Χάρης Φραγκούλης: «Μ' έδιωξαν από το Αρσάκειο, ήμουν "το κακό παιδί"»
Ο Χάρης Φραγκούλης ψάχνει την ουσία, σε όλα, και πρωτίστως στο θέατρο. Σκηνοθέτης και ηθοποιός, ξεκίνησε με σπουδές Βιολογίας, κάνει μποξ και πυγμαχία από μικρός. Απόφοιτος της Δραματικής του Εθνικού, με τους δασκάλους του να διακρίνουν το πηγαίο ταλέντο του, δεν άργησε να ξεχωρίσει. Είναι 37 χρόνων.
«Μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Το σπίτι μου δεν ήταν αυστηρό, ούτε χαλαρό, ήταν κανονικό. Ο πατέρας μου, εκδότης, γνωρίστηκε με τη μητέρα μου μέσα στο Πολυτεχνείο. Την υπερασπίστηκε όταν κάποιοι τη χτύπησαν στο κεφάλι. Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος έγινε δικηγόρος τους μετά. Παλιοί αριστεροί και οι δύο που απογοητεύτηκαν με την αριστερά. Η μάνα μου ήταν αεροσυνοδός. Εχω μια αδελφή κι έναν ανιψιό.
Στο σχολείο ήμουν το κακό παιδί. Εζησα τα νιάτα μου με τρόπο που έπρεπε να επιβεβαιώσω το παλιόπαιδο... Μετά κατάλαβα και προσπαθώ να παλέψω μ΄αυτό.
Μ΄έδιωξαν από το σχολείο μου, το Αρσάκειο, στη Β΄Γυμνασίου -τσακωνόμουν με τους καθηγητές. Δεν σηκωνόμουν στην τάξη όταν έμπαινε ο καθηγητής, δεν πήγαινα στην προσευχή. Ημουν 13 χρόνων. Οχι, δεν ήμουν στην θεατρική ομάδα, τα σνόμπαρα αυτά.
Με διώξανε πολύ χοντρά, δεν με έπαιρνε κανένα σχολείο της γειτονιάς μου. Πήγα στο 2ο Βούλας στο Πανόραμα, έπαιρνα τρία λεωφορεία για να φτάσω. Οχι δεν τέλειωσα εκεί. Μετά καθάρισα το ποινικό μου μητρώο, τη διαγωγή μου, και μπόρεσα να πάω στο σχολείο της γειτονιάς μου, το 5ο Νέας Σμύρνης όπου και τελείωσα.
Ημουν σε ένα φοβερά αυστηρό, υποκριτικό σχολείο –από το νηπιαγωγείο ήμουν εκεί, ήμουν πολύ αγριεμένος μ΄αυτό το σχολείο, το έβρισκα φρικτό. Οι γονείς μου δεν ήξεραν κι αυτοί τι φταίει. Είχαμε έναν θεολόγο διευθυντή ο οποίος μου έλεγε “είσαι το κλαδί το σαπισμένο σε ένα υγιές δένδρο και πρέπει να το κόψουμε”, κι εγώ ήμουν έντεκα-δώδεκα. Και βέβαια ήμουν στα κόκκινα. Κάπως θεμελίωσα όλο αυτό μέσα μου και μου έχει μείνει μια μιζέρια που προσπαθώ να την αποβάλω. Είναι ένα μίζερο πράγμα αυτό, ότι κάπως νιώθω πιο καλά όταν δεν έχω την επιβράβευση.
Το θέατρο δεν με απασχολούσε καθόλου. Το μποξ είχε μπει από νωρίς στη ζωή μου, από πάντα. Μποξ και γήπεδο. Οταν άρχισε το μποξ μεγάλωνα, άντρεβα, ηρεμούσα. Μου πήρε τον θυμό, μου΄κανε καλό. Νομίζω ότι δεν είμαι πια τόσο θυμωμένος και αντιδραστικός.
Το θέατρο μπήκε τυχαία, από έναν φίλο μου. Είχα ένα μεγάλο ατύχημα στο γήπεδο –ως οπαδός, του Πανιωνίου, και έβαλα σίδερα στα πόδια. Τότε μου λέει ο φίλος μου “γιατί δεν έρχεσαι εκεί στο θεατρικό εργαστήρι που πάω”, και πήγα. Αυτό ήταν.
Σπούδασα Βιολογία –τέλειωσα το λύκειο με 19,1. Δεν πήρα πτυχίο αλλά την σπούδασα. Αργότερα πήγα στο εργαστήρι της Τότας Σακελλαρίου –την “Μαύρη Σφαίρα”, στην Ζωοδόχου Πηγής. Ηταν πολύ καλή, μπορούσε ν΄αγκαλιάσει. Ηταν η πρώτη φορά, μετά το μποξ και την πυγμαχία, όπου ένιωθα ότι οι άνθρωποι ήταν καλοί αλλά το ίδιο το πράγμα είχε και κάτι από δίπλα. Στο θέατρο ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι είμαι κανονικός, ότι δεν είμαι παράξενος, ότι είναι ΟΚ.
Μ΄άρεσε και ο χώρος της λογοτεχνίας, μπόρεσε να με θεραπεύσει κάπως, να με προστατεύσει. Δεν ήμουν παιδί που διάβαζε –αντιδραστικά διάβασα στη Γ΄Λυκείου για να μπω στο Πανεπιστήμιο κι όχι από βαθιά επιθυμία. Ηθελα να αποδείξω, από αντίδραση, ότι αν πω ότι θα διαβάσω θα τα καταφέρω –και τα κατάφερα. Και πήρα χαρά. Βέβαια αυτές είναι ρηχές χαρές.
Στο θέατρο όμως, άλλο πράγμα. Διάβασα, διάβασα... Εμεινα τρία χρόνια στο εργαστήρι και μετά πήγα στο Εθνικό, στην σχολή –ήμουν 21. Ημουν τυχερός, είχα πολύ καλούς δασκάλους, τον Δημήτρη Καταλειφό, τον Ακύλλα Καραζήση, την Μάρθα Φριτζήλα, την Μαρία Κεχαγιόγλου.
Η πρώτη μου χρονιά στο θέατρο ήταν με τον “Επιστάτη”, πολύ μπαμ, κατευθείαν. Πήγα με την πρώτη ορμή και μετά κατάλαβα ότι πρέπει να το κάνω κάτι. Θυμάμαι τον Λευτέρη (σ.σ. Βογιατζήσς) που μου είπε “εσύ είσαι πολύ καλός, θα έχεις πρόβλημα”. Εφαγα πολύ Λευτέρη εγώ. Μπορεί να έπαιξα μόνο σε δύο παραστάσεις του, αλλά επειδή ήμουν βοηθός του, σ΄αυτά τα δύσκολα χρόνια, τα τελευταία, σχεδιάζαμε μαζί τον “Οιδίποδα”. Ο “Αμφιτρύων” ήταν μια περίοδος τρέλας, εκεί γνώρισα και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Οπότε όταν μου είπε ο Λευτέρης “είσαι πολύ καλός θα έχεις πρόβλημα”, αναρωτήθηκα τι λέει. Μετά κατάλαβα.
Είχα μεγάλες συναντήσεις, Βογιατζής, Παπαϊωάννου, Μαρμαρινός, Μαστοράκης, Χουβαρδάς. Ναι, με ενδυνάμωσαν. Δεν ξέρω τι γίνεται με το θέμα επιβεβαίωση αλλά ξέρω ότι πολλές φορές ένιωθα να εξαντλείται κάτι μέσα μου και υπήρξαν άνθρωποι που συσχετίστηκα μαζί τους και μου ανοίξανε έναν χώρο. Οπότε έπρεπε κάτι να κάνω. Δεν είναι ότι με διάλεξαν όλοι αυτοί, αλλά ότι με διάλεξε ο Δημήτρης Καταλειφός κι εγώ έπρεπε να κάνω κάτι γι΄αυτή τη σχέση. Ο άλλος σου δείχνει κάτι οπότε πρέπει κι εσύ να κάνεις κάτι, να αντιποκριθείς σ΄αυτό το δώρο. Οταν μου είπε ο Μιχαήλ “παίξε τον Δον Ζουαν και πάρτο πάνω σου” ένιωσα ότι ήταν φοβερά γενναιόδωρος. Δεν είχα παίξει τόσο πολύ. Αλλά το ότι είπε αυτό μ΄έκανε να κάνω κάτι... Και μετά ήρθαν ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι, η “Μεταπολίτευση”, οι “Ιχνευτές”. Μεγάλη εμπιστοσύνη, πολύς χώρος.
Η προσπάθειά μου είναι να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης αυτής. Από μόνος μου μπορεί η τάση μου να είναι άλλη. Αλλά όταν σου δίνει ο άλλος ένα κουταβάκι, κάτι πρέπει να κάνεις, όπως με τα παιδιά όταν διδάσκεις, κι εγώ διδάσκω. Δεν μπορείς να είσαι κουρασμένος. Δεν μπορείς να πας μ΄αυτό που είσαι σε μια δουλειά, δεν φτάνει, δεν είναι αρκετό. Κι αυτό είναι μια προϋπόθεση.
Εγώ δεν είμαι ούτε καπνιστής ούτε πότης, αλλά πίνω καμιά μπύρα ή κανέναν ουίσκι. Ξέρεις πόσο καιρό έχω να πιω μια μπύρα; Πέντε μήνες. Για να μπορέσω να κάνω αυτό που ζητάει η παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου το ΙΝΚ. Κι όχι από ηθικής πλευράς αλλά γιατί πραγματικά ήταν τόσο δύσκολο αυτό με τον Δημήτρη, που η μια μπύρα έγραφε. Ενώ σε άλλες δουλειές, την κλέβω. Αλλωστε από πολύ μικρός γυμνάζομαι πολύ.
Μετά την πρεμιέρα της “Αφιέρωσης” θα πάμε με το ΙΝΚ περιοδεία με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου: Πώς προέκυψε; Πολύ τυχαία. Πήγα να δω τον “Εγκάρσιο προσανατολισμό” και επειδή είμαι φίλος με τον Αγγελο Μέντη, στην πόρτα, κυριολεκτικά στην πόρτα, συνέβη. Ηξερα τον Δημήτρη, μου είχε ξαναπροτείνει αλλά δεν μπορούσα ενώ ήθελα, γιατί είχα τότε συμβόλαιο με το Εθνικό. Κι είχαμε δουλέψει και στον “Αμφιτρύωνα”, είχε βοηθήσει πολύ στο τέλος όπως και στο “Θερμοκήπιο”, πριν φύγει ο Λευτέρης. Ούτε φανταζόμουν ότι θα θέλει εμένα, ειδικά όταν ανοίχτηκε και μπορούσε να έχει όποιον θέλει -γιατί να πάρει εμένα;
Την επομένη πήρα ένα μήνυμα απ΄τον Παπαϊωάννου να πάω, πήγα και μου λέει “αν θες δουλεύουμε” και λέω “ναι, γιατί όχι”... Ειδικά τώρα είμαι και σε μια ηλικία όπου και έχω ακόμα τις δυνάμεις μου -δεν θα τις έχω και για πάντα. Ενας 37αρης στον χορό είναι όπως στον αθλητισμό. Συνεχίζω να παίζω σε αγώνες αλλά είμαι ο μεγάλος. Στο θέατρο δεν ισχύει το ίδιο –για σκηνοθέτης είσαι και νέος. Οπότε είπα αν δεν το κάνεις τώρα, πότε θα το κάνεις. Αλλά είναι μεγάλο πακέτο, τα βρήκα πολύ σκούρα...
Στο θέατρο και παίζω και σκηνοθετώ, και υπάρχει κάτι πρακτικό σ΄αυτό, ότι δεν μπορώ να βιοποριστώ με τις σκηνοθεσίες μου. Εκανα δουλειές απ΄τις οποίες δεν πήρα σχεδόν τίτοτα –δύο χρόνια πήγε η “Αντιγόνη” κι εγώ έβγαλα ένα πεντακοσάρικο. Τώρα που η “Αφοσίωση” είναι επιχορηγούμενη παράσταση από το υπουργείο κι έχει και χορηγό, μπορεί να μου προσφέρει τρία χιλιάρικα...
Πολλές από τις δουλειές που έχω κάνει σαν ηθοποιός τις έκανα για να μπορέσω να δοθώ στην σκηνοθεσία, αλλιώς μπορεί να μην τις είχα κάνει. Δεν έχω σκηνοθετήσει ποτέ χωρίς παράλληλα να δουλεύω σε μια παράσταση.
Αν νιώθω απογοήτευση που δεν ανταμείβεται; Ξέρω ότι είναι φοβερά άδικο, ξέρω ότι κάτι πάει λάθος και δεν θα έπρεπε να γίνεται έτσι, αλλά όχι μόνον για μένα -δεν με απογοητεύει πια. Γιατί καταλαβαίνω ότι η ποιότητα δεν πάει μαζί –όχι ότι εγώ είμαι ποιοτικός. Η απογοήτευση είναι μια διαρροή ενέργειας μεγάλη –κι αν έχεις συνεχώς μια τέτοια διαρροή θα διαλυθείς, οπότε πρέπει να το αποδεχτείς αυτό και να δουλεύεις σαν να λες ένα τραγούδι, μια μικρή προσευχή.
Αδικημένος; Είναι φθοροποιό... Αν μου δώσει κάποιος λεφτά θα τα πάρω αλλά δεν θα γκρινιάξω αν δεν τα πάρω. Δεν θέλω να μπλέξω σ΄αυτό. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι.
Ούτε με ενοχλεί πια ότι η χώρα δεν έχει σεβασμό στην τέχνη. Δεν έχω την ευχέρεια να παραχωρήσω την ενόχλησή μου σ΄αυτά τα πρόσωπα, γιατί πρέπει να την παραχωρήσω κάπου αλλού.
Αν και όλη μέρα είμαι στο θέατρο, έχω και ζωή εκτός θεάτρου. Ζω μετρημένα, μονότονα και συντηρητικά. Δεν είμαι ιδιαίτερα μοναχικός, έχω φίλους, χρόνια, τα παιδιά από την ομάδα...
Με το ΙΝΚ θα πάω περιοδεία για έναν χρόνο. Μια εμπειρία ζωής, ταξίδια, μέρη εξωτικά, παρ΄όλο που έχω ταξιδέψει, Καναδάς, Ιράκ, Αφρική με τη μάνα μου που ήταν αεροσυνοδός.
Δεν πιστεύω στη σεμνότητα. Δεν πιστεύω ότι κάποιος μπορεί να είναι σεμνός ή να μην είναι. Πιστεύω ότι κάποιος παλεύει ή δεν παλεύει, δουλεύει ή δεν δουλεύει. Εχω συναντήσει τόσους ανθρώπους σεμνούς, ντροπαλούς, που λένε λίγα για τον εαυτός τους, αλλά δεν δουλεύουν, καθόλου, ούτε τα λόγια τους δεν ξέρουν, οπότε τι σεμνός είσαι εσύ; Αν δεν δουλεύεις, αν είσαι τεμπέλης, ό,τι σεμνός και να είσαι, είσαι αλαζόνας. Προτιμώ μια αλαζονική συμπεριφορά που συνοδεύεται από μια πάλη. Δεν χωρίζω τους ανθρώπους σε σεμνούς και μη σεμνούς, αλλά σε ανθρώπους που δουλεύουν και δεν δουλεύουν. Καλύτερα να δουλεύεις και να είσαι αλαζών παρά το αντίθετο...».
Η «Αφιέρωση» στην Σφενδόνη
«Η πρώτη μου επαφή με τον Μπότο Στράους ήταν με το “Κανένας άλλος”. Γιατί αυτά τα βιβλία τα είχε βγάλει ο πατέρας μου -εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Κι είχαμε αυτό το debate, γιατί εγώ του έλεγα ότι είσαι καπιταλιστής επειδή δεν τα βγάζεις γιατί δεν πουλάνε, κι εκείνος μου΄λεγε το μυαλό σου και μια λίρα, θα μας ρίξεις έξω... Πάτωσαν. Για μένα και μόνο ότι πάτωσαν είναι ένας λόγος να ασχοληθείς. Σπουδαία βιβλία. Από νεώτερος διάβαζα τα βιβλία του κι έμαθα και για την ιστορία του, την μοναξιά του, πόσο sui generis ήταν, πόσο κατηγορήθηκε, πόσο παρεξηγήθηκε. Υπάρχει κάτι δύσκαμπτο...
Αν μ΄ελκύουν τα δύσκολα; Και τι να κάνω; Να πάω εκεί που μπορώ; Ειδικά σ΄αυτή την παράσταση έχω την αγωνία της μορφής, τι υλικά έχω φέρει. Είναι η πρώτη φορά που έχω ανοιχτεί τόσο πολύ. Θα είναι σαν όπερα η μορφή του –θα τραγουδάνε τα κείμενα. Εχω στραμπουλήξει την μορφή του, ελπίζοντας ότι στο τέλος βγαίνει κάτι απλό και καθαρό, που λειτουργεί».
Θέατρο Σφενδόνη: «Αφιέρωση» του Μπότο Στράους σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη
Παγκόσμια περιοδεία: «ΙΝΚ» του Δημήτρη Παπαϊωάννου