Η συναρπαστική ζωή της Μαρίκας Κοτοπούλη και ο παράφορος έρωτας για τον Ίωνα Δραγούμη
Στις 11Σεπτεμβρίου 1954 μια από τις μεγαλύτερες «θεατρίνες» -έτσι ήθελε να την αποκαλούν- της ελληνικής σκηνής, η Μαρίκα Κοτοπούλη, άφησε την τελευταία της πνοή ξαφνικά σε ηλικία 67 χρόνων από ανακοπή.
Η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και στην κηδεία της παραβρέθηκαν χιλιάδες ανώνυμοι πολίτες για να αποχαιρετήσουν τη μεγάλη πρωταγωνίστρια.
Η Κοτοπούλη γεννήθηκε κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή, αφού οι πόνοι της γέννας έπιασαν την μητέρα της ενώ έπαιζε σε μια παράσταση. Ως νεογέννητο μωρό στη συνέχεια, στην αγκαλιά της μάνας της έπαιξε την πρώτη της παράσταση. Οι γονείς της ήταν ηθοποιοί περιπλανώμενων θιάσων, οπότε συνεχώς μετακινούνταν από μέρος σε μέρος. Έτσι η Μαρίκα δεν πήγε ποτέ δημοτικό, έμαθε να διαβάζει μόνη της. Εκείνη όμως ήθελε να πάει σχολείο. Κρυφά από τους γονείς της έδωσε εξετάσεις στο Αρσάκειο, όπου έγινε δεκτή, και μάλιστα με υποτροφία. Τα παιδικά της χρόνια δεν ήταν εύκολα. Οι γονείς της συχνά μάλωναν και βιαιοπραγούσαν, ενώ η μητέρα της ήταν σκληρή και βάναυση, όπως η ίδια η Κοτοπούλη έλεγε.
Στον θίασο του πατέρα της που ονομαζόταν «Πρόοδος», η νεαρή Μαρίκα έπαιξε μια σειρά από ρόλους, τραβώντας την προσοχή του κοινού και των κριτικών, που έκθαμβοι παρατηρούσαν πως ένα τόσο μικρό κορίτσι μπορούσε να παίζει με δεξιοτεχνία γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος και ο Θωμάς Οικονόμου γίνονται φανατικοί θαυμαστές της και τελικά ο δεύτερος την προσλαμβάνει στο Βασιλικό Θέατρο, τον πρώτο κρατικά επιδοτούμενο θίασο, το 1902. Δίπλα στον Οικονόμου η Μαρίκα θα διαμορφώσει την καλλιτεχνική της ταυτότητα και θα έρθει σε επαφή με κλασικά έργα στα οποία και θα διακριθεί.
Το 1905 ήταν μια καθοριστική χρονιά για τη Μαρίκα, αν και τότε εκείνη δεν το γνώριζε. Η λαμπερή ηθοποιός, που ζούσε τη ζωή της ελεύθερη και μακριά από τις συμβάσεις της εποχής, βρίζοντας σαν άνθρωπος του λιμανιού, εθισμένη στη μορφίνη, και αρνούμενη να υποταχθεί στο ρόλο της συζύγου- φημολογούνταν μάλιστα ότι είχε σχέσεις και με αρκετές γυναίκες- κέρδισε την προσοχή του Ίωνα Δραγούμη στην Αλεξάνδρεια. Εκείνος είχε πάει να τη δει στο θέατρο όπου έπαιζε την «Ηλέκτρα». Στην αίθουσα βρισκόταν και η Πηνελόπη Δέλτα. Όταν η Μαρίκα βγήκε στη σκηνή το βλέμμα του Δραγούμη καρφώθηκε πάνω της. Μετά την παράσταση όμως δεν πήγε στο καμαρίνι της. Αργότερα θα της έλεγε πως εκείνη τη μέρα ένιωσε σαν να είχαν κάνει έρωτα. Τρία χρόνια μετά και αφού πλέον ο Δραγούμης είχε χωρίσει με τη Δέλτα, συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. «Δικός σου ως τον θάνατο», της έγραφε στις επιστολές που της έστελνε και πράγματι κράτησε την υπόσχεσή του. Το περιβάλλον τους όμως δεν δεχόταν τη σχέση του με μια θεατρίνα, ακόμα κι αν αυτή λεγόταν Κοτοπούλη. Για δώδεκα χρόνια ζουν έναν θυελλώδη έρωτα, μένουν μαζί αν και δεν έχουν επισημοποιήσει τη σχέση τους, και όταν πια αποφασίζουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να παντρευτούν ο Δραγούμης εκτελείται από το βενιζελικό στρατιωτικό σώμα ασφαλείας στο κέντρο της Αθήνας, ως εμπλεκόμενος στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Η Μαρίκα μαθαίνει τα νέα 23 μέρες μετά, θρηνεί απελπισμένα, σκίζει το πάτωμα με τα νύχια της -έτσι πρέπει να παίζεται ο θρήνος της Ηλέκτρας για τον Ορέστη, είχε πει μάλιστα- και ορκίζεται πως ποτέ δεν θα ξεπεράσει αυτή τη βαθιά πληγή.
Το 1906 παίρνει τη μεγάλη απόφαση να αποχωρήσει από το Βασιλικό θέατρο και να φτιάξει τον δικό της θίασο με νεότερους συναδέλφους της, όπως ο Δημήτρης Μυράτ. Παράλληλα, ταξιδεύει πολύ και ενημερώνεται για τις νέες τάσεις του θεάτρου, πράγμα ασυνήθιστο και δη για μια γυναίκα εκείνη την εποχή. Το 1911ο θίασος παίρνει το όνομά της και εγκαθίσταται στο θέατρο της Ομονοίας. Έκτοτε η Κοτοπούλη γίνεται η μεγάλη κυρία της ελληνικής σκηνής, μαζί με την Κυβέλη βέβαια. Η κόντρα των δυο γυναικών υπήρξε παροιμιώδης και το κοινό ήταν για χρόνια διχασμένο στους «κοτοπουλικούς» και τους «κυβελικούς». Στο θέατρο της, η Μαρίκα ανεβάζει εμπορικά έργα, μπουλβάρ και επιθεωρήσεις για να εξασφαλίζει την επιβίωση τους σχήματός της όμως παράλληλα δίνει το βήμα σε σημαντικούς Έλληνες συγγραφείς όπως ο Ξενόπουλος, αλλά και μεγάλους δραματουργούς, όπως ο Ο’ Νηλ, ή ο Τσέχοφ. Το 1925 παντρεύεται τον Γιώργο Χέλμη, που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του θεάτρου και κάνει μια μεγάλη στροφή. Αρχίζει να παίζει τραγωδίες και σαιξπηρικά δράματα, ενώ σημαντική υπήρξε και η συνεργασία της με τον Αιμίλιο Βεάκη.
Το 1929 συμπράττει με τον Σπύρο Μελά και δημιουργούν την «Ελεύθερη Σκηνή», που επικεντρώνεται στο διεθνές ρεπερτόριο, στην προσεκτική προετοιμασία των παραστάσεων και δίνει σημασία στο όραμα του σκηνοθέτη, πράγμα που εκείνη την εποχή θεωρήθηκε ανατρεπτικό.
Το 1932 ιδρύεται το Εθνικό Θέατρο, και οι δυο μεγάλες πρωταγωνίστριες η Κυβέλη και η Κοτοπούλη τρομοκρατημένες από την νέα κατάσταση αποφασίζουν να συνεταιριστούν. Με την καθοδήγηση του Μελά ανεβάζουν την «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλλερ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με την Κοτοπούλη στον ρόλο της Ελισάβετ και την Κυβέλη σε εκείνον της Μαρίας Στιούαρτ. Η συνεργασία τους θα επεκταθεί και στον κινηματογράφο, με τις δύο τους να συμπρωταγωνιστούν στην ταινία «Κακός Δρόμος» (1933), σε σκηνοθεσία Ερτογρούλ Μουχσίν βέη. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της περιοδείας του θιάσου.
Το 1936 εγκαταστάθηκε στο Θέατρο Ρεξ προσαρμόζοντας τον θίασο της στα νέα δεδομένα. Επιπλέον, εξαιτίας της στήριξης της στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 (Δικτατορία Μεταξά)- η Κοτοπούλη ήταν φανατική Βασιλική- αν και συχνά έκρυβε αριστερούς στα καναρίνια τους θεάτρου τους- έλαβε μια γενναία κρατική επιχορήγηση και συμφώνησε να μετατρέψει τον θίασό ημι-κρατικό και να παραχωρήσει τον έλεγχο του δραματολογίου στο κράτος το 1939. Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1940 παρέδωσε τη διεύθυνση του θιάσου της στον Μήτσο Μυράτ, πραγματοποιώντας πότε πότε έκτακτες εμφανίσεις. Τέλος, το 1950 καθιέρωσε το Βραβείο «Μαρίκα Κοτοπούλη» για νεαρές πρωταγωνίστριες.
Το θέατρο για την Κοτοπούλη ήταν θρησκεία, ζούσε για τη σκηνή. Μια φορά ένας δημοσιογράφος την ρώτησε: «Ποια είναι η αναψυχή σας;» κι εκείνη απάντησε με ευκολία: «Δυο παραστάσεις την ημέρα και πρόβα το πρωί»… Γενναιόδωρη με τους νέους έβγαλε μια γενιά ηθοποιών. Μινωτής, Παξινού, Χορν, Κουν, Μερκούρη, Λογοθετίδης, Λαμπέτη, Παπαδάκη, Συνοδινού, τη θεωρούσαν δασκάλα τους και μέντορά τους. Και μέσα από αυτούς ο θρύλος της επέζησε μέχρι σήμερα, καθιερώνοντάς την στη συνείδηση ακόμα και των νεότερων γενεών ως τη μεγάλη θεατρίνα της Ελλάδας.