Δημήτρης Παπάζογλου: «Όταν ερωτευόμουν, αναρωτιόμουν πώς θα το ξεπεράσω για να μην καταστραφώ»
Η μουσική παίζει, τα φώτα χαμηλώνουν και όταν ο Δημήτρης Παπάζογλου φοράει το κοστούμι της «Κατερίνας» στη παράσταση «Κόκκινα Φανάρια» τον ακολουθείς σε κάθε κίνησή του. Η ερμηνεία και η στάση του σώματός του βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία, μαγεύοντας το κοινό. Είναι εξίσου μαγευτικός στο φως της ημέρας που δίνουμε ραντεβού και για δύο περίπου ώρες οι ιστορίες του από το παρόν και το παρελθόν μου κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον.
Τα χρόνια στο εξωτερικό, τα καμπαρέ του Παρισιού, η συνεργασία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Μαρινέλλα μέχρι τον Βασίλη Μπισμπίκη, ο φόβος της δέσμευσης, άγνωστες ιστορίες του ελληνικού κινηματογράφου και η σχέση εφόδιο ζωής με τη μητέρα του, όπως μου τα αφηγήθηκε ο ίδιος πίνοντας ζεστό καφέ.
«Με τον Βασίλη Μπισμπίκη γνωριστήκαμε στο μιούζικαλ «Cabaret» που ανέβηκε το 2018 στο Παλλάς. Εγώ έκανα τις χορογραφίες και ο Βασίλης κρατούσε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Από την πρώτη μας γνωριμία ήταν πολύ ανθρώπινος και μου είχε μιλήσει για την ομάδα Cartel. Ο Βασίλης είναι πολύ μπρουτάλ, αλλά έχει μια απίστευτη τρυφερότητα και ευαισθησία. Στην πρεμιέρα της παράστασης "Κόκκινα Φανάρια" είχαν έρθει οι γονείς του και εκείνος νοιαζόταν που θα καθίσουν… Kοιτάζω πάντα τέτοιες λεπτομέρειες στους ανθρώπους και από αυτά τα μικρά πράγματα καταλαβαίνω το ήθος και την ποιότητά τους. Μετά από αυτό το νοιάξιμο που είδα, τον αγάπησα περισσότερο. Επίσης, του έχω πει πως έχει εξαιρετική αρμονία η φυσιογνωμία του με τη φωνή του. Αυτή η φωνή είναι σε απόλυτη αρμονία με το σώμα του.
Όταν είχα διαβάσει πως ο Βασίλης θα ανεβάσει τα "Κόκκινα Φανάρια" τον πήρα τηλέφωνο και του είπα "θέλω να είμαι στη παράσταση". Και μου απάντησε "ναι, θα είσαι". Ούτε ήξερα για ρόλους, ούτε με ενδιέφερε. Με καθοδήγησε το ένστικτό μου, κάτι μου έκανε κλικ. Έχω χτυπήσει την πόρτα για δουλειά άλλες τρεις φορές επειδή μου άρεσε να είμαι μέρος της συγκεκριμένης ομάδας, αλλά έφαγα πόρτα. Αυτή τη φορά η πόρτα ήταν ανοιχτή...».
«Η ιδέα να υποδυθώ την Κατερίνα ήταν του Βασίλη και είναι ένας ρόλος που μου αρέσει πολύ. Το "ουάου", το φανταχτερό το έχω πολύ εύκολα, η Κατερίνα με έβαλε σε άλλα μονοπάτια και ήταν μεγάλη πρόκληση. Η ηρωίδα μου είναι η πιο παλιά εκεί μέσα και διηγείται πράγματα άγνωστα στις υπόλοιπες. Η ιστορία που λέω, πριν έρθει το τρανς στην Ελλάδα, για το μαγαζί "Χαβάη" την εποχή της Μπέλλου είναι πραγματική. Με γοητεύει να λέω πράγματα που δεν είναι γνωστά…
Ένα βράδυ είχε πολύ πλάκα στην παράσταση γιατί τη στιγμή που εξιστορώ την ιστορία για τη Χαβάη λέω "το μαλλί κρεπαρισμένο και λακαρισμένο όπως η Νίτσα Μαρούδα", ο κόσμος ίσα που γελάει, και συνεχίζω "μπαίνει μέσα μια ίδια η Κιμ Νόβακ". Και τότε σχολιάζω "ούτε αυτή την ξέρετε; Μόνο εγώ είμαι εδώ μέσα από τον προηγούμενο αιώνα"; Γελάσαμε πάρα πολύ!
Η ομάδα του Cartel με υποδέχτηκε πολύ όμορφα και εγώ γνώρισα πολύ αξιόλογα και ταλαντούχα παιδιά. Μάλιστα, μου σχολιάζουν πως έχω πολύ ενέργεια και δεν σου κρύβω πως περνάμε ωραία και στα παρασκήνια. Περίμενα σχεδόν δύο χρόνια να γίνει η πρεμιέρα…
Δεν είναι η πρώτη φορά που παίζω στο θέατρο. Αναρωτιόμουν όταν δεν θα μπορώ να χορεύω στα νυχτερινά κέντρα και περάσει η μπογιά μου τι θα γίνει, θα με πετάξουν έξω; Πάντα σκεφτόμουν το επόμενο βήμα. Από τους δυσκολότερους ρόλους που έπαιξα ήταν στη παράσταση "Η ζωή των σκουληκιών", το οποίο ανέβασε η Αιμιλία Υψηλάντη και υποδύθηκα τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ήταν ένα δύσκολο και δραματικό έργο. Επίσης, έχω παίξει στη παράσταση «Βολπόνε» σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολονάκη κι έκανα έναν ερμαφρόδιτο.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη με βοήθησε να πάρω τον συγκεκριμένο ρόλο. Εκείνη την εποχή ο Βολονάκης σκηνοθετούσε και την Αλίκη, εγώ δεν τον γνώριζα. Τηλεφώνησα στην Αλίκη να τη ρωτήσω αν έχει βρει ο Βολονάκης ποιος θα κάνει τον ερμαφρόδιτο γιατί μου άρεσε ο ρόλος και εκείνη μου είπε να πάω το απόγευμα από το θέατρο. Μόλις ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα στο καμαρίνι του λέει "Βρε Μίνωά μου, να ο ερμαφρόδιτος που ζητούσες, ο Δημήτρης". Και με πήρε στην παράσταση. Έπαιξα με έναν θίασο που αποτελούνταν από τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Γιάννη Γκιωνάκη, ο οποίος ήταν εξαιρετικός, τον Νίκο Βερλέκη, τον Αίαντα Μανθόπουλο και άλλους. Έπειτα έπαιξα με την Υψηλάντη και αργότερα με τη Μαίρη Βιδάλη στο θέατρο Τόπος Αλλού».
«Με απασχολεί τι τιμωρία θα υποστώ μετά από αυτή την παράσταση. Γιατί πάντα έκανα μια επιτυχία και μετά πήγαινα πίσω. Και άντε πάλι από την αρχή. Για να καταλάβεις, το 1980 όταν ήμουν στην "Εύθυμη Χήρα" με την Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε γίνει τεράστια επιτυχία -με 1.500 άτομα κοινό και 9 παραστάσεις (διπλές Τετάρτη και Σαββατοκύριακα). Έπειτα από αυτή τη δουλειά, κανείς δεν με ζήτησε. Μόνο από το "Μινιόν" με κάλεσαν να ετοιμάσω μουσικοχορευτικά shows, αλλά πραγματικά τα χρήματα δεν άξιζαν τον κόπο. Όταν με ρώτησε η Αλίκη τι έχω κλείσει για την επόμενη σεζόν, της είπα πως μόνο για αυτό το show έχω πρόταση και πως τα χρήματα ήταν ελάχιστα. Εκείνη μου ζήτησε το τηλέφωνο του υπεύθυνου και τελικά πήρα τα χρήματα που ζήτησα. Για αυτό λέω πως η Αλίκη υπήρξε και μάνατζερ μου.
Η Αλίκη ήταν ένα πλάσμα που έφερε οικονομική δικαιοσύνη στους καλλιτέχνες. Όταν ξεκίνησε να αμείβεται με ποσοστά για τις ταινίες της, ήταν λίγο σαν τον Τσε Γκεβάρα, έφερε μια επανάσταση στο καθεστώς που υπήρχε μέχρι τότε. Το ίδιο έκανε ο Στέλιος Καζαντζίδης στο τραγούδι. Σε όλη της τη ζωή έκανε άμυνα. Μπορεί να ήταν Εθνική Σταρ, αλλά ήξερε πως έχει πολλούς εχθρούς. Δεν της συγχωρούσαν αυτό που ήταν. Γιατί στην Ελλάδα υπάρχουν αυτοί που θα σε βοηθήσουν, αλλά μόλις καταξιωθείς και προχωρήσεις υπάρχει φθόνος. Επίσης, είναι σημαντικό να μην δείχνεις την εξυπνάδα σου.
Όταν δούλευα στο εξωτερικό με έπαιρναν στη δουλειά πραγματικά για αυτό που ήμουν: είχα εκτόπισμα, ήμουν λαμπερός και πολύ εργατικός. Τα θετικά προσόντα σου τα εκμεταλλεύονταν για να έχουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Εδώ τα καλά προσόντα είναι μειονέκτημα. Από την άλλη, πρέπει να μπεις μέσα σε έναν κύκλο, που ή θα σε εξοντώσει ή θα σου δώσει μια πορεία. Στα δικά μου χρόνια, όταν επέστρεψα από το εξωτερικό, υπήρχε μια πολιτική που δεν γνώριζα. Έπρεπε να έχεις τελειώσει το Εθνικό και να γίνεις εκ του ασφαλούς πρωταγωνιστής.
Επέστεψα στην Ελλάδα στα 27 και δεν μπορούσα να πάω να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό. Πίστεψα, επειδή με ζητάγανε και η τύχη μού προσφέρεται, ότι δεν μπορείς να πας ενάντια στην τύχη σου. Κι επειδή ήμουν χορευτής και έβλεπα να ανοίγεται μπροστά μου μια πορεία, έλεγα "θα γίνω γνωστός και θα ανατρέψω τα πράγματα". Ο μόνος που μπορούσε να κάνει ανατροπές στο καλλιτεχνικό στερέωμα ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης. Εκείνος κατάφερε να κάνει κωμικό μια τραγουδίστρια, τη Ρένα Βλαχοπούλου, την οποία σε ένα νούμερο στο θέατρο με τον Σταυρίδη. Ο Φίνος ήθελε για το ρόλο της Χαρτοπαίκτρας τη Μαίρη Αρώνη και ο Δαλιανίδης ήταν αυτός που επέμενε για τη Βλαχοπούλου. Ήρθαν έτσι οι συγκυρίες που εξελίχτηκε σε πρωταγωνίστρια. Βεβαίως ήταν και ταλαντούχα, ήταν η Λούσι Μπολ της Ελλάδας».
Τη δεκαετία του '60 τα κοσμικά κέντρα βρίσκονταν στην Πλάκα, το "Μοστρού", το "Κάστρο" και η "Παλιά Αθήνα", αργότερα η «Νεράιδα» στην παραλιακή. Όπου εμφανιζόταν η Βλαχοπούλου, η μαρκίζα είχε πρώτο το όνομά της, δεύτερο το χορευτικό δίδυμο Χρυσούλα Σώκα και Μιχάλη Καστρινό και από κάτω τη Μαρινέλλα. Εκείνα τα χρόνια το χορευτικό ζευγάρι είχε μεγάλη εκτίμηση από το κοινό και το όνομά του ήταν ψηλά στη μαρκίζα. Πλέον, το όνομα του χορογράφου σε ένα μιούζικαλ μπαίνει προτελευταίο, μετά έρχεται ο φωτισμός.
Πια υπάρχουμε για να προσφέρουμε υπηρεσίες, τέλος. Αυτός που πάλεψε ήταν ο Παπαϊωάννου -στους Ολυμπιακούς Αγώνες κατάφερε να μείνει πιστός στο όραμα του. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος είναι της ίδιας γενιάς -μετά από πολλές διαφορετικές επιλογές πλέον βρίσκεται στη Λυρική Σκηνή, η οποία χρειαζόταν μια πιο μεταμοντέρνα άποψη».
Ήταν μια συγκυρία πραγμάτων η γνωριμία μου με τη Μαρινέλλα. Τη θαύμαζα από τότε που την έβλεπα στις φωτογραφίες με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Αυτή η γυναίκα ασκούσε μια έλξη επάνω μου. Όταν χώρισε με τον Καζαντζίδη, εμφανιζόταν στο θέατρο Παρκ. Εκείνα τα χρόνια συνηθιζόταν στις επιθεωρήσεις να βγαίνει μια τραγουδίστρια να λέει κάποια κομμάτια, προκειμένου να ετοιμαστεί ο θίασος για το φινάλε της υπόκλισης. Πήγα και την είδα, θυμάμαι ακόμα που έλεγε το "Απόψε χάνω μια ψυχή".
Τα χρόνια πέρασαν. Ήμουν χορευτής του Καστρινού, όταν εκείνος εμφανιζόταν μαζί της στο νυχτερινό κέντρο "Παλιά Αθήνα". Ένα βράδυ τον ρώτησα αν μπορεί να με πάρει μαζί του να τη δω και με πήρε. Κατέβηκα στα καμαρίνια και την είδα από τα παρασκήνια που τραγουδούσε με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Ντυμένη πάντα ωραία -το άρωμά της το θυμάμαι μέχρι σήμερα.
Περνάνε τα χρόνια και είμαι στο Παρίσι. Χορεύω στο "Αλκατράζ" από τα πιο εξπρεσιονιστικά και καλύτερα καμπαρέ του κόσμου. όπου κάποια στιγμή ακούω τον κομφερεσιέ να λέει από το μικρόφωνο πως απόψε είναι εδώ η Ελληνίδα τραγουδίστρια "Μαρίνα". Αναρωτιόμουν ποια είναι γιατί δεν ήξερα καμία γνωστή τραγουδίστρια με αυτό το όνομα. Κοιτάζω κάτω και βλέπω την Μαρινέλλα. Έτρεξα και τους είπα ότι λέγεται Μαρινέλλα και είναι από τις καλύτερες τραγουδίστριες. Μετά το φινάλε την πλησίασα και της λέω "καλέ τι μου κάνετε;" και απαντάει "Καλέ Έλληνας είσαι;". Μην στα πολυλογώ, έφτασε το 1983 για να συνεργαστώ μαζί της. Εκείνη τη χρονιά η Μαρινέλλα έκανε ένα πρόγραμμα στο "Ζουμ" με ποτ πουρί τραγούδια από μιούζικαλ και με κάλεσε να το χορογραφήσω -είχα ήδη κάνει τις μεγάλες επιτυχίες με την Αλίκη, όπως την "Εύθυμη Χήρα" και την "Εβίτα". Έτσι, ξεκίνησε η συνεργασία μας και κράτησε 25 χρόνια. Αυτή η γυναίκα είναι μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και την αγαπάω πάρα πολύ. Είναι σπουδαία καλλιτέχνιδα. Πρόσφατα, την είδα με τον Μάριο Φραγκούλη και με εντυπωσίασε ξανά. Ήταν και είναι μια μονάδα από μόνη της. Δεν είναι τυχαία η έκφραση "Ποια είσαι; Η Μαρινέλλα;».
Τη σεβόμουν πολύ. Ποτέ δεν με ενδιάφερε να ξέρω τα προσωπικά και τα οικογενειακά της. Στη δουλειά ήταν πολύ γενναιόδωρη και θέλω να πιστεύω πως το 1995 της έκανα μια από τις ωραιότερες παραστάσεις στο Ρεξ. Είχε εκτόπισμα και γνώριζε καλά πως ο καλλιτέχνης δείχνει τα γαλόνια του στο live. Δεν βλεπόμαστε πια, αλλά έχω ζήσει μαζί της όμορφες στιγμές.
«Αν μετάνιωσα που έφυγα από το Παρίσι και επέστρεψα στην Ελλάδα. Όχι, ούτε μια στιγμή. Μια φορά δύο Γιουγκλοσλάβοι χορευτές πήραν άδεια από το καμπαρέ και πήγαν λίγες ημέρες στην πατρίδα τους. Όταν επέστρεψαν τους παρατηρούσα και ήταν στεναχωρημένοι. Κατάλαβα πως, όταν γύρισαν δεν ένιωθαν ούτε Γιουγκοσλάβοι, ούτε Γάλλοι. Όταν εσύ φεύγεις από το μέρος όπου έχεις μεγαλώσει, κρατάς ζωντανές τις αναμνήσεις με τους φίλους, τους συμμαθητές σου. Ωστόσο, η ζωή τους προχωρά κανονικά, χωρίς εσένα, και πολλοί ίσως σε ξεχάσουν. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, τρόμαξα. Δεν θα ήθελα να πεθάνω emigre.
Στη Γαλλία πήγα μεγάλος που σημαίνει είχα διαμορφώσει το χαρακτήρα μου, ούτε μπορούσα να εκπαιδευτώ σε μια ξένη χώρα. Ήθελα να επιστρέψω στη χώρα μου και να ακολουθήσω την πορεία μου, όπως ο Φλερύ, ο Καστρινός, ο Σειλινός και ο Μεταξόπουλος. Γνώριζα πολύ καλά τον κλασικό χορό, είχα χορέψει ως πρώτος χορευτής στη Γερμανία και την Ελβετία και ήθελα να ασχοληθώ με το μουσικό θέαμα. Πώς είναι οι γιατροί που εκπαιδεύονται και μετά επιλέγουν ειδικότητα; Εμένα η ειδικότητα μου είναι το θέαμα, το οποίο βγαίνει από την ψυχή μου. Από την άλλη, ήθελα να πάω στη Νέα Υόρκη να μείνω τρεις μήνες για να μελετήσω και ύστερα να επιστρέψω μόνιμα στην Αθήνα, αλλά δεν γινόταν, καθαρά για οικονομικούς λόγους.
Στη Γαλλία χόρεψα στο θέατρο Μπομπινό, ήμουν στο καζίνο Ντε Παρί, κάτι σαν το Μουλέν Ρουζ με μεγάλο θέαμα και ονόματα. Μάλιστα, σε μια παράσταση μου έδωσαν τον ρόλο του γκάγκστερ και ο χορογράφος μου είπε να σπουδάσω υποκριτική, γιατί θα μου πήγαινε πολύ. Δεν ήταν εύκολο, γιατί αλλιώς είναι να μιλάς γαλλικά και αλλιώς να διαβάζεις Μολιέρο.
Ήμουν πάντα μια ψυχή που ήθελα να βάζω στο μπαούλο μου πράγματα. Ο ψυχισμός μου μαρτυρούσε πως ήμουν ένας ηθοποιός που χορεύει. Δεν μπόρεσα ποτέ να χορέψω χωρίς ψυχή. Πίστεψα πως στην επιστροφή μου από το εξωτερικό θα γινόμουν κάπως αναγνωρίσιμος. Στην Ελλάδα σε θέλουν να κάνεις το ίδιο και το ίδιο πράγμα. Εγώ, από την άλλη, είμαι μια ψυχή που πιστεύει πως, αν κάνεις συνεχώς το ίδιο σε σκοτώνει, θα επέλθει ο μαρασμός και ο επαγγελματικός θάνατος. Κι εγώ δεν ήθελα να μαραζώσει ποτέ η ψυχή μου. Εξασκούσα και τη φωνή μου, ακόμα παρακολουθώ μαθήματα φωνητικής. Πέρα από το έμφυτο ταλέντο, χρειάζεσαι σκληρή δουλειά για να πετύχεις. Παραμένω ένας ανήσυχος άνθρωπος που αναζητώ κι άλλα πράγματα για να διατηρώ τη νιότη της ψυχής μου».
«Δεν έχω οικογένεια και παιδιά. Δεν τόκισα στους ανθρώπους -ήταν λάθος μου. Είμαι ένα βαθιά μοναχικό παιδί. Είμαι κοινωνικός, αλλά είμαι και μοναχικός, ίσως γιατί μεγάλωσα χωρίς αδέρφια. Η ζωή και η οικογενειακή μου κατάσταση με έκανε να δώσω όλο το βάρος στο κέντρο εξουσίας του εαυτού μου, όχι με την έννοια του εγωισμού, αλλά της επιβίωσης. Για παράδειγμα, μεγαλώνοντας αν δεν εργαζόμουν σκληρά, η μαμά μου δεν θα μπορούσε να ζήσει. Έκανα ερωτικές εκτρώσεις, όπως το λέω εγώ, γιατί φοβόμουν. Δεν στερήθηκα σεξουαλικά -μόνο συντροφικά. Όταν ερωτευόμουν πάθαινα πανικό. Αναρωτιόμουν πώς θα το ξεπεράσω για να μην καταστραφώ. Είχα πάντα στο μυαλό μου ότι έπρεπε να ακολουθήσω έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής: να προσέχω πολύ το σώμα μου, να κοιμάμαι νωρίς, να κάνω σωστή διατροφή. Δεν έκανα ποτέ καταχρήσεις, εκτός του καπνίσματος που τα τελευταία 16 χρόνια κατάφερα να το κόψω.
«Είμαι χαρούμενος, ναι. Κανείς δεν είναι ικανοποιημένος, πάντα θέλουμε περισσότερα. Παλαιότερα που ήμουν πιο ψώνιο, ήθελα να μη δουλεύω τα καλοκαίρια και να κάνω ταξίδια. Μετά συνειδητοποίησα πως στο επάγγελμα μου δεν μπορείς να φεύγεις, διότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να μείνεις εκτός. Όταν ήμουν νεότερος, είχα στείλει γράμμα στη βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας να με δεχτεί στη βασιλική ακαδημία χορού. Πήρα θετική απάντηση, μόνο που τελικά δεν πήγα ποτέ λόγω ηλικίας.
«Η ζωή μου είναι σαν του Billy Elliot -και δεν το λέω για να μπει ως τίτλος. Ούτε μου αρέσει η λέξη bullying. Ο ρατσισμός και τα πειράγματα για τη διαφορετικότητα δεν θα σβήσουν ποτέ. Όσο κι αν η κοινωνία εξελιχτεί, κάποια πράγματα παραμένουν ίδια, γιατί είναι μέσα στο σύμπλεγμα της ανθρώπινης φύσης.
Είμαι πολύ τυχερός, γιατί ποτέ δεν ένιωσα καταπιεσμένος για την ιδιαιτερότητά μου και ποτέ δεν έκρυψα πως είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι. Έτσι μεγάλωσα και αυτό το χρωστάω στη μητέρα μου. Τη δοξάζω, γιατί μπορεί να ήταν μια αμόρφωτη γυναίκα, αλλά είχε κοινωνική παιδεία και μου έδωσε πολλή αγάπη. Είμαι παιδί έρωτος, αν και οι γονείς μου δεν έζησαν μαζί. Η μαμά μου ήταν όμορφη γυναίκα, αλλά δεν θέλησε να παντρευτεί ξανά, αφιερώνοντας τη ζωή της σε μένα. Έφυγε 89 χρονών και τη φρόντιζα μέχρι το τέλος.
«Όπως σου είπα δεν καταπιέστηκα ποτέ, όμως ήθελα πάντα να είμαι αξιοπρεπής και να μη δίνω δικαιώματα. Αυτός ήταν και ο λόγος που μόνος πήγαινα, μόνος έφευγα από το θέατρο παρέα πάντα με την τσάντα μου.
Έναν ρόλο που μου είχαν προτείνει να κάνω όταν επέστρεψα από το εξωτερικό, ήταν ένας gay δάσκαλος χορού σε ταινία που έπαιξε ο Γιώργος Κιμούλης και δεν το δέχτηκα. Ήθελα να με σεβαστούν για αυτό που κάνω και όχι για αυτό που υποθέτει ο κόσμος. Χρωστάω και ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Γιώργο Κωνσταντίνου, γιατί όταν συνεργαστήκαμε με βοήθησε πολύ. Είναι ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος.
Αν θα ήθελα να κάνω κάτι άλλο; Ίσως μια εκπομπή στο ραδιόφωνο να σχολιάζω την επικαιρότητα και να λέω άγνωστες ιστορίες».
Η φωτογράφιση έγινε στο Minnie the Moocher στο Κολωνάκι.