Ελένη Καστάνη:«Η εμφάνιση ήταν συν για μένα τελικά»
Η Ελένη Καστάνη είναι αυτό που δείχνει: Ενας αυθόρμητος, πηγαίος, πληθωρικός άνθρωπος, μια γυναίκα που έμαθε να στηρίζεται στα πόδια της, στον εαυτό της. Κωμική ηθοποιός με έντονο ταμπεραμέντο, επιβεβαιώνει, με όλα όσα έχει ζήσει, ότι το γέλιο έχει αφετηρία τον πόνο.
Γεννήθηκε στην Σητεία, σπούδασε στην Βιομηχανική Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα ήρθε για να κάνει θέατρο. Εχει έναν γιο.
Αυτό το καλοκαίρι ανήκει στον θίασο της μεγάλης επιθεώρησης «Τότε, τώρα, πάντα» που έστησε ο Σταμάτης Φασουλής στο θέατρο Αλσος. Και το απολαμβάνει…
«Γεννήθηκα στην Κρήτη, στην Σητεία. Όχι, θέατρο δεν έβλεπα μικρή, έβλεπα σινεμά, που τότε, το ελληνικό σινεμά, ήταν στις δόξες του. Κάποια στιγμή ήρθαμε με τους γονείς μου στην Αθήνα και είδα μια παράσταση. Είδα το θέατρο το ζωντανό και έπαθα κάτι σαν να μην μπορούσα να αναπνεύσω -κόντεψε να σταματήσει η καρδιά μου γιατί κατάλαβα ότι αυτό θέλω να κάνω. Δεν το είπα πουθενά, δεν το ομολόγησα. Αισθάνθηκα ότι κάτι με ενώνει μ΄αυτό το πράγμα, ότι αυτό είναι ο προορισμός μου.
»Δυσκολεύτηκα να ξεκινήσω σαν ηθοποιός. Λάτρευα, εννοείται τον Σταμάτη, την Μίρκα, την Αννα, είμαι η γενιά που μεγάλωσε βλέποντάς τους. Τότε ήταν δύο οι πόλοι: Ο ένας, η κωμωδία κι η επιθεώρηση με το Ελεύθερο Θέατρο και την Ελεύθερη Σκηνή, τομή στα πράγματα κι ο άλλος, ο Λευτέρης Βογιατζής, για πρόζα.
»Ηταν όνειρο ζωής να δουλέψω μ΄αυτούς τους ανθρώπους και είμαι πραγματικά ευτυχισμένη που το κατάφερα αυτό στη ζωή μου. Το μόνο που με φοβίζει στην επιθεώρηση είναι ότι εγώ θέλω κείμενο, δεν μπορώ να βγω χωρίς κείμενο, δεν αισθάνομαι τόση σιγουριά. Γενικώς είναι ένα είδος που λατρεύω.
»”Τότε, τώρα, πάντα”. Θεωρώ εξαιρετικά ευφυή τον τίτλο της επιθεώρησής μας στο Αλσος. Εχει ένα συναίσθημα κα έναν συμβολισμό. Και τα νέα παιδιά πρέπει να μάθουν να σέβονται την παράδοση, να σέβονται αυτό που έχτισαν οι προηγούμενοι, γιατί είναι πολύ σημαντικό. «Τότε, τώρα, πάντα»: Εγώ πιστεύω ότι έτσι πρέπει να είναι ο καλλιτέχνης, ακόμα και ο διανοούμενος: Να κρατάει το νήμα, το νήμα που σε ενώνει με το παρελθόν -είναι πολύ σημαντικό και στον πολιτισμό και παντού.
»Είμαι μια ηθοποιός που όσες φορές μου έχει δοθεί η ευκαιρία να παίξω και κάτι διαφορετικό, πάντα το κάνω, με τόλμη. Αλλά η κωμωδία πάνω μου είναι 90% και 10% το υπόλοιπο.
»Νομίζω ότι η κωμωδία κρατάει από δικά μου θέματα, προσωπικά, τον χαμό του μπαμπά μου. Η έλλειψή του από τότε που ήμουν δώδεκα χρόνων με έκανε να έχω την τάση να θέλω να με αγαπάνε, να θέλω να κερδίσω την αγάπη. Και αυτό δεν ήταν λογικό -γινόταν αυτόματα. Ηθελα να τραβάω το ενδιαφέρον. Και τώρα στην δουλειά που έχω βγει, ως επαγγελματίας, έχω καταλάβει ότι μ΄εμάς τους κωμικούς ηθοποιούς, ο κόσμος δένεται πιο πολύ απ΄τους δραματικούς -και μας λατρεύουν. Γι΄αυτό και είμαστε και πιο καλά αμειβόμενοι εμείς οι κωμικοί. Αλλά είναι κι η αγάπη του κόσμου που εισπράττουμε. Νομίζω ότι αυτό κυνηγούσα. Την αγάπη που μου έλειψε στο σπίτι με την απώλεια του μπαμπά μου. Και την έχω πάρει εις διπλούν και εις τριπλούν. Προσωπικά η σχέση μου με τον κόσμο είναι πάρα πολύ καλή.
»Στο θέατρο ήταν δύσκολο να τα καταφέρω. Γιατί στη δική μου την γενιά, της μεταπολίτευσης, μάθαμε, εμείς οι γυναίκες, να πατούμε πιο πολύ στα πόδια μας και να είμαστε πιο επαγγελματίες. Γι΄αυτό και είχα προβληματισμούς: Πως θα πετύχω σ΄αυτόν τον χώρο που δεν ξέρω κανένα και δεν ξέρει κανένας; Αλλά μου έδειξε αυτή η δουλειά ότι αν έχεις κάτι να πεις, δεν ξέρω πώς θα γίνει, θα συνωμοτήσει το σύμπαν, και θα΄ρθει η στιγμή για να το πεις.
»Εγώ δεν είχα κάτι οικογενειακό που να με παραπέμπει σ΄αυτά σε καλλιτεχνικά, τίποτα. Εκτός απ΄το ότι η μητέρα μου που ήταν εξαιρετική μοδίστρα, καλλιτέχνης, και με τρομερό χιούμορ. Κι αυτό το κατάλαβα τώρα που μεγάλωσε. Μάλλον δηλαδή το χιούμορ το πήρα απ΄την μαμά μου. Όπως κι ότι όταν θα κάνω κάτι θα το κάνω καλά, αλλιώς δεν θα το κάνω. Η μητέρα μου ό,τι κάνει, το κάνει καλά. Λεπτομερής, πανέξυπνη, μια γυναίκα του Δημοτικού.
»Μεγάλωσα μέσα στο μοδιστράδικο στην Σητεία και παρατηρούσα τις κυρίες που έρχονταν, χωρίς να το συνειδητοποιώ. Γιατί για να είσαι καλός ηθοποιός το νούμερο ένα στοιχείο είναι η παρατήρηση. Βλέπεις έναν άνθρωπο και από κει σκέφτεσαι τη ζωή του, πως είναι στο σπίτι, με τα παιδιά του, κι αυτό ήταν για μένα ένας κόσμος ολόκληρος. Δεν ξεχνώ, επειδή τότε έφερναν οι κυρίες τα υφάσματα, τη λατρεία που είχα στα υφάσματα, στα κουμπιά… Βέβαια ο Θεός δεν μου έστειλε το σώμα το τέλειο, αν μου το είχε στείλει, θα ήμουν πολύ καλοντυμένη.
»Ο μπαμπάς μου αυτοκτόνησε: Αυτό ήταν κάτι πάρα πολύ φοβερό και τρομερό στο παιδικό μου μυαλό. Κι έπρεπε να το εξηγήσω στον εαυτό μου, αλλά δεν ήταν εξηγήσιμο. Δηλαδή δεν υπήρχε κάτι με τη μητέρα μου ή κάτι να συνέβαινε στο σπίτι μας, δεν ήταν αλκοολικός, δεν είχε χρέη, δεν έπαιζε χαρτιά, δεν υπήρχε τρίτο πρόσωπο… Γι΄αυτό και έλεγα, “Θεέ μου πως γίνεται”;
»Ημουν 12 χρονών, πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου. Όχι μόνον δεν μου το έκρυψαν, αλλά ήμουν κι η τελευταία που συνάντησε τον πατέρα μου. Κι αυτό με κυνηγάει ακόμα, νομίζω. Θεωρώ ότι είμαι ένα τέτοιο άτομο, μοιραίο. Απ΄τους τέσσερις ανθρώπους που ήμασταν στο σπίτι εκείνο το βράδυ, μόνον εγώ ήμουν ξύπνια όταν ο μπαμπάς μου έφυγε -η μαμά μου κι η αδελφή μου κοιμόντουσαν. Ηταν η τελευταία φορά που τον είδα, ήμουν η τελευταία που τον χαιρέτησε. Βέβαια εγώ δεν κατάλαβα που πήγαινε. Μετά, ξύπνησε η μητέρα μου κι άρχισε να τον ψάχνει. Το κατάλαβε γιατί της είχε πει για κάποιους πονοκεφάλους. Αυτό ήταν το μόνο που είχε ο μπαμπάς μου. Κι είχε κάποιους φόβους μην είναι κάτι σοβαρό στο κεφάλι -οι γιατροί του λέγανε ότι έχει άλατα στον αυχένα…
»Αυτό όμως το γεγονός ήταν τόσο κομβικό για μένα που έπρεπε να εξηγήσω σ΄ένα παιδικό μυαλό πώς μπορεί να συμβεί αυτό το πράγμα. Αλλά δεν είχε την ίδια επίδραση σε όλους μας. Σ΄εμένα ήταν καταλύτης. Θυμάμαι, περπατάγαμε με την αδελφή μου στην Κρήτη και σχολίαζαν ότι είμαστε οι κόρες του Καστάνη που αυτοκτόνησε…
»Ο μπαμπάς μου ήταν Μικρασιάτης, είχε γεννηθεί στο Αϊβαλί, το ΄20. Ηταν δύο χρόνων όταν ήρθαν στην Κρήτη, στο Ηράκλειο και μετά στη Σητεία. Ο μπαμπάς μου είχε όνειρα, όπως αυτή η γενιά των προσφύγων. Δεν είχαν οικονομική άνεση αλλά ήταν άρχοντες. Ο μπαμπάς μου ήταν αθλητής, έχω πολλά μετάλλια. Του άρεσε να ξεχωρίζει κι ίσως αυτό να το έχω πάρει από εκείνον.
»Στην Αθήνα ήρθαμε μόλις τελείωσε η αδερφή μου το λύκειο -είχε η μαμά μου έναν αδελφό εδώ. Από μοδίστρα που ήταν, πήγε και δούλεψε σ΄ένα εργοστάσιο με ανδρικά ρούχα, κι εκεί ξεχώρισε. Είναι πολύ δυνατός άνθρωπος η μαμά μου -πήρε δύο κορίτσια κι έφυγε απ΄την Κρήτη. Δεν είναι αποφάσεις αυτές που τις παίρνεις εύκολα. Δεν επέτρεψε να δούμε ότι κλονίζεται απ΄την υπόθεση του πατέρα μου, δεν το επέτρεψε αυτό ποτέ στον εαυτό της. Και ήταν εντελώς αφοσιωμένη σε εμάς.
»Το θέατρο; Επειδή είναι πανέξυπνη η μαμά μου στην αρχή μου΄λεγε, “εντάξει, τελείωσε το Πανεπιστήμιο (είχα μπει στη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης), και βλέπουμε…”. Εγώ λοιπόν πήγα στο πανεπιστήμιο, έφτασα μέχρι το πτυχίο και μετά δεν άντεξα.
»Απ΄το λύκειο ήμουν φίλη με τον Μιχάλη τον Ρέππα. Ημασταν μια παρέα επιστημόνων και ανάμεσά τους δύο τρελοί που ήθελαν να γίνουν καλλιτέχνες. Ο Μιχάλης είχε περάσει στο Μαθηματικό. Κάποια στιγμή που δεν άντεξα είπα στον Μιχάλη ότι θα πάω να δώσω στο Εθνικό -τον παρέσυρα και δώσαμε μαζί. Αυτός φυσικά μπήκε στο Εθνικό. Εγώ, στη Σχολή Βεάκη.
»Στην δουλειά ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο, και ειδικά για μένα που δεν ήμουν ψηλή και όμορφη, που δεν ήμουν μια ενζενί με διαβατήριο την ομορφιά. Εγώ ήμουν κάτι άλλο. Και το πάλεψα. Την πρώτη πενταετία έπαιζα στα ΔΗΠΕΘΕ. ΄Ερχονταν και με έβλεπαν και έλεγαν “τι καλή που είσαι” αλλά φως δεν έβλεπα. Πήγαινα εγώ τότε σ΄αυτές τις επιθεωρήσεις κι έλεγα “Χριστέ μου, παίζουν όλοι αυτοί οι ηθοποιοί και εγώ γιατί να μην παίζω μαζί τους”.
»Όχι η εμφάνιση ήταν συν για μένα τελικά, ακόμα και τα κιλά δεν ήταν ανασταλτικά, όχι. Χώρος υπάρχει, να παίξεις κι άλλα πράγματα. Επίσης έχω παρηγοριά ότι μπορώ να παίξω και τις γιαγιάδες αύριο, μεθαύριο.
»Μετά, στην πορεία μου, το ένα έφερνε το άλλο. Στο σινεμά έχω εξαιρετική καριέρα. Οι ταινίες που έχω κάνει είναι σχεδόν τέλειες. Ο “Δεκαπενταύγουστος”; Ας είναι καλά ο Κωνσταντίνος ο Γιάνναρης (σ.σ. σκηνοθέτης της ταινίας). Δεν με ήξερε, ούτε τηλεόραση έβλεπε. Με είδε στο “Save sex” κι από εκεί με επέλεξε. Αλλά όλο αυτό είχε να κάνει με τη δική του πίστη στον εαυτό του -να πάρει έναν ηθοποιό από άλλο χώρο. Περάσαμε υπέροχα, συνεννοηθήκαμε τρομερά. Εζησα μεγαλεία τότε, πήγαμε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου -ήμασταν στο διαγωνιστικό.
»Στην Κρήτη ερωτεύτηκα τον άντρα μου, εκεί τον γνώρισα. Και μάλιστα σε μια στιγμή που δεν ήμουν ακόμα πολύ γνωστή και ήμουν ψιλο-απογοητευμένη απ΄τη δουλειά. Και μου έφερε γούρι ο Γιάννης, άλλαξε η καριέρα μου -τον έχω χάσει.
»Ο φίλος μου Μιχάλης μου΄πε κάποια στιγμή ότι ο Τσιάνος κάνει επιθεώρηση στο Θεσσαλικό Θέατρο και ψάχνει μια σουμπρέτα αλλά δεν βρίσκει γιατί δεν πάει καμία χειμώνα στην Λάρισα. “Εσύ Ελένη πας;”, με ρώτησε. Μετά η παράσταση θα ερχόταν και στην Αθήνα, στο θέατρο Πόρτα της Καλογεροπούλου. Ηταν και πολύ της μόδας τότε το Θεσσαλικό γιατί είχε κάνει την “Ηλέκτρα” με την Κονιόρδου. Και πήγα. Από εκεί, όταν ήμασταν στο Πόρτα, με είδε η Ξένια και με πήρε τον χειμώνα για πρόζα στο «Βεγγέρα και Καθάρσιο» που έκανε με τον Σταμάτη Φασουλή. Ετσι γνώρισα τον Σταμάτη… Μετά με πήρε η Σμαρούλα Γιούλη στο Παρκ, γνώρισα τον Βαγγέλη Λειβαδά, ο οποίος με λάτρευε και μετά το ένα έφερε το άλλο…
»Δύσκολος άνθρωπος εγώ; Ναι, πράγματι, κάποια στιγμή μπλέχτηκα σ΄αυτό κι ακόμα θεωρούμαι δύσκολη. Νομίζω ότι κομβικό σημείο γι΄αυτό ήταν το “Τι ψυχή θα παραδόσεις”, το σίριαλ που δεν ολοκληρώθηκε. Ότι δηλαδή φταίγαμε εμείς. Αλλά η δουλειά απέδειξε ότι αυτό δεν ισχύει γιατί ξανα-δουλέψαμε μεταξύ μας. Απλώς ήταν μια κακή συγκυρία και κάποιοι από εμάς το χρεωθήκαμε.
»Ναι, και ζήλεια και φθόνο ένοιωσα σ΄αυτή την δουλειά. Εμείς οι κωμικοί είμαστε καταραμένοι σ΄αυτό το σημείο. Γιατί στον κωμικό μετριέται στο δευτερόλεπτο αν γέλασε το κοινό με το αστείο σου ή όχι. Στο παρελθόν γινόντουσαν τέρατα στην κωμωδία, έκαιγαν τα ρούχα της πρωταγωνίστριας… Αλλά αυτό δεν σταματάει, ποτέ. Κάθε φορά πρέπει ν΄αποδείξεις απ΄την αρχή ότι είσαι καλός. Αλλά δεν είναι όλα έτσι -μην τα λέμε όλα μαύρα. Υπάρχουν και συνάδελφοι που είναι εξαιρετικοί. Εμένα πάντως μ΄αρέσει να παίζω με ηθοποιούς καλύτερους από μένα. Διδάσκομαι απ΄αυτούς. Δεν ζηλεύω -ζηλεύω με την καλή έννοια του όρου, όχι ανταγωνιστικά. Είναι δύσκολος ο χώρος μας και ανταγωνιστικός. Γι΄αυτό και δεν θα΄θελα το παιδί μου να τον ακολουθήσει -ευτυχώς δεν τον ενδιέφερε ποτέ τον γιο μου το θέατρο. Έχω μια σχέση έρωτα με τον γιο μου, νομίζω πάντα είχα. Σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στην Αγγλία, δική του επιλογή -τώρα θα δει τι θα κάνει.
»Το όνειρο μου; Το όνειρό μου είναι πολύ ποταπό και μη πραγματοποιήσιμο: Ονειρεύομαι μια ξαπλώστρα μπροστά στη θάλασσα -απόλυτη ακινησία και να κοιτάζω τη θάλασσα. Αλλά δεν το έχω καταφέρει. Και θα ήθελα να γυρίσω στην Κρήτη. Οσο μεγαλώνω όλο και πιο πολύ με τραβάει η πατρίδα μου. Δεν ανήκω σ΄αυτούς που λένε ότι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το θέατρο. Ίσως γιατί το ισχυρό μου κύτταρο είναι το σπίτι. Πρώτα είναι το σπίτι μου, η οικογένειά μου -αυτό έρχεται πρώτο. Μετά είναι το θέατρο».
«Τότε, τώρα, πάντα» του Σταμάτη Φασουλή. Παίζουν: Σταμάτης Φασουλής, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Θοδωρής Αθερίδης, Ελένη Καστάνη, Κώστας Κόκλας, Δήμητρα Ματσούκα, Αντώνης Λουδάρο, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Λευτέρη Ελευθερίου, Ματίνα Νικολάου, Ντορέττα Παπαδημητρίου, Τραϊάνα Ανανία, Άννα Μάγκου, Μιχάλης Παπαδημητρίου, Δέσποινα Πολυκανδρίτου, Φαίη Φραγκαλιώτη. Μαζί τους και ο Γιώργος Κωνσταντίνου. Παραστάσεις στο θέατρο Αλσος, από Πέμπτη ως Κυριακή, στις 20.30