Γιάννης Κατινάκης

Γιάννης Κατινάκης: «Ήθελα να βρίσκομαι σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει πόνος»

Όπως όλοι οι ενδιαφέροντες άνθρωποι, έτσι και ο Γιάννης Κατινάκης είναι γεμάτος γοητευτικές αντιφάσεις. Παιδί των 90s που αποκηρύττει τον νεοσυντηρητισμό της γενιάς του, βαριέται, αλλά και επιβεβαιώνει, το κλισέ του θλιμμένου κωμικού, αυτοχαρακτηρίζεται ως drama queen, ενώ παράλληλα δηλώνει πως αδυνατεί να αγαπήσει τον εαυτό του.

Το χιούμορ του μαρτυρά έναν άνθρωπο με βιώματα και κουλτούρα. Βιώματα μιας τραυματικής ενηλικίωσης, τότε που το bulling ήταν ακόμα μια έννοια αρκετά αφηρημένη, σε αντίθεση με τις πολύ συγκεκριμένες λέξεις που ακολουθούσαν όποιον υποτίθεται πως ήταν «διαφορετικός». Και κουλτούρα που σε πρώτη ματιά φαίνεται αρκετά σύγχρονη, έχει όμως τις ρίζες της αρκετά πιο βαθιά από τους τίτλους αρχής της αγαπημένης του τηλεοπτικής Ντόλτσε Βίτα. Δεν έχει σημασία αν τον γνώρισες μέσω από τα podcasts, το Instagram, το ραδιόφωνο ή τις παραστάσεις του. Σε κάθε του εκδοχή, ο Γιάννης Κατινάκης είναι ό,τι πιο ολοκληρωμένο έχει να επιδείξει η γενιά των σημερινών 20άρηδων.

«Η ψυχή μου γεννήθηκε στα μέσα του πολέμου, καθώς πρόκειται για παλιά ψυχή –από τα χρόνια του Βυζαντίου! Φυσικά και πιστεύω σε παλιές και νέες ψυχές. Με τους ανθρώπους αυτό ακριβώς με συνδέει, το γήρας της ψυχής και η τρέλα. Το σώμα μου, όμως, είναι εδώ από το 1997. Είμαι Λέων με ωροσκόπο Σκορπιό. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Σιχαίνομαι βαθιά την πόλη, αλλά είμαι παιδί της πόλης. Δεν αντέχω την ησυχία, δεν αντέχω το χωριό και την αποκέντρωση. Αναζητώ τα μέρη που ο πολιτισμός έχει απλώσει την άσφαλτο, την καρέκλα και το a/c.

Ως παιδί δεν περνούσα καθόλου ωραία. Δεν υπήρχε κάποιο ουσιαστικό θέμα, εγώ όμως θυμάμαι ένα διαρκές πρόβλημα, μια διαρκή αναστάτωση. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αναρωτιόμουν γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί υπάρχει το άλλο, γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι… Ένα μόνιμο “γιατί” και μια μόνιμη ανησυχία. Μπορεί να έβλεπα μια διαφήμιση στην τηλεόραση και να έχανα τον ύπνο μου για πέντε μέρες. Είχα πάρα πολλές φοβίες. Δεν μπορώ να καταλάβω από πού προήλθαν. Αναρωτιέμαι μήπως είναι αυτή η πάστα μου, μήπως είναι στη φύση ορισμένων ανθρώπων να είναι καταθλιπτικοί, να έχουν μια ροπή προς τη θλίψη, να είναι αγχώδεις… Γιατί πραγματικά, στην ηλικία των 4 και 5 που αρχίζω να έχω μνήμες ήμουν σε ένα πολύ προστατευτικό και αγαπησιάρικο περιβάλλον, ήταν όλα πολύ καλά. Είχα όλα τα βασικά: αγάπη, προσοχή και αποδοχή. Και όμως, δεν θυμάμαι ξεγνοιασιά, να παίζω ή να γελάω… Βίωνα ένα υπαρξιακό δράμα σε παιδική ηλικία. Φόβο και απόγνωση. Η απόγνωση είναι ένα πολύ κυρίαρχο συναίσθημα της ζωής μου. Το μέγεθος αυτού του δράματος που είχα και έχω μέσα μου πιστεύω δεν το έχει αντιληφθεί κανείς μέχρι και τώρα. Οι γονείς μου βέβαια το καταλάβαιναν πως υπάρχει μια τάση προς τη θλίψη. Μόνο όταν ερχόμουν σε επαφή με την Τέχνη ο τρόμος που είχα μέσα μου ήταν σε ύφεση. Με θυμάμαι να παίρνω τα κραγιόν της μαμάς μου, να φοράω περούκες, να τραγουδάω, να κάνω τη Βουγιουκλάκη… Ήταν και οι μοναδικές στιγμές που δεν σκεφτόμουν πολύ άσχημα πράγματα.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Όταν κατάλαβα πως μου αρέσουν τα αγόρια δεν προβληματίστηκα ιδιαίτερα, δεν σκέφτηκα γιατί μου συμβαίνει αυτό. Δεν είχα στο μυαλό μου πως θα είναι κάτι που θα δημιουργήσει πρόβλημα, ή που με κάνει να διαφέρω. Στην Α’ Δημοτικού ήταν ένα αγόρι που στα διαλείμματα δίναμε φιλάκι! Και θυμάμαι πως όταν σταμάτησε να έρχεται για αυτό το φιλάκι εγώ στεναχωριόμουν και τον έψαχνα –το δράμα Μάρθα Βούρτση με κυνηγάει από τότε. Με τους γονείς μου δεν είχε γίνει κάποια κουβέντα. Ζητούσα barbie και μου την έπαιρναν. Είχαν καταλάβει, είχαν αποδεχτεί και εγώ από την πλευρά μου δεν κρυβόμουν. Όταν ήμουν στην Γ’ Δημοτικού οι γονείς μου χώρισαν. Έχουν ξαναπαντρευτεί και οι δύο και από τον πατέρα μου έχω δύο ετεροθαλή αδέρφια, δίδυμα. Το διαζύγιο το χειρίστηκαν πολύ καλά οι γονείς μου και όσα θέματα μου προέκυψαν τα ξεπέρασα γρήγορα.

Στην εφηβεία μου είναι που ξεκίνησαν και τα δύσκολα. Είναι η περίοδος που θεωρώ ότι οφείλεται σε ένα μεγάλο ποσοστό για τα μεγαλύτερα θέματα αποδοχής που έχω μέχρι και σήμερα. Η απόρριψη που έλαβα ως έφηβος έχει γράψει ανεξίτηλα μέσα μου. Έγινε ένα τόσο γνώριμο συναίσθημα για μένα που πλέον έχω μια έλξη προς αυτήν. Ήταν ένα καθημερινό βίωμα, ένα τραύμα που πλέον κατά κάποιο τρόπο το αποζητώ. Δεν νιώθω καλά σε περιβάλλον αγάπης, η αποδοχή με κάνει να νιώθω άβολα, δεν ξέρω πώς να φερθώ. Αναγνωρίζω φυσικά πως αυτό δεν είναι υγιές, αντιθέτως είναι κάτι που με ταλαιπωρεί πολύ. Κυρίως στις ερωτικές μου σχέσεις, αλλά και στις φιλικές. Με τους φίλους μου δεν λέω "σ’ αγαπώ", δεν το μπορώ, δεν τον θέλω. Αν κάποιος σύντροφός μου μου πει ότι είμαι όμορφος μέσα μου χαίρομαι τόσο πολύ, αλλά το νιώθω ως κάτι ξένο. Έχω σηκώσει τόσες άμυνες που εκείνη τη στιγμή νιώθω απαίσια και πανέμορφα ταυτόχρονα. Το γνώριμο για μένα είναι το "φύγε", το "δεν αξίζεις", "δεν σε θέλουμε".

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Στο γυμνάσιο ήμουν ένα παιδί ολομόναχο, δεχόμουν κακοποίηση σχεδόν κάθε μέρα, δεν είχα κανέναν άνθρωπο να μιλήσω και ο μόνος λόγος για να μου απευθύνουν τον λόγο ήταν για να με βρίσουν, να με κακοποιήσουν λεκτικά. Αυτό συνέβαινε για 3 χρόνια, κάθε μέρα. Θεωρώ ότι τα παιδιά των 90s ήταν μια κακή γενιά καθώς εκείνη την περίοδο επικράτησε ένας ψευτοσυντηρητισμός, λες και γυρίσαμε στο 1910. Ενώ ήταν μια ωραία εποχή για τα ελληνικά σίριαλ και την ελληνική κωμωδία που ανθούσε, πολλά από τα πρότυπα που περνούσαν για τους γκέι ήταν λάθος και καρικατούρες. Το ίδιο ίσχυε σε μεγάλο βαθμό και για τις γυναίκες, καμία σχέση με τη συζήτηση που γίνεται σήμερα. Ήμασταν στο μεταίχμιο μιας αλλαγής και ορισμένων παρωχημένων μυαλών, ένα τουρλουμπούκι παλιού και καινούργιου. Επικρατούσε μια γενικευμένη σύγχυση. Εγώ ήμουν άτυχος γιατί πήγα και σε ένα κακό σχολείο, με κακούς και αδιάφορους καθηγητές. Η μόνη έξοδος που με έκανε χαρούμενο ήταν το θέατρο. Πήγαινα είτε με τη μητέρα μου, είτε και μόνος μου. Τα δυο πρώτα χρόνια του Λυκείου ήταν εξίσου λάθος. Στην Γ’ λυκείου έκανα τις πρώτες μου παρέες, άλλαξα την εμφάνισή μου, τα ρούχα μου, αλλά μεταλλάχθηκα και σε αγρίμι. Δεν με πλησίαζε άνθρωπος, ούτε η μάνα μου, ούτε ο πατέρας μου, κανένας. Ήμουν ένα πλάσμα σαν νίντζα, άλλαξα τα πάντα. Αν κάποιος στον δρόμο ένιωθα ότι πήγαινε να με κοιτάξει περίεργα άρχιζα να του φωνάζω πριν προλάβει να με σχολιάσει. Δεν ήταν πως απέκτησα αυτοπεποίθηση από τη μια μέρα στην άλλη, απλά ξεσπούσα.

Την αυτοπεποίθηση την αποκτάς όταν πραγματικά ανακαλύψεις, κατανοήσεις ποιος είσαι και αγαπήσεις τον εαυτό σου –για μένα αυτό είναι και το πιο δύσκολο. Πιστεύω πως λίγοι άνθρωποι έχουν καταφέρει να αγαπήσουν τον εαυτό τους πραγματικά σε όλες τις πτυχές τους. Ως μαθητής μέχρι ένα σημείο ήμουν πάρα πολύ καλός. Το κλασικό παιδί που "έχει πολλές δυνατότητες, αλλά βαριέται να διαβάσει". Την τελευταία χρονιά του Λυκείου δεν έπαιρνα καν τσάντα μαζί μου, δεν μ’ ενδιέφερε τίποτα. Πήγαινα μόνο για να μην μείνω από απουσίες και υποχρεωθώ να ξαναπεράσω έναν χρόνο εκεί μέσα. Είχα πάρει απόφαση πως δεν θα δώσω Πανελλήνιες. Ήξερα τι θέλω να κάνω. Στα δύσκολα βράδια, στη μαύρη τη στιγμή, εγώ έβλεπα Ντόλτσε Βίτα, Καβογιάννη, Παναγιωτοπούλου. Σκεφτόμουν: "Αχ τι κάνουνε; Πολύ αστείο. Μακάρι να μπορώ να το κάνω και εγώ". Να βρίσκομαι σε έναν τέτοιο κόσμο που δεν υπάρχει πόνος. Ή να μπορώ εγώ να είμαι αυτός που θα παρηγορώ αυτόν που πονάει. Οπότε μέσα σε όλη αυτή την απομόνωση και τη μαυρίλα τα ερεθίσματα υπήρχαν, ήξερα τι θέλω να κάνω. Ήθελα να δημιουργώ συναισθήματα, να μπορώ να μιλάω στη ψυχή σου. Το πιο κοντινό σε αυτό είναι ο ηθοποιός.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Έπρεπε να καλύψω τα χαμένα χρόνια, τη ζωή που δεν έζησα. Αρχίζω λοιπόν να βγαίνω, να δημιουργώ έναν κύκλο, να γνωρίζω τη νύχτα. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η σεξουαλική μου ζωή –εκεί και αν υπήρξε ξέσπασμα. Μικρός, πανέμορφος, δεν μου έλεγε κανείς "όχι". Έχω περάσει 5 χρόνια στην απομόνωση, δεν έχω δώσει ούτε φιλί, τώρα έλα και εσύ, και εσύ και εσύ. Το ξέσπασμα ασυδοσίας ήταν σε όλα τα επίπεδα, εκτός από ναρκωτικά που δεν έχω κάνει ποτέ. Παρέες, ποτό, γκόμενοι… Έμενα μόνος μου, γυρνούσα στο σπίτι στις 10 το πρωί και ξυπνούσα στις 11 το βράδυ. Το σημαντικό είναι πως είχα ήδη αρχίσει να κάνω drag show σε ένα νυχτερινό κλαμπ στο Γκάζι που πήγαινε πάρα πολύ καλά. Δύο χρόνια αργότερα αποφάσισα να δώσω εξετάσεις σε Δραματική Σχολή. Έδωσα σε 3 σχολές, πέρασα στις 2. Πηγαίνω την πρώτη μέρα και μας λένε να ξεχάσουμε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα έχουμε, καθώς η ζωή μας από εδώ και πέρα θα είναι η Σχολή. Εγώ όμως θεωρούσα πως το drag show είναι το μέλλον μου, αυτό που θα μου φέρει την καταξίωση, δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω. Αρχίζω και ψάχνω και βρίσκω ένα Δημόσιο ΙΕΚ Δραματικής Σχολής όπου τα μαθήματα ξεκινούσαν 4 το απόγευμα και τελείωναν στις 10 το βράδυ.

Αυτά ήταν και τα καλύτερα μου χρόνια. Έρχομαι σε επαφή με το θέατρο, κάναμε Τέχνη. Με τους συμμαθητές μου περνούσαμε πάρα πολύ καλά, επικρατούσε ένα παρεΐστικο κλίμα χωρίς ανταγωνισμούς. Στο θέατρο εκθέτεις και την ψυχή σου και το σώμα σου, πέφτουν οι άμυνες, βγαίνεις από τη ζώνη ασφαλείας σου. Για να το κάνεις αυτό όμως, όταν είσαι ακόμα σε φάση που διδάσκεσαι, που μαθαίνεις, χρειάζεται να νιώθεις άνετα. Και εμείς ήμασταν παρέα, υπήρχε ένα υπέροχο κλίμα που βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Εμένα η άμυνά μου, ο τρόπος που εκφράζομαι, έχει μια κωμική χροιά. Το να εκφραστώ δραματικά μου είναι πιο δύσκολο, αν και η ψυχή μου είναι δραματική. Στη σχολή έπαιξα Τσέχωφ, Ίψεν… Τέτοια πράγματα. Έκανα φυσικά και τα δικά μου, τα πιο αυτοσχεδιαστικά. Άλλαξα και ως άνθρωπος. Ξέφυγα και από τη ρουτίνα της νύχτας, των καταχρήσεων. Η Σχολή, το θέατρο, μου έδινε ευχαρίστηση.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Ήμουν ακόμα στο 2ο έτος όταν γνώρισα και τον πρώτο μου έρωτα, που με διέλυσε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα βάλει τικ σε όλα τα κουτάκια που δεν είχα ζήσει: θέατρο, παρέες, σεξ, έξοδοι… Το πιο δύσκολο όμως είχε να κάνει με το συναίσθημα. Η σχέση, η τρυφερότητα, η αμοιβαιότητα. Όσο και αν το έθαβα ήταν πλέον η μεγαλύτερη μου ανάγκη. Κάτι κλίκαρε στη γνωριμία μου με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο και είπα "αυτός!". Έπαθα εμμονή, δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη ζωή μου πέρα από αυτόν. Με άγει και με φέρει μόνο η παρουσία και η απουσία του. Ο ψυχικός μου κόσμος και η διάθεσή μου είναι μια πολύ λεπτή κλωστή η οποία κινείται μόνο από αυτόν. Είχα γίνει μια μαριονέτα. Δεν ήταν ένας χειριστικός άνθρωπος, εγώ το είχα δημιουργήσει αυτό στον εαυτό μου. Ήταν τόσο τεράστια η ανάγκη μου για συναίσθημα και συντροφικότητα. Καταλήξαμε σε σχέση για ένα μικρό χρονικό διάστημα και ένιωσα την απόλυτη πληρότητα, ήταν ένα όνειρο για μένα τότε. Έκλαιγα επειδή δεν μπορούσα να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου. Δεν ήταν πραγματικός έρωτας από την άποψη ότι ως άνθρωπος δεν μου έλεγε κάτι, δεν τον θαύμαζα.

Αφού λοιπόν τα κατάφερα και ήμασταν μαζί, με χώρισε. Εγώ στα πατώματα. Να έχω φύγει από το σπίτι μου, να ανεβάζω πυρετό, στεναχώρια και τρέλα. Σημείωση πως τότε επαγγελματικά ήμουν πανάγνωστος, δεν με ήξερε άνθρωπος, έκανα μόνο το show. Γνωριζόμαστε τότε με την Κική (σ.σ. Super Kiki) και μέσα σε 2 μέρες τα είχα ξεχάσει όλα. Σηματοδότησε στη ζωή μου μια νέα εκκίνηση. Τα έχω χωρισμένα στο μυαλό μου προ Κικής και μετά Κικής, και το "μετά" είναι το όμορφο, το ωραίο. Ξεκινήσαμε να κάνουμε μαζί παραστάσεις, Instagram, video… Κάποια στιγμή είχαμε απομακρυνθεί και τότε είπα στον εαυτό μου πως "δεν θα πέσεις πάλι. Θα συνεχίσεις μόνος σου". Πράγματι, άρχισα να βγάζω βιντεάκια, να γράφω μόνος μου κείμενα. Είπα στον εαυτό μου πως θα τα καταφέρω να ανεβάσω παράσταση και πως η αίθουσα θα γεμίσει. Και ναι, έγινε το αδιαχώρητο.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Ήρθε ο covid και η καραντίνα που ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του. Το προφίλ μου τότε ανέβηκε πάρα πολύ γιατί ο κόσμος είχε ανάγκη να γελάσει. Κείμενα γράφω για τις παραστάσεις μου, τα βίντεο μου είναι αυτοσχεδιασμός, βασίζονται σε μια πρόχειρη σκαλέτα που βγάζω 5’ πριν. Υπάρχει φυσικά και ο ψυχαναγκασμός πως "α, έχω μέρες να ανεβάσω". Και το χειρότερο είναι τις μέρες που δεν είμαι καλά. Επειδή δεν βάζω τίποτα πάνω από τη δουλειά μου και έχω αποφασίσει πως δεν θα αφήσω καμία ψυχική δυσκολία να με ρίξει και να σταματήσω, λειτουργώ με απόλυτη πειθαρχία. Βέβαια τις μέρες που δεν είμαι καλά έχουν βγει και τα πιο ωραία βίντεο.

Το αγαπημένο μου είναι το "Όταν με βγάζει φωτογραφίες η κολλητή".

Δεν έχω κάνει συστηματική ψυχανάλυση. Έχω αλλάξει πολλούς, έχω πάει και πολύ λίγο. Πάω έναν μήνα, φεύγω. Βρίσκω έναν άλλον, το ίδιο. Στο τέλος της ημέρας συνήθως είμαι χάλια. Η διαδικασία του ύπνου για μένα είναι αυτή η υπεραναλυτική δυσάρεστη κουβέντα που γίνεται μεταξύ μυαλού και μαξιλαριού και που σε καθυστερεί λίγο να κοιμηθείς. Έχω καιρό να νιώσω κάποια στιγμή ευτυχίας. 

Η παράσταση που έκανα στη Θεσσαλονίκη το προηγούμενο καλοκαίρι ήταν πραγματικά πολύ συγκινητική. Η αποδοχή του κόσμου ήταν απίστευτη για μένα. Για μένα η συγκίνηση είναι χαρά. Έχω βρεθεί και με ανθρώπους που να με κάνουν να πω μετά πως πέρασα ωραία, αλλά πάντα στις ανθρώπινες σχέσεις μου κάτι με μπλοκάρει, κάτι με κρατάει και δεν μπορώ να χαρώ. Όταν βγάζω ένα βίντεο και το βλέπω μονταρισμένο και μου αρέσει πολύ, τότε επίσης χαίρομαι πολύ. Μια στιγμή όπου περνάω καλά, που δεν σχετίζεται με κάποιον άλλον και είμαι απόλυτα μόνος, είναι οι στιγμές που κλαίω. Αυτές είναι οι μόνες στιγμές που ευχαριστιέμαι που είμαι μόνος μου, κλαίω ελεύθερα. Και κλαίω πολύ, δεν θέλω να σταματήσει. Στο είπα, δεν είμαι ένας χαρούμενος άνθρωπος.

Για το μέλλον θέλω εύκολα πράγματα, ωραία ροή και χωρίς δράματα. Ενδιαφέροντες, έξυπνους ανθρώπους, και τον έρωτα χωρίς τα πατώματα. Αυτό το τελευταίο βέβαια δεν ξέρω αν γίνεται».

*Τον Γιάννη Κατινάκη μπορείς να τον ακούς καθημερινά στον Ρυθμό 94.9, από τις 17:00 έως τις 20:00, μαζί με τη Σοφία Κουρτίδου