ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΤ/ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ "ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ", ΕΡΤ2

Η ανεξιχνίαστη δολοφονία του μεγάλου συγγραφέα Κώστα Ταχτσή

Ο συγγραφέας του εμβληματικού έργου «Το Τρίτο Στέφανι» δήλωνε επανειλημμένα ότι η ζωή είναι πιο σημαντική από την τέχνη.

Ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου του 1972, δευτερότοκος γιος του Γρηγόρη και της Έλλης.

Οι δυο τους κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Το πρώτο παιδί του ζευγαριού, επίσης αγόρι, είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά τη γέννα –η θνησιμότητα βρεφών άλλωστε σημείωνε τότε μεγάλα ποσοστά στη χώρα μας. Αυτός ο αδερφός, που έχασε πριν γεννηθεί ο ίδιος, ήταν μια από τις έμμονες ιδέες του Ταχτσή.

Ίσως υποσυνείδητα αισθανόταν ένοχος που του ‘κλεψε την πρωτοτόκια, ίσως ήταν κάτι άλλο. Πάντως αυτή η απώλεια έπαιρνε στα μάτια του τη διάσταση συμβόλου. Ήταν ένας πολύ κακός οιωνός. «Μια ατυχία που οδήγησε νομοτελειακά σ’ όλα τα δεινά που ακολούθησαν» -έτσι τουλάχιστον αναφέρεται στο βιβλίο «Το φοβερό βήμα: Αυτοβιογραφία», εκδόσεις Εξάντας, (επιμέλεια έκδοσης: Θανάσης Θ. Νιάρχος). Οι γονείς του τελικά απέκτησαν ένα ακόμα παιδί, την αδερφή του συγγραφέα, δημιουργώντας του αργότερα ένα νέο γαϊτανάκι σκέψεων με πολλά «αν»: «Αν αντί να έχει μια μικρότερη αδερφή, πηγή πολλών ενοχών αργότερα, είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό που θα φοβόταν ή θα θαύμαζε, η ζωή του θα 'χε πάρει αλλιώτικη τροπή» αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου. Σε ηλικία επτά ετών οι γονείς του χώρισαν και ο ίδιος αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα για να ζήσει με την γιαγιά του. «Αν είχε ζήσει ο αδερφός μου και έμενε στη Θεσσαλονίκη, αργά ή γρήγορα θα πήγαινα κι εγώ εκεί, θα είχα κάποιον να μιλήσω, κάποιον στον οποίο να δίνω λόγο για τις πράξεις μου, δεν θα 'χα κάνει τη ζωή που έκανα» ανέφερε ο ίδιος.

Τελείωσε το γυμνάσιο και το 1945 υπέβαλε τα χαρτιά του στην Σχολή Εμποροπλοιάρχων, αλλά τις ημέρες των εξετάσεων αρρώστησε από τυφοειδή πυρετό. Εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν ολοκλήρωσε όμως ποτέ τις σπουδές του. Το φθινόπωρο του 1954 έφυγε για τη Βρετανία για να επιστρέψει στην Αθήνα έναν χρόνο αργότερα. Στα 29 του μπάρκαρε στο Αμβούργο με δανέζικο πλοίο ως καμαρότος. Επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «Το παιδί και το δελφίνι», ενώ το 1957 ακολούθησε ως μάνατζερ τον πιανίστα Τώνη Παπαγεωργίου στην περιοδεία του στην ανατολική Αφρική.

Από εκεί πήγε στην Αυστραλία και μέσα σε λίγο καιρό προσελήφθη στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Κρατικής Τράπεζας της χώρας. Την άνοιξη του 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και επιχείρησε να κάνει τον γύρο της Ευρώπης με μια βέσπα, με την οποία έφθασε ως το Εδιμβούργο. Στη διάρκεια αυτής της περιοδείας έγραψε μερικά κεφάλαια από «Το τρίτο στεφάνι». Δεν απέκρυψε ποτέ ότι μέρος του «Τρίτου Στεφανιού», που αφορά τη μια απ’τις δύο ηρωίδες, την Εκάβη, είναι κατά μεγάλο μέρος βασισμένο στην ιστορία της γιαγιάς του. Καθώς το έργο του απορρίφθηκε ως ακατάλληλο το εξέδωσε τον Νοέμβριο του 1962 με δικά του έξοδα. Τον πρώτο καιρό της έκδοσής του, πουλιούνται περίπου δέκα αντίτυπα. Κατά την περίοδο της δικτατορίας αρχίζει να γίνεται γνωστό το βιβλίο του, κυρίως ανάμεσα στους πολιτικούς κρατούμενος. Τον ίδιο τον Ταχτσή τον καλούσαν συχνά στην Ασφάλεια, καθώς μεταξύ άλλων πρωτοστάτησε στη δήλωση των 18, μια κίνηση συγγραφέων ενάντια στην λογοκρισία και το αυταρχικό καθεστώς. Δεν έκρυψε ποτέ το ότι είναι ομοφυλόφιλος, ούτε το ότι εκδίδεται, και αγωνίστηκε ενεργά για τα ζητήματα της κοινότητάς του. Τη δραστηριότητά του υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων διηγείται σε επιστολή του στο βιβλίο «Από την χαμηλή σκοπιά».

Το απόγευμα του Σαββάτου, 27 Αυγούστου 1988, η αδελφή του Ελπίδα Αρτέμη, επειδή δεν μπορούσε να τον βρει στο τηλέφωνο, αποφασίζει να μπει στο σπίτι του -ο συγγραφέας διέμενε σε μια μονοκατοικία στον Κολωνό. Σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, βρήκε το χώρο ακατάστατο και τον ίδιο τον Ταχτσή να κείτεται νεκρός στο κρεβάτι του, γυμνός, φορώντας γυναικεία περούκα και με αίματα στο κεφάλι. Ο ιατροδικαστής που τον εξέτασε αποφάνθηκε ότι ο συγγραφέας είχε στραγγαλιστεί με τα χέρια και πιθανότατα λόγω της μεγάλης ποσότητας αλκοόλ που βρέθηκε στο αίμα του δεν πρόβαλε αντίσταση.

Ένα από τα σενάρια που επικράτησαν ήθελαν τον Ταχτσή να επιστρέφει σούρουπο με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του ντυμένος γυναίκα παρέα με έναν νεαρό. Όταν ο επισκέπτης έφυγε από το σπίτι του ο συγγραφέας ξαναβγήκε επιστρέφοντας και πάλι με παρέα, για να ακολουθήσει ξανά το ίδιο μοτίβο με τρίτο και τελευταίο άντρα που μπήκε στο σπίτι του γύρω στις 3 τα ξημερώματα. Ούτε όμως ο δράστης ταυτοποιήθηκε ποτέ, ούτε το κίνητρο της δολοφονίας. Το μόνο σίγουρο, σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, είναι το ότι ο Ταχτσής είχε πεθάνει από ασφυξία. Μετά τον θάνατό του δημοσιεύτηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το φοβερό βήμα». Η άποψη της αδερφής του πως ο συγγραφέας δολοφονήθηκε επειδή το βιβλίο του θα περιείχε αποκαλύψεις δεν επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον όχι από το περιεχόμενό του.

Ο δημοσιογράφος και φίλος του Ταχτσή, Κώστας Τσαρούχας, δημοσιοποίησε τη δική του έρευνά στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα: ποιος, πώς και γιατί σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή». Το συμπέρασμά του ήταν ότι, τον συγγραφέα τον σκότωσε ο τελευταίος του πελάτης, όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με γυναίκα, αλλά με άντρα.

Η κηδεία του έγινε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών και τον επικήδειο λόγο εκφώνησε η τότε υπουργός Πολιτισμού και φίλη του, Μελίνα Μερκούρη, ενώ το φέρετρό του μετέφεραν, μεταξύ άλλων, ο Αλέκος Φασιανός και ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο τρόπος που έφυγε από τη ζωή ο Ταχτσής ήταν κατά μια έννοια συνεπής με την αντισυμβατικότητα του πνεύματός του. Φαντάζει σχεδόν αφύσικο το να τελείωνε η ιστορία του με έναν κοινότυπο θάνατο που θα στερούσε τις μυθιστορηματικές αναγνώσεις, καθώς και τις διαφωνίες σχετικά με το τι μπορεί να έγινε εκείνο μοιραίο βράδυ. «Τελευταίο Στεφάνι» για τον Ταχτσή, έγραψαν οι εφημερίδες την επόμενη ημέρα, σε αντίθεση όμως με το σπουδαίο έργο του συγγραφέα. το κεφάλαιο αυτού του θανάτου θα μείνει για πάντα ημιτελές.