Η φρικιαστική δολοφονία της 13χρονης Yara που συγκλόνισε την Ιταλία
Η ταινία «Yara» που έκανε πρεμιέρα στο Netflix την Παρασκευή 5 Νοεμβρίου επαναφέρει στην επικαιρότητα μια φρικιαστική υπόθεση, που είχε συνταράξει ολόκληρη την Ιταλία το 2010 και αφορά στην περίπλοκη δολοφονία της 13χρονης Yara Gambirasio.
Στις 26 Νοέμβριου του 2010, ημέρα Παρασκευή, η Yara που ήταν αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής, έφυγε από το σπίτι της με προορισμό το γυμναστήριο, εφτακόσια μέτρα μακριά, με σκοπό να αφήσει ένα στερεοφωνικό για τον προπονητή της. Καθώς όμως η ώρα περνούσε και η Υara δεν επέστρεφε, οι γονείς της ανησύχησαν. Η μικρή τους κοινότητα ήταν ήσυχη και δεν θεωρούσαν ότι κάποιος θα μπορούσε να κινδυνεύει.
Παρόλα αυτά, ειδοποίησαν την αστυνομία και η υπόθεση έφτασε στην εισαγγελέα Letizia Ruggeri. Η ίδια, ως πρώην αστυνομικός που διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην καταστολή της στην Κόζα Νόστρα, έστειλε στην περιοχή ένστολους και καραμπινιέρους.
Μια καθηγήτρια της Yara φέρεται να είναι το τελευταίο άτομο που την είδε, ενώ η τελευταία της επικοινωνία της νεαρής έγινε με μια φίλη της μέσω μηνυμάτων: τα δυο κορίτσια είχαν κανονίσει να συναντηθούν την Κυριακή το πρωί.
Αναλύοντας το σήμα του κινητού της νεαρής, η Ruggeri διαπίστωσε πως το στίγμα του είχε εντοπιστεί σε ένα κοντινό χωριό, στο Μapello, όπου και έστειλε τα αστυνομικά σκυλιά προς αναζήτηση του κοριτσιού. Στη συνέχεια, ξεκίνησαν οι ανακρίσεις του οικογενειακού της περιβάλλοντος, όμως πουθενά δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο.
Μέσα στο επόμενο διάστημα εξετάστηκαν χιλιάδες τηλέφωνα -περίπου 15.000- και όλη η Ιταλία έκανε υποθέσεις και σενάρια για την τύχη του κοριτσιού. Σε ένα από αυτά, που ανήκε σε έναν Μαροκινό ονόματι Mohammed Fikri, σε μία από τις συνομιλίες ακούστηκε η φράση: «Συγχώρεσέ με Θεέ μου, δεν τη σκότωσα». Ο Fikri εργαζόταν σε μια οικοδομή στο Mapello, αλλά την ώρα που βρέθηκε αυτό το στοιχείο, βρισκόταν σε ένα πλοίο με προορισμό την Ταγγέρη. Στις 4 Δεκεμβρίου, οι ιταλικές αρχές αναχαίτισαν το σκάφος και τον συνέλαβαν. Έψαξαν το βαν που χρησιμοποιούσε και ανακάλυψαν ότι περιείχε ένα αιματοβαμμένο στρώμα. Ο κόσμος τον θεώρησε ένοχο- πολλοί είπαν ότι επειδή ήταν ξένος, αποτελούσε εύκολο στόχο- όμως τελικά αφέθηκε ελεύθερος, καθώς δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του.
Το θέμα πλέον είχε μόνιμη θέση στις καθημερινές ειδήσεις, ενώ από κάποιο σημείο και μετά η κοινή γνώμη κατηγορούσε την αστυνομία για την καθυστέρηση με την οποία λειτουργούσε. Οι μήνες περνούσαν χωρίς αποτέλεσμα, οι γονείς του κοριτσιού βγήκαν στην τηλεόραση και απεύθυναν έκκληση σε όποιον γνώριζε κάτι να τους βοηθήσει, αλλά η Yara παρέμενε εξαφανισμένη.
Ώσπου μια μέρα, ένας μεσήλικας ονόματι Ilario Scotti που πετούσε με το ραδιοελεγχόμενο αεροπλάνο του στη μικρή πόλη Chignolo d’Isola, αναγκάστηκε να προσγειώσει το σκάφος του σε ένα ακατοίκητο σημείο. Εκεί, εντόπισε το πτώμα της άτυχης Yara. Κοντά της υπήρχαν τα κλειδιά του σπιτιού της και μια κάρτα sim, όχι όμως και η συσκευή του τηλέφωνού της.
Η Cristina Cattaneo, η κορυφαία ιατροδικαστής της Ιταλίας, ανάλαβε την αυτοψία και πράγματι επιβεβαίωσε την ταυτότητά της. Το περίεργο είναι πως ανακάλυψε ίχνη ασβέστη στις αναπνευστικές οδούς του κοριτσιού και μια φυτική ίνα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή σχοινιού, στα ρούχα της. Η Yara δεν είχε βιαστεί, αλλά το μωβ σουτιέν της ήταν κατεστραμμένο. Είχε επίσης υποστεί πολλαπλά τραύματα από αιχμηρό όπλο, που είχε τρυπήσει τα ρούχα της σε διάφορα σημεία.
Η Ruggeri ζήτησε τότε να υποβληθούν σε τεστ DNΑ χιλιάδες πολίτες, καθώς πλέον η ανακάλυψη του δολοφόνου αποτελούσε για εκείνη ιερό σκοπό. Μετά από ενδελεχείς έρευνες, το 2014 συνελήφθηκε ένας δεύτερος ύποπτος, που ονομαζόταν Massimo Bossetti, ξυλουργός στο επάγγελμα, ο οποίος το 2016 κρίθηκε ένοχος για τον φόνο και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Ο ίδιος δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι σκότωσε την Yara, ενώ μυστήριο παραμένει για την αστυνομία το πώς κατάφερε να την απαγάγει. Κανείς δεν ξέρει αν το κορίτσι πείστηκε να μπει στο βαν του δολοφόνου της ή εξαναγκάστηκε, αν και πιθανολογείται ότι τον γνώριζε, καθώς δούλευε στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο με τον πατέρα της.