Aττίκ: Ο μελαγχολικός τροβαδούρος της Αθήνας
Κάθε τραγούδι του είναι κι ένα νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν και ταυτόχρονα η ενσάρκωση ενός βαθύτερου αισθήματος που αντέχει στον χρόνο. Δεν ήταν απλώς ένας μουσικός, ήταν ο εκφραστής μια ολόκληρης εποχής.
Οι γεμάτοι ποίηση και ευαισθησία στίχοι του, οι φινετσάτες μελαγχολικές του μελωδίες και φυσικά η εκρηκτική του προσωπικότητα και το ταμπεραμέντο έκαναν τον Αττίκ συνώνυμο του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού αλλά και τον απόλυτο εκπρόσωπο της παλιάς Αθήνας.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Κλέωνας Τριανταφύλλου και γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1895 από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος βαμβακοπαραγωγός και έμπορος, ενώ η μητέρα του καλλιεργημένη και γλωσσομαθής ήταν κόρη του ριζοσπάστη βουλευτή από τα Κύθηρα Δημητρίου Ραπτάκη. Έτσι ο μικρός Κλέωνας μεγαλώνει σε ένα αστικό περιβάλλον και από μικρός έρχεται σε επαφή με τη μουσική. Παίζει πιάνο και φλάουτο και σκαρώνει τα πρώτα του στιχάκια σε νεαρή ηλικία. Μετά από τον θάνατο του πατέρα του, το 1893, όταν ο Αττίκ είναι οκτώ χρονών, η οικογένεια Τριανταφύλλου εγκαταλείπει την Αίγυπτο και εγκαθίσταται πλέον στην Αθηνά. Ο Κλέωνας φοιτά στη Νομική σχολή και στη συνέχεια φεύγει για το Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί όμως στην Πόλη του Φωτός, που αποφασίζει ότι η μουσική είναι ο μόνος δρόμος που του ταιριάζει. Έτσι γράφεται στο Conservatoire de Paris, όπου θα έχει καθηγητές τον Gabriel Fauré, τον Camille Saint-Saëns και τον Émile Pessard.
Το ταλέντο του γρήγορα τον έκανε γνωστό και ο Αττίκ κάνει καριέρα στη γαλλική πρωτεύουσα της Μπελ Επόκ, γράφοντας περίπου 300 συνθέσεις. Όμως η οικογένειά του αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και η αδελφή του η Νόρα αρρωσταίνει βαριά, οπότε εκείνος αναγκάζεται να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη για να στηρίξει τη μητέρα του.
Γαλλομαθής και εκλεπτυσμένος ο Αττίκ δεν περνάει απαρατήρητος τους κοσμικούς κύκλους της εποχής, που γίνεται το πρώτο του κοινό. Το 1931 δημιουργεί την περιβόητη «Μάντρα» η όποια στεγάζεται στην οδό Μηθύμνης στην τότε Πλατεία Αγάμων, τη σημερινή πλατεία Αμερικής. Η «Μάντρα» λειτουργούσε το καλοκαίρι και το χειμώνα περιόδευε σε όλη την Ελλάδα μέχρι που τελικά βρήκε μόνιμη στέγη στην ταβέρνα «Μονμάρτη» στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Ηπείρου. Πολλοί καλλιτέχνες της εποχής ξεκίνησαν από εκεί την καριέρα τους, όπως η Καλή Καλό, η Δανάη, η Κάκια Μένδρη, η Ντιριντάουα, η Λέλα Μιτσούκ, αλλά και οι αδερφές Καλουτά.
«Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ένα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους έξι-επτά μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα που ήταν η είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. 'Ένα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι στο δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα… μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν την σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει. Στο μπαλκόνι ακουμπισμένος με το αριστερό χέρι στα κάγκελα, σκυφτός προς τα έξω ένας Αττίκ με αγγελικό χαμόγελο να κάνει με το δεξί χέρι μια χειρονομία υποδοχής. Αυτός ο Αττίκ ήταν ανδρείκελο σε φυσικό μέγεθος, έργο γνωστού γλύπτου, μοναδικού σε τέτοιες δύσκολες εργασίες. Του φορούσαμε απαράλλαχτα τα δικά μου ρούχα, που είχα τότε καθιερώσει, άσπρο πουκάμισο, άσπρα παπούτσια και κάλτσες και τα λοιπά, ήταν όλα τόσο επιτυχημένα - που πολλοί γελιόντουσαν και μου φώναζαν από κάτω - πηγαίνοντας στο ταμείο: Αττίκ πες να μας δώσουν καλές θέσεις! Τέτοιος καλλιτέχνης ήταν ο γλύπτης Φώσκολος. Εννοείται ότι κάθε βράδυ το ανδρείκελό μου έμπαινε μέσα, αλλιώς η μαρίδα της γειτονιάς θα το ετάραζε στις πετριές και θα μου έσπαζε το κεφάλι, που επλήρωσα τότε στο Φώσκολο πέντε χιλιάδες δραχμές. Θα σκεφθείτε ίσως: Τι να κοστίζει άραγε το αληθινό; Απαντώ - Πολύ λιγότερα», αυτό έλεγε ο ίδιος ότι ήταν η «Μάντρα» του, που συγκέντρωνε κάθε βράδυ την αφρόκρεμα της Αθήνας αλλά και τη νέα γενιά του Μεσοπολέμου που αναζητούσε την ταυτότητά της.
Ο Αττίκ κάθε βράδυ καθόταν στο πιάνο και σκάρωνε στιχάκια, που τραγουδούσε μαζί με τους θεατές, ενώ δεν έλειπαν και τα σατιρικά σχόλια. Όταν το 1935 στο στόχαστρο του σκαμπρόζου δημιουργού μπήκε ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης, οι χωροφύλακες εισέβαλαν στην «Μάντρα» και την έκαναν γυαλιά καρφιά, τραυματίζοντας και τον ίδιο τον Αττίκ στο κεφάλι. Παρ' όλα αυτά τίποτα δεν πτοούσε τον ανατρεπτικό καλλιτέχνη που δεν ανεχόταν κανείς να του φιμώνει το στόμα.
Το πρόγραμμα τώρα στη «Μάνδρα» διαρκούσε δύο ώρες και το κοινό είχε την δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά. Ο Αττίκ συνόδευε πάντα τους τραγουδιστές που φιλοξενούσε στο πιάνο, κάνοντας το χαρακτηριστικό διπλό του σφύριγμα -σφύριζε δηλαδή δυο διαφορετικές νότες ταυτόχρονα, δημιουργώντας εντυπωσιακές διφωνίες που έμοιαζαν με κελάηδημα πουλιών. Πολλοί μάλιστα θεατές επισκέπτονταν τη «Μάντρα» του μόνο και μόνο για να ακούσουν αυτό το διπλό σφύριγμα.
Στην προσωπική του ζωή τώρα, υπήρξε σύμφωνα με τις φήμες άστατος. Η αλήθεια όμως ήταν πως ο Αττίκ ήταν ένας άνδρας βαθιά συναισθηματικός και θαυμαστής του γυναικείου φύλου, που ζούσε για τον έρωτα. Η πρώτη του γυναίκα η Μαρί-Ελέν, με την οποία παντρεύτηκε το 1909, πέθανε έξι μήνες μετά από τον θάνατο του μοναδικού παιδιού τους σε ηλικία ενός έτους, μην αντέχοντας το βάρος της απώλειας
Στη συνέχεια γνώρισε και παντρεύτηκε την ηθοποιό, ποιήτρια και εκδότρια του περιοδικού «Νέος Παρθενών», Μαρίκα Φιλιππίδου, που ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του.
Η Μαρίκα όμως τον χωρίζει για χάρη του Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας, και ο Αττίκ υποφέρει από κατάθλιψη. Ένα βράδυ μάλιστα στη «Μάνδρα» εμφανίζεται μαζί με τον καινούργιο σύζυγό της. Το κοινό ζητάει από τον Αττίκ να παίξει το «Είδα μάτια» ένα τραγούδι που είχε γράψει για εκείνη. Ο δημιουργός όμως δεν μπορεί αυτή τη φορά να τους κάνει τη χάρη. Αποσύρεται στο καμαρίνι του και επιστρέφει δέκα λεπτά αργότερα, κάθεται στο πιάνο και ερμηνεύει ένα ολοκαίνουριο τραγούδι: το «Ζητάτε να σας πω». Η Μαρίκα συγκινημένη φεύγει με δάκρυα στα μάτια κι ο Αττίκ στο πιάνο συνεχίζει την ωδή στη μεγάλη του αγάπη.
Αργότερα γνώρισε και παντρεύτηκε για τρίτη φορά τη Ρωσίδα χορεύτρια Σούρα, με την οποία και έζησε μέχρι τον θάνατό του. Το τραγούδι του «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα του συνθέτη, γράφτηκε όταν εκείνη αρρώστησε από τύφο και κινδύνεψε σοβαρά. Μάλιστα λέγεται ότι τους στίχους τους ολοκλήρωσε σε μια από τις παραστάσεις του με τη συνδρομή του κοινού, που του έδωσε την ιδέα να γράψει «βιόλες», μια λέξη που του έλειπε ως εκείνη τη στιγμή και δεν μπορούσε να ολοκληρώσει το τραγούδι.
Το 1944 πρωταγωνίστησε στη μουσική, δραματική ταινία «Χειροκροτήματα» του Γιώργου Τζαβέλλα, που με έναν τρόπο θεωρείται μια άτυπη βιογραφία του. Στην ταινία αυτή κουρασμένος από την Κατοχή και τις θηριωδίες του ναζισμου, ελάχιστα θύμιζε τον δυναμικό, ευφυή, παιχνιδιάρη δημιουργό της «Μάντρας».
Στις 29 Αυγούστου 1944, σκόνταψε κατά λάθος πάνω σε έναν Γερμανό στρατιώτη, ο οποίος τον χτύπησε άγρια. Μην αντέχοντας τη φρίκη του πολέμου, εκείνο το βράδυ ο Αττίκ, πήρε μεγαλύτερη ποσότητα από τα ηρεμιστικά βερονάλ, που κάθε βράδυ κατανάλωνε για να μπορεί να κοιμηθεί και «φεύγει» από τη ζωή σε ηλικία 59 χρόνων. Μαζί του τελείωσε και η ιστορία της «Μάντρας». Το έργο του όμως έμεινε πίσω να μας θυμίσει την μοναδική ποιότητα ενός ανθρώπου που έζησε και πέθανε ως γνήσιος καλλιτέχνης.