Γιώργος Περρής: «Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι να μην αγαπηθώ και να μην αγαπήσω όσο θα ήθελα»
Κάθε φορά που ακούς τον Γιώργο Περρή να τραγουδάει είναι σαν να σου συστήνει ένα διαφορετικό κομμάτι του εαυτού του -σαν να σε αφήνει να τον γνωρίσεις λίγο καλύτερα. Γεννημένος στην Ελλάδα, μεγάλωσε δίγλωσσος μιλώντας γαλλικά με τη Γαλλίδα μητέρα του. Ζει και αναπνέει για τη μουσική, έχει χιούμορ, έχει συνεργαστεί με κορυφαία ονόματα, όπως η Λάρα Φαμπιάν και ο Μισέλ Λεγκράν, η Νάνα Μούσχουρη είναι το ίνδαλμα που δεν απομυθοποίησε ποτέ, ενώ ερμηνεύει με την ίδια μαεστρία σε όλες τις γλώσσες που μιλάει.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Μέχρι τα πέντε ήμουν απίστευτα ζωηρός. μάλιστα η θεία μου μού έχει πει ότι ο μοναδικός τρόπος να με κάνουν να σταματήσω να τριγυρνάω και να γκρεμίζω το σπίτι ήταν να βάζουν ένα δίσκο της Μούσχουρη. Με το που έμπαινε ο δίσκος στο πικάπ, γιατί ήταν και τα μέσα του ‘80, καθόμουν δίπλα στο ηχείο.
Ήμουν πολύ σκανταλιάρης, μέχρι που χώρισαν οι γονείς μου, στα 5 μου. Όλο αυτό ήταν πάρα πολύ βίαιο για μένα. Από τότε, έγινα ξαφνικά το παιδί-έπιπλο, όπου με ακουμπούσες, καθόμουν. Άλλαξα ριζικά.
Η μουσική δεν με βοήθησε να ξεπεράσω το διαζύγιο, αλλά περισσότερο τη βία που επικρατούσε στο σπίτι. Υπήρχαν τσακωμοί και φωνές και από τους δύο γονείς προς εμάς -εμένα και τον αδερφό μου. Ήταν ένας πόλεμος. Κι όντως, η μουσική υπήρξε το καταφύγιό μου. Ήταν το μοναδικό πράγμα με το οποίο μπορούσα να κάνω τον χρόνο να σταμάτα και να μην ακούω τον πόλεμο γύρω μου. Ήταν σαν να είχα επίγνωση μεν ότι πέφτουν «χειροβομβίδες», αλλά δεν τις έβλεπα.
Μετά το διαζύγιο, έμεινα με τη μητέρα μου και ο αδερφός μου με τον πατέρα μου. Και οι δύο στην Ελλάδα μείναμε, αλλά μεγαλώσαμε σε ξεχωριστά σπίτια. Και αυτό αναπόφευκτα είχε μία πολύ μεγάλη επίπτωση στη σχέση με τον αδερφό μου, γιατί ξαφνικά γίναμε δύο ξένοι και μεγαλώσαμε σαν δύο ξένοι. Τον έβλεπα μόνο κάθε Σαββατοκύριακο για μερικά χρόνια. Όταν μπήκαμε στην εφηβεία, ο καθένας είχε τις παρέες του, τη ζωή του, οπότε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κρατήσουμε επαφή. Έτσι χαθήκαμε. Είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος. Τώρα έχει αποκατασταθεί η σχέση μας -μάλιστα αυτό συνέβη πριν από 2-3 χρόνια».
«Όταν χώρισαν οι γονείς μου, ήμουν πάρα πολύ μικρός, οπότε νομίζω ότι ήταν αυτονόητο πως θα μείνω με τη μαμά. Βεβαίως, με τα χρόνια κατάλαβα πόσο εγκληματικό είναι να χωρίζονται τα αδέρφια και να μη μένουν μαζί -με τη μαμά ή τον μπαμπά, δεν έχει σημασία. Με τον πατέρα μου είχα μια αρκετά περίπλοκη σχέση. Κάποια στιγμή, στα 15 μου, σταμάτησα να του μιλάω, γιατί η κατάσταση είχε γίνει πάρα πολύ δυσβάσταχτη για μένα. Και δε μιλήσαμε για 23 χρόνια. Μέχρι και πριν λίγους μήνες, που ξαναμιλήσαμε για πρώτη φορά, τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε. Με την πάροδο του χρόνου έφτασα να καταλάβω ότι, και οι δύο έκαναν τα λάθη τους.
Από τα παιδικά μου χρόνια, αυτό που θυμάμαι με μεγάλη χαρά και νοσταλγία είναι το εξής: Η μητέρα μου είχε φροντιστήριο ξένων γλωσσών και θυμάμαι ότι η αγαπημένη μου ασχολία ήταν να κάθομαι στην τάξη και να παρακολουθώ το μάθημα, γιατί δεν είχαμε κάποιον να με κρατάει. Πήγαινα με τη μαμά τα απογεύματα στο φροντιστήριο, έκανα τα μαθήματά μου πολύ γρήγορα και μετά παρακολουθούσα όλες τις τάξεις, των αγγλικών κυρίως. Ωραία ανάμνηση. Μεγάλωσα δίγλωσσος και ήταν πολύ φυσικό στο σπίτι να ξεκινάμε τη μία πρόταση στα γαλλικά, μετά να πηγαίνουμε στα ελληνικά, μετά να πετάμε και μία λέξη στα αγγλικά».
«Ήταν καταφύγιο για το σχολείο για μένα. Ήμουνα πάρα πολύ καλός μαθητής, πολύ δουλευταράς. Δεν είχα φίλους, σχεδόν καθόλου, ήμουν απομονωμένο παιδί. Νομίζω ότι, επειδή είχα όλο αυτό το βεβαρημένο ιστορικό του σπιτιού, ήμουν πολύ κλειστός, φοβισμένος. Και με θυμάμαι, να παρατηρώ τα παιδιά και να λέω μέσα μου “Τώρα άραγε αυτοί ξέρουν πόσο δυστυχισμένος είμαι; Το καταλαβαίνουν ή μήπως όχι;”. Νομίζω ότι, αυτή η αγωνία ήταν που με έκανε να μην έχω φίλους και να τους κρατώ σε μία απόσταση.
Και πολύ bulling έφαγα, γιατί ήμουν πολύ διαφορετικό αγόρι από τα υπόλοιπα. Δεν έπαιζα ποδόσφαιρα και μπάσκετ. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η μουσική και η Μαρία Κάλλας και η Νάνα Μούσχουρη και ο Μάνος Χατζιδάκις. Ένα παιδί των 90s να ασχολείται με αυτά ήταν εντελώς εξωπραγματικό. Οπότε, ήμουν πολύ απομονωμένος.
Όταν ήμουν σπίτι διάβαζα πάρα πολύ και ό,τι ελεύθερο χρόνο είχα το αφιέρωνα στη μουσική, μόνο μουσική. Δεν έκανα τίποτα άλλο. Ξεκίνησα πιάνο πολύ μικρός και άκουγα με μανία δίσκους και αργότερα CD. Από παιδί είχα μία χειρουργική αντιμετώπιση απέναντι στο τραγούδι. Δηλαδή, έπιανα τους τραγουδιστές που μου άρεσαν και προσπαθούσα να τους αποκωδικοποιήσω, τον τρόπο που τραγουδούσαν, τον τρόπο που σκέφτονταν».
«Δεν πέρασα την εφηβεία της επανάστασης, ήμουν το καλό παιδί γιατί έπρεπε να είμαι το καλό παιδί. Αισθανόμουν συνέχεια ότι δεν πρέπει να ενοχλώ, επειδή ήταν βεβαρημένη η κατάσταση στο σπίτι. Την επανάστασή μου την έκανα στα 35.
Στην εφηβεία συνειδητοποίησα ότι το τραγούδι ήταν μονόδρομος για μένα. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω οτιδήποτε άλλο. Άλλωστε, όλες τις ώρες της ημέρας της αφιέρωνα εκεί. Η μαμά μου στο ενδιάμεσο ξαναπαντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά, τις αδερφές μου. Τους έχω τεράστια αδυναμία.
Η αρχή για μένα έγινε μέσω ενός κοινού γνωστού που ήξερε τον Μίμη Πλέσσα. Το καλοκαίρι λοιπόν που τελείωσα το σχολείο πριν γίνω 18 χρονών, στα 17 και 10 μηνών, πήρε τηλέφωνο τον Πλέσσα και του είπε “Μιμή έχω ένα νέο παιδί που θέλω να ακούσεις, νομίζω ότι είναι πολύ καλός”. Και του λέει ο Πλέσσας “πες σε αυτό το παιδί ότι είναι τυχερός γιατί σήμερα έχω οντισιόν για νέους τραγουδιστές και είναι και η τελευταία οντισιόν που θα κάνω”, γιατί ήταν ήδη μεγάλος τότε. Και αμέσως πήγα σπίτι του Πλέσσα, του είπα ένα τραγούδι και επιτόπου με πήρε και βαφτίστηκα επαγγελματίας τραγουδιστής. Όταν τελείωσε η οντισιόν, μου έδωσε δύο CD και μου λέει “έχεις τέσσερις μέρες να τα μάθεις όλα απ’έξω. Γιατί μετά φεύγουμε περιοδεία”».
«Δούλεψα δύο χρόνια με τον Πλέσσα, μετά ένα χρόνο με τον Σπανό, μετά ήρθε ο πρώτος μου δίσκος το 2005, που πια ήμουν 23 ετών. Ευρέως γνωστός δεν ξέρω αν έγινα, είχα μία πρώτη συμπαθητική επιτυχία, που ήταν το "Παίζει ο έρωτας", επειδή παιζόταν σε ένα σήριαλ στην τηλεόραση. Ύστερα ήρθε η συνεργασία με τον Στέφανο Κορκολή και τη Ρεβέκκα Ρούση, στο μεταξύ γνώρισα και τον Μάριο Φραγκούλη και έκανα την πρώτη μου περιοδεία μαζί του.
Τότε, έχασα το συμβόλαιό με την Μinos-Εmi και σταμάτησα να δουλεύω με τον manager που είχα τότε. Αισθάνθηκα στα 24 μου, ότι η ζωή τελείωσε. Ότι δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι τελειωμένος. Θυμάμαι το αδιέξοδο αυτό με τεράστιο πανικό. Ακόμη και τώρα που το σκέφτομαι, πανικοβάλλομαι. Είχα χάσει πραγματικά τη γη κάτω απ' τα πόδια μου.
Ωστόσο, για καλή μου τύχη, επειδή ο καλός Θεούλης κάτι ξέρει ή το σύμπαν τέλος πάντων, γυρνάω σπίτι και το ίδιο βράδυ στο MySpace μου 'ρχεται ένα μήνυμα από έναν Γάλλο στιχουργό ο οποίος μου λέει “έπεσα κατά τύχη στη σελίδα σου και είδα ότι τραγουδάς και γαλλικά. Eίσαι η πιο ωραία αντρική φωνή που έχω ακούσει και θέλω να σου κάνω έναν δίσκο”. Και έτσι μπήκα στη διαδικασία να κάνω τον πρώτο μου γαλλικό δίσκο -χρειάστηκε σχεδόν πέντε χρόνια για να γίνει, γιατί έπρεπε να μαζέψω τα λεφτά.
Αν νιώθω τυχερός; Η αλήθεια είναι ότι πάντα λέω ότι, όσα έχω καταφέρει είναι αποτέλεσμα δουλειάς, γιατί όντως έχω ξεπατωθεί. Έχω δουλέψει τόσο σκληρά όσο δε φαντάζεται κανείς. Αλλά, κοιτώντας τώρα πίσω, συνειδητοποιώ ότι και η τύχη έπαιξε ρόλο. Υπήρξαν τέσσερις–πέντε στιγμές στη ζωή μου που λέω, δεν μπορεί να ήταν συμπτώσεις. Ήμουν στο σωστό μέρος στη σωστή στιγμή. Πλέον, σε κάθε αναποδιά λέω “έκλεισε μία πόρτα, κάπου θα ανοίξει ένα παράθυρο. Η ζωή το έχει αποδείξει αυτό. Μην τρελαίνεσαι”».
«Πριν κυκλοφορήσει ο γαλλικός μου δίσκος, είχα γνωρίσει τη Lara Fabian. Το 2008 έκανα έναν ελληνικό δίσκο, σε παραγωγή του Μάριου Φραγκούλη, όπου μέσα είχα δύο τραγούδια της, μεταφρασμένα στα ελληνικά. Εκείνη τη χρονιά, ο Μάριος την είχε καλέσει να έρθει στην Ελλάδα για μια συναυλία, όπου συμμετείχα και εγώ. Όταν μου τη σύστησε, εκείνη με παίρνει αγκαλιά και μου λέει “Γιωργάκη μου”, της λέω “πού με ξέρεις;”. Και μου λέει “τι νόμιζες; Θα σε άφηνα εγώ να πεις τα τραγούδια μου, χωρίς να ξέρω ποιος είσαι; Έχω δει όλα σου τα βίντεο στο YouTube”. Και από τότε γίναμε πάρα πολύ φίλοι, κάναμε πάρα πολλά πράγματα μαζί -μάλιστα, κάποια στιγμή μου ζήτησε να είμαι το opening act της σε μια μεγάλη ευρωπαΐκή περιοδεία που έκανε τότε.
Ο πραγματικά σπουδαίος καλλιτέχνης είναι και τρομακτικά γενναιόδωρος απέναντι στον νεότερο συνάδελφο του
To πιο βασικό από αυτά που έχω μάθει από όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες με τους οποίους έχω συνεργαστεί είναι ότι, ο πραγματικά σπουδαίος καλλιτέχνης είναι και τρομακτικά γενναιόδωρος απέναντι στον νεότερο συνάδελφο του. Γιατί αναγνωρίζει το αληθινό ταλέντο και ξέρει ότι απλά κρατάει μία σκυτάλη και πρέπει να τη δώσει. Όση και να είναι η επιτυχία του, από κάπου την πήρε και κάπου πρέπει να τη μεταδώσει.
Ο Μισέλ Λεγκράν ήταν ένας ήρωας μου από παιδί. Είναι μία από τις μεγαλύτερες ιδιοφυΐες του κόσμου. Έχει κερδίσει τρία Όσκαρ από 13 υποψηφιότητες. Δηλαδή είναι πραγματικά ένας ογκόλιθος της παγκόσμιας μουσικής. Όταν λοιπόν, υπέγραψα το πρώτο μου διεθνές συμβόλαιο για τον πρώτο μου αγγλικό δίσκο το 2013, η δισκογραφική μου τότε μου επέβαλε να κάνω και δύο διασκευές.
Το ένα που ήθελα να κάνω ήταν το “I will wait for you" του Μισέλ Λεγκράν, από την ταινία “Οι Ομπρέλες του Χερβούργου”, που το τραγουδούσε η Μούσχουρη στα γαλλικά. Όταν λοιπόν στείλαμε αίτημα για να πάρουμε την άδεια, περίμενα να μας έρθει απλά ένα mail με ένα ναι ή όχι. Και μία ωραία μέρα, χτυπάει το τηλέφωνό μου και ήταν εκείνος. Μου είπε λοιπόν πόσο πολύ του άρεσε αυτή η διασκευή και φυσικά μου έδωσε την άδειά του για να τη βάλω στο δίσκο».
«Μετά από λίγο καιρό με κάλεσε να κάνουμε δύο συναυλίες στη Ρωσία, στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη, με χιλιάδες κόσμο, που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Μου έκανε τρομερή εντύπωση που αυτός ο άνθρωπος, που ήταν πια πάνω από 80 χρονών, κυνηγούσε τη λεπτομέρεια νότα νότα, λέξη λέξη. Πίστευε ότι, το τέλειο μπορεί να μην το πιάσουμε ποτέ, αλλά θα καταστραφούμε αν δεν το κυνηγήσουμε.
Κάποια στιγμή μου είπε "Κύριε Περρή, έχετε μία από τις πιο σπάνιες φωνές στον κόσμο. Αλλά πρέπει να την εμπιστευτείτε. Η φωνή σας ξέρει καλύτερα που πρέπει να πάτε, μην έχετε άγχος”. Ήτανε σαν να μου έδωσε κάποιος τρία χαστούκια εκείνη την ώρα. Εκείνο το βράδυ του ζήτησα να έρθει στο Ηρώδειο. Και όντως, είχα κανονίσει μια συναυλία για τη μεθεπόμενη χρονιά, το 2018, η οποία ωστόσο δεν έγινε ποτέ γιατί έβρεχε.
Παρόλα αυτά, εκείνος ήρθε στην Ελλάδα, και εκείνο το βράδυ πήγαμε για φαγητό. Θα σου πω ένα πολύ ωραίο στιγμιότυπο, που δεν το έχω ξαναπεί. Η Λίνα Νικολακοπούλου είχε γράψει ένα δικό του τραγούδι στα ελληνικά, ειδικά για τη συναυλία και εκείνη την περίοδο γυριζόταν ένα ντοκιμαντέρ για τον Μισέλ Λεκγκράν και μια κάμερα τον ακολουθούσε παντού. Και, όπως τρώγαμε στο εστιατόριο, μου λέει “σε παρακαλώ τραγούδησε μου το τραγούδι”. Και του λέω “δεν μπορώ, ντρέπομαι πάρα πολύ”. Μου λέει “θέλω να μου κάνεις αυτή τη χάρη”. Και το τραγουδάω ακαπέλα, όπως είμαι με τα γόνατά μου να τρέμουν! Μπορεί να μη μου φαίνεται αλλά είμαι πάρα πολύ ντροπαλός άνθρωπος. Εκείνος δακρύζει και μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο και μου λέει “σε ευχαριστώ για αυτό το δώρο που μου έκανες”. Και πριν από λίγες μέρες έμαθα ότι έτσι θα κλείνει το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, με αυτό το στιγμιότυπο!
Θα σου πω και μία άλλη ιστορία. Φεύγοντας για Ρωσία, την ώρα που έφευγα για να πάω αεροδρόμιο, άγρια χαράματα, μπαίνει το πόδι μου σε μία λακκούβα και στραμπούληξα τον αστράγαλό μου. Στη διάρκεια της πτήσης το πόδι μου πρήστηκε. Τη μέρα της συναυλίας, ο Μισέλ Λεγκράν παθαίνει κρίση αρρυθμίας και μπαίνει στο νοσοκομείο! Ωστόσο, δίνει το "παρών" και παίζει σαν εικοσάχρονος! Και του λέω στο τέλος “καλά, ήσασταν όλη μέρα στο νοσοκομείο πως παίξατε έτσι;” και μου λέει “Νεαρέ, εσείς την ώρα που ήσασταν πάνω στη σκηνή σας πόνεσε το πόδι σας;” Λέω “όχι.”. “Αυτή είναι η μαγεία της σκηνής. Ξεπερνάμε τα πάντα”».
«Με τη Μούσχουρη γνωριστήκαμε το 2015, που της έκαναν ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή της στην Ελλάδα από τη γαλλική τηλεόραση. Ένας από τους Γάλλους δημοσιογράφους που ήταν στην ομάδα που το επιμελούνταν ήταν φίλος μου και πρότεινε να μου τη γνωρίσει. Και ενώ είναι να πάω απλά για 20 λεπτά να τη γνωρίσω, μένω όλη μέρα μαζί της γιατί δε με άφηνε να φύγω! Μου είπε τόσες ιστορίες, τόσες συμβουλές με μία καρδιά τόσο ανοιχτή -κάτι έγινε εκείνη την ημέρα και για εκείνη και για εμένα. Την είδα ξανά μετά από δύο χρόνια. Την ξαναείδα φέτος το καλοκαίρι. Από τότε μιλάμε στο τηλέφωνο, τουλάχιστον μία φορά στις δύο βδομάδες.
Δεν σου κρύβω ότι για εμένα -και θα στο πω όπως ακριβώς το αισθάνομαι- είναι τεράστια δικαίωση που το ίνδαλμά μου δε με πρόδωσε ποτέ. Ακόμη και σήμερα, που η γυναίκα αυτή είναι 87 χρονών, τα τηλεφωνήματά μας είναι γύρω από την τέχνη, γύρω από τη μουσική, γύρω από το στίχο. Δε χρειάζεται εγώ να το πω, αλλά η Νάνα είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιο και τώρα που τη ζω πιο κοντά, πραγματικά στο λέω, αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη που δεν την απομυθοποίησα, το ακριβώς αντίθετο.
Όλο λέμε ότι θα τραγουδήσουμε μαζί, αλλά και να μην τα καταφέρουμε, τα τηλεφωνήματά μας, που πια είναι πολύ τακτικά, και όλα αυτά που μου έχει πει, τα κρατάω σαν πολύτιμο θησαυρό μέσα μου, και μου είναι αρκετά.
Έχω την τάση στον έρωτα να γίνομαι αυτοκαταστροφικός
Γενικά δε μιλάω για τα προσωπικά μου. Θα σου πω όμως, ότι ο έρωτας σαφώς έχει παίξει τεράστιο ρόλο στη ζωή μου. Έχω την τάση στον έρωτα να γίνομαι αυτοκαταστροφικός, τα ξεχνάω όλα και όποιον πάρει ο Χάρος. Ξέρω όμως ότι έχω αγαπήσει και έχω αγαπηθεί πολύ. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Ναι, έχω κάνει τρελές για έναν έρωτα. Η πιο μεγάλη είναι ότι έχω εγκαταλείψει τον εαυτό μου. Για εμένα, αυτό είναι η πιο μεγάλη τρέλα. Μεγαλώνοντας -λόγω της πείρας μου, αλλά κυρίως λόγω της ψυχανάλυσης- είμαι λιγότερο ανασφαλής και βάζω τα όρια που πρέπει -όχι μόνο στον έρωτα, στα πάντα γύρω μου. Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο και κόπο, για να μπορέσω να εκφράσω όσα δε μου άρεσαν. Είμαι ένα παιδί που από πολύ μικρός φοβόταν την αντιπαράθεση. Δεν τολμούσα ποτέ να πω αυτό που δεν ήθελα. Γιατί είχα πάντα αυτήν την πίεση -ότι πρέπει να είμαι το καλό παιδί και να κάνω αυτό που μου λένε. Οπότε, δούλεψα πάρα πολύ σκληρά μέσα μου για να μπορέσω να πω σήμερα “αυτό δε με εκφράζει, δεν το θέλω”».
«Η υφυπουργός εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου με πήρε τηλέφωνο κάποια στιγμή και μου ζήτησε να γίνω πρεσβευτής για το νέο Σύστημα Υιοθεσιών και Αναδοχών. Συμφώνησα γιατί άκουσα στο τηλέφωνο μία γυναίκα της γενιάς μου, νέα, μια πολιτικό με όραμα, με πρόγραμμα, με θέληση τεράστια. Χρειαζόμαστε ανθρώπους στην πολιτική που να τους θαυμάζουμε, λείπουν.
Με την αλλαγή της νομοθεσίας, πλέον κάθε ενήλικας ανεξαρτήτως θρησκευτικού, σεξουαλικού προσανατολισμού μπορεί να γίνει ανάδοχος γονέας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε υπάρχουν πολλά παιδιά σε ιδρύματα σε όλη τη χώρα, ο στόχος είναι στην επόμενη πενταετία να μην υπάρχει κανένα. Δηλαδή κάθε παιδί να έχει βρει την αγκαλιά μίας οικογένειας. Χάρη σε αυτή την καμπάνια ήρθα σε επαφή με την UNICEF και ξεκίνησε μία συνεργασία γύρω από τα δικαιώματα των παιδιών -θα μπορώ σε επόμενη συνάντηση να σου πω πιο πολλά γι' αυτό.
Ναι, τη σκέφτομαι την οικογένεια. Δεν ξέρω με ποια μορφή θα γίνει αυτό, θα υιοθετήσω, θα είναι με παρένθετη μητέρα; Δεν το ξέρω. Πάντως, σίγουρα θέλω να αποκτήσω παιδιά.
Η μεγαλύτερή μου φοβία νομίζω είναι να μην αγαπηθώ και να μην αγαπήσω όσο θα ήθελα. Με αυτή τη σειρά. Νομίζω ότι γι' αυτό ήθελα να τραγουδήσω. Για να αγαπηθώ και να αγαπήσω πίσω. Θέλω να φτάσει μία μέρα που θα είμαι λίγο πιο επιεικής με τον εαυτό μου, που δεν θα είμαι εγκληματικά αυστηρός μαζί μου.
Η μεγαλύτερή μου φοβία είναι να μην αγαπηθώ και να μην αγαπήσω όσο θα ήθελα
Δεν μπορώ να σου πω ότι αισθάνομαι υπερηφάνεια για όσα έχω κάνει, γιατί νομίζω ότι δεν έχει γίνει και τίποτα. Σου απαντάω με ειλικρίνεια. Όταν κοιτάζω πίσω, βλέπω 10 στιγμές που λέω “ναι, ουάου, το κατάφερες και αυτό”. Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ άδικο αυτό που λέω, το ακούω και εγώ ο ίδιος, αλλά η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι πάρα πολύ να μου το αναγνωρίσω. Συγκινούμαι, όμως, όταν το ακούω από τους άλλους.
Προχθές, σε μία άλλη συνέντευξη με ρωτούσαν πως αντέδρασα όταν με επέλεξαν τα Grammys. Οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος θα έκανε πάρτι με σαμπάνιες για 10 μέρες. Εγώ είπα “α, τι ωραία μπράβο”. Δεν το πέρασα στο ντούκου, απλά δε μου επιτρέπω να το χαρώ, να ξεμυαλιστώ. Είμαι πολύ αυστηρός.
Η μοναδική στιγμή που αισθάνθηκα πραγματικά ολοκληρωμένος και βαθιά περήφανος ήταν όταν κάναμε το γύρισμα στον Αρχαίο Ναό της Αφαίας. Μπορεί σε 20 χρόνια από τώρα να σου πω ξανά ότι αυτή ήταν η κορυφαία στιγμή της καριέρας μου. Αυτή η ομορφιά δεν αντεχόταν. Το γεγονός ότι είχα επίγνωση πως είμαι ο πρώτος τραγουδιστής που έχει δοθεί η άδεια να κάνει δική του προσωπική συναυλία μαγνητοσκοπημένη σε οποιοδήποτε αρχαίο ναό της χώρας μας, είναι κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ “γιατί εγώ;”. Μάλιστα, την ώρα που τραγουδούσα το “Both sides now", είδα όλη μου τη ζωή να περνάει μπροστά στα μάτια μου και με πιάνουν κάτι κλάματα, τα οποία η σκηνοθέτης Κλαίρη Φαφούτη επέλεξε να κρατήσει στα πλάνα -όταν θα παιχτεί στην Ελλάδα, θα το δείτε».
«Μόλις κυκλοφόρησε ένα ολοκαίνουργιο ελληνικό τραγούδι που λέγεται “Όλα και πολύ” σε μουσική Χρυσοστόμου Καραντωνίου και στίχους Λήδας Ρουμάνη και είμαι πολύ χαρούμενος γι' αυτό, γιατί είναι μία νότα αισιοδοξίας μέσα σε όλο αυτό που ζούμε. Επίσης, στις 30 Μαρτίου βγαίνει στην Αμερική ο καινούργιος μου ξένος δίσκος και 1 Απριλίου στην Ευρώπη, λέγεται “Νο armor" που σημαίνει “χωρίς πανοπλία”. Περιέχει διασκευές, κυρίως από τραγούδια που με σημάδεψαν σε διάφορες στιγμές της ζωής μου και με έκαναν σήμερα να είμαι αυτός που είμαι. Όλα αυτά τα μεγάλα τραγούδια έχουν ενορχηστρωθεί με απόλυτα ελληνικό τρόπο, ώστε να είναι ξεκάθαρη η ταυτότητα μου. Επίσης, περιέχει και τρία τραγούδια που έκανα με την Ευανθία Ρεμπούτσικα και τη Λίνα Νικολακοπούλου που μεταφράστηκαν στα αγγλικά. Είναι ο πρώτος μου διεθνής δίσκος που ηχογραφώ αποκλειστικά στην Ελλάδα και η παραγωγή γίνεται από έναν Έλληνα ιδιοφυή μουσικό, τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο που έκανε όλες τις ενορχηστρώσεις.
Στις 4 Απρίλιο στο Παλλάς στις 21:00 και 11 Απριλίου στο Ράδιο Σίτυ της Θεσσαλονίκης επίσης στις 21:00 θα έχουμε δύο συναυλίες-γιορτή -πρώτον, γιατί γιορτάζουμε την κυκλοφορία του δίσκου, κάτι πραγματικά δύσκολο στη σημερινή εποχή, δεύτερον, γιατί έχω δυόμιση χρόνια να τραγουδήσω σε κλειστούς χώρους!».