Η φρικιαστική δολοφονία του Άλεξ με ένα κερί, όπως τη διηγείται η μητέρα του
Ο Άλεξ Μόργκαν πέρασε ένα βράδυ στο ελβετικό σαλέ του καλύτερου του φίλου. Έμελλε να ήταν οι τελευταίες τους ώρες, καθώς ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τον οικοδεσπότη του.
Η Κάτια Φάμπερ στο προσωπικό της blog (www.katjafaber.com) περιγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της από την τόσο άδική απώλεια του γιου της.
«Ο κόσμος μου άλλαξε για πάντα από την άγρια δολοφονία του μεγαλύτερου γιου μου Άλεξ Μόργκαν τα ξημερώματα της 30ης Δεκεμβρίου 2014 στο Kuesnacht, ένα μικρό παραλίμνιο χωριό λίγο έξω από τη Ζυρίχη της Ελβετίας. Ο Άλεξ ήταν ένας ευαίσθητος, αστείος, χαρισματικός νέος, ένα ελεύθερο πνεύμα γεμάτο υποσχέσεις, ένας ονειροπόλος. Ήταν 23 ετών όταν πέθανε.
Η βάναυση ανθρωποκτονία του Άλεξ από τα χέρια κάποιου που θεωρούσε φίλο, όχι μόνο με άφησε συντετριμμένη και ανίκανη να βρω νόημα στη ζωή, αλλά κατέστρεψε και τις ζωές της οικογένειας και των φίλων του. Λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο δολοφονήθηκε κυκλοφόρησαν σε διεθνώς σε εφημερίδες, προσωπικές του φωτογραφίες εμφανίστηκαν στα μέσα ενημέρωσης, ενώ η δίκη καλύφθηκε λεπτομερώς.
Ήταν τέτοια η βαρβαρότητα των τελευταίων στιγμών του Άλεξ, που ακόμη και όσοι δεν τον γνώριζαν σοκαρίστηκαν από τη σκληρότητα του δολοφόνου του. Τον χτύπησε με ένα κηροπήγιο ύψους ενός μέτρου, τον χτύπησε με μεταλλικά αγάλματα, τον έκοψε με θραύσματα γυαλιού και τον στραγγάλισε. Ο Άλεξ δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Μόνο στο κεφάλι του υπέστη πάνω από 50 τραύματα.
Ωστόσο, ο δολοφόνος δεν σταμάτησε εκεί. Αφού προκάλεσε αφόρητα τραύματα στον Άλεξ, γονάτισε πάνω του, άνοιξε με το ζόρι το στόμα του Άλεξ και έσπρωξε ένα κερί μέσα. Έπειτα το έσπρωξε στο λαιμό του Άλεξ μέχρι τον οισοφάγο του. Αυτή ήταν η τελευταία πράξη βαρβαρότητας που σκότωσε τον γιο μου. Αφού ο Άλεξ πέθανε από ασφυξία ο δολοφόνος του ανέβηκε στον πάνω όροφο και έκανε ένα ντους.
Με στοιχειώνει ο τρόπος που πέθανε ο γιος μου. Δεν θα συμφιλιωθώ ποτέ με την σκληρότητα του δολοφόνου του. Το να αποδεχτώ το πόσο υπέφερε ο Άλεξ τις τελευταίες του στιγμές και ότι πρέπει να ζήσω χωρίς τον Άλεξ για το υπόλοιπο της ζωής μου είναι πολύ, πολύ δύσκολο.
Χαμένη και εντελώς ανίκανη να λειτουργήσω, αποφάσισα να διοχετεύσω την απόγνωση και τον θυμό μου συμμετέχοντας ενεργά στη δίωξη του δολοφόνου του Άλεξ. Κάνοντας αυτό, βρήκα τη δύναμη και το κίνητρο να συνεχίσω να ζω. Το γεγονός ότι εξακολουθώ να είμαι εδώ σήμερα μαρτυρά την αγάπη μου για τα παιδιά μου και την αποφασιστικότητά μου να αγωνιστώ για τη δικαιοσύνη και με αυτόν τον τρόπο δίνω στον Άλεξ φωνή.
Αναζητώντας απαντήσεις εκεί που δεν υπάρχουν
Στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο δολοφόνος παρέμεινε σιωπηλός επιλέγοντας να εκπροσωπηθεί από τρεις δικηγόρους. Αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε από τις ερωτήσεις που του έθεσαν οι δικαστές.
Οι εφημερίδες και η τηλεοπτική κάλυψη επικεντρώθηκαν στον τρόπο που έγινε το έγκλημα. Η κάλυψη από τα ΜΜΕ ήταν εκτεταμένη. Όσο κυκλοφορούσαν οι εξελίξεις της υπόθεσης, τόσο η αίθουσα του δικαστηρίου γέμιζε με όλο και περισσότερους δημοσιογράφους. Πολλοί ήρθαν από το εξωτερικό. Για εμάς, η κάλυψη των μέσων ενημέρωσης ήταν ένα επιπλέον άγχος, αλλά συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν ένα αναπόφευκτο μέρος της διαδικασίας. Μέχρι σήμερα, είμαι ευγνώμων στους δημοσιογράφους που ήταν ακιβοδίκαιοι στο ρεπορτάζ τους.
Οι δημοσιογράφοι έγραψαν επίσης για το παρελθόν του δολοφόνου –πλούσιος, προνομιούχος, έμπορος έργων τέχνης από γνωστή γερμανική οικογένεια, τοξικομανής που οδηγεί Porsche, μεγαλύτερος από το θύμα του, σωματικά πολύ πιο ογκώδης και ψηλότερος από τον Άλεξ. Ανέφεραν το γεγονός ότι ο τρόπος ζωής του δολοφόνου είχε χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά από τον πλούσιο πατέρα του.
Ένας πλούσιος δολοφόνος με μυστικό παρελθόν
Από τη στιγμή της σύλληψης του δολοφόνου μέχρι τη δίκη στο Meilen της Ελβετίας, είχαν περάσει πάνω από δύο χρόνια. Στη δίκη, ο δολοφόνος κουνιόταν νευρικά στην καρέκλα του. Συνήθως, κοίταζε σταθερά το γραφείο μπροστά του, με τα μακριά μαλλιά του να καλύπτουν εν μέρει το πρόσωπό του. Ούτε μια φορά δεν κοίταξε εμένα ή την οικογένειά μου. Καθόμασταν στην αίθουσα του δικαστηρίου λίγα μέτρα πιο πέρα. Αυτός ο άνθρωπος δεν έδειξε να έχει τύψεις. Οι εφημερίδες ανέφεραν το βίαιο παρελθόν του δολοφόνου, κάτι που οι δικηγόροι υπεράσπισης προσπάθησαν να υποτιμήσουν. Ο δολοφόνος χαρακτηρίστηκε από τη νομική του ομάδα ως «αρκουδάκι». Όμως ο Εισαγγελέας χλεύασε τους ισχυρισμούς τους.
Ο άνδρας που είχε σκοτώσει τον Άλεξ είχε προηγουμένως επιτεθεί στον ίδιο του τον πατέρα το 2011. Ο πατέρας του είχε φύγει από την έπαυλη της οικογένειας τρέχοντας σε έναν γείτονα για βοήθεια. Ο κατηγορούμενος φέρεται επίσης να βίασε και να αποπειραθεί να σκοτώσει την τότε κοπέλα του (αργότερα κρίθηκε ένοχος για βιασμό από το ίδιο Δικαστήριο).
Σύμφωνα με την πρώην κοπέλα του, ο κατηγορούμενος ήταν μια ωρολογιακή βόμβα. Είχε προειδοποιήσει την οικογένειά του ότι ο γιος τους ήταν επικίνδυνος και ότι ο εθισμός του στα ναρκωτικά ήταν εκτός ελέγχου. Τους είχε πει ότι αν ο γιος τους συνέχιζε έτσι, θα κατέληγε να σκοτώσει κάποιον. Οι προειδοποιήσεις της αγνοήθηκαν.
Μετά την ανθρωποκτονία, η οικογένεια του δολοφόνου συμβούλεψε την πρώην κοπέλα να σιωπήσει. Ευτυχώς, δεν το έκανε. Αυτή η θαρραλέα νεαρή γυναίκα έδωσε κατάθεση στο Δικαστήριο.
Δεν μπόρεσα να προστατέψω τον Άλεξ τη νύχτα που του επιτέθηκαν. Δεν μπόρεσα να αγκαλιάσω τον Άλεξ καθώς πέθανε. Δεν μου επιτράπηκε να φιλήσω το ακρωτηριασμένο κορμί του για να πω αντίο. Τώρα λοιπόν θα είμαι η φωνή του. Όσο δύσκολο και εξαντλητικό κι αν είναι το ταξίδι, δεν θα υποκύψω μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Το ότι έπρεπε να θρηνήσω τον γιο μου ταυτόχρονα με την αστυνομική έρευνα και τις προδικαστικές ακροάσεις ήταν υπερβολικό για μένα. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Βρήκα όμως τη δύναμη να συνεχίσω. Αποφάσισα να πάρω έναν δικηγόρο ειδικευμένο στο ποινικό δίκαιο και ζήτησα από τον ίδιο μου τον αδερφό, που είναι δικηγόρος, να με βοηθήσει. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσα να πολεμήσω για τον Άλεξ και να αναζητήσω δικαιοσύνη. Κυριεύτηκα από το ένστικτο να προστατεύσω τον γιο μου. Ήξερα ότι ήταν νεκρός, αλλά δεν είχε καμία διαφορά -πάλεψα για αυτόν σαν να ήταν ακόμα ζωντανός. Μπορεί να μην κατάφερα να τον προστατέψω όταν ήταν ετοιμοθάνατος, αλλά σίγουρα μπορούσα να παλέψω ενάντια στην τριμελή νομική ομάδα που εκπροσωπούσε τον δολοφόνο.
Έπρεπε να περάσουν δυόμισι χρόνια πριν βγει η ετυμηγορία. Τον Αύγουστο του 2017, ο δολοφόνος του Άλεξ κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Στη συνέχεια, ο δολοφόνος άσκησε έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης, ενώ την ίδια στιγμή, ο Εισαγγελέας άσκησε έφεση ζητώντας να αυξηθεί η διάρκεια της ποινής φυλάκισης στα 16 χρόνια. Η ακρόαση της έφεσης στο Εφετείο της Ζυρίχης πραγματοποιήθηκε μόλις τον Νοέμβριο του 2018, οπότε η αρχική καταδίκη και η ποινή εναντίον του δολοφόνου ανατράπηκαν. Ήμασταν συντετριμμένοι. Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου. Αυτήν τη στιγμή περιμένουμε μια απόφαση από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο (Bundesgericht). Συμμετέχοντας στη νομική διαδικασία, βρήκα έναν τρόπο για να εκφράσω τους φόβους, την οργή και τα βάσανά μου, καθώς και την ελπίδα μου για το μέλλον. Προς έκπληξή μου, όταν διαδόθηκε η ιστορία μου επικοινώνησαν μαζί μου και άλλοι γονείς που αγωνίζονταν επίσης για δικαιοσύνη των παιδιών τους.
Η έλλειψη κατανόησης και προθυμίας της κοινωνίας να αντιμετωπίσει το απόλυτο ταμπού –τον θάνατο ενός παιδιού– μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική μας υγεία. Μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να νιώθουμε μόνοι στις πιο σκοτεινές στιγμές της θλίψης μας. Για πολλούς γονείς που πενθούμε, είναι η σύνδεση και η κατανόηση που βρίσκουμε όταν συναντιόμαστε με άλλους πενθούντες γονείς που μας βοηθάει περισσότερο. Καθώς πλοηγούμαι σε αυτόν τον κόσμο μετά την απώλεια, το ενδιαφέρον μου για το τραύμα της απώλειας και της θλίψης έχει αυξηθεί. Μέσω της γραφής μου και της εξειδικευμένης εκπαίδευσής μου στην τραυματική θλίψη, μου φανερώθηκε ένας τρόπος όχι μόνο να τιμήσω τον γιο μου Άλεξ, αλλά και τα παιδιά που ζουν ακόμη».