταν ξεμπερδέψουμε με την πανδημία, να έχουμε κόσμο εδώ στο ατελιέ. Να ανοίγουμε τα Σάββατα και, με τα ρετάλια από τα υφάσματα, να μπορείς να φτιάξεις παλιά τζιν, t-shirts ή οτιδήποτε άλλο, σε δικό σου σχέδιο. Είτε μόνος σου ή να στο ράψει μια μοδίστρα που θα είναι εδώ, με μικρό κόστος».
Τέλος, ζητάω να μου πει τι εύχεται για τον εαυτό της. Γελάει κάπως αμήχανα. «Τι με ρωτάς τώρα;». Σκέφτεται λίγο για να μου πει με αποφασιστική φωνή «Να έχω καλή σχέση με τα παιδιά μου. Να κάνουν τη ζωή που θέλουν, αλλά να ξέρουν ότι είμαι δίπλα τους διακριτικά. Και ότι στηρίζω κάθε τους επιλογή».
Φεύγοντας, μου χαρίζει μια τέλεια υπέρ trendy θήκη να βάζω το παγούρι μου ή το νερό μου, που είναι μόδα διεθνώς. Φεύγω πιο ανάλαφρη. Η Irène είναι τόσο γλυκιά, δημιουργική και ευχάριστη, που σκέφτομαι ότι τη θέλω για φίλη μου. Καθώς, όμως, είναι επαρκής από δοκιμασμένος φίλους, λέω να της κάνω μια αίτηση και, αν τα θέλει η ζωή, θα μας φέρει τελικά κοντά. Μέχρι, τότε θα φοράω Kimalé κάθε φορά που θα θέλω να κάνω τη διαφορά.