Αιμιλία Υψηλάντη: «Μου αρέσει να ξέρω πως ανά πάσα στιγμή μπορώ να αλλάξω τη ζωή μου»
Με την Αιμιλία Υψηλάντη δίνουμε ραντεβού στο θέατρο Αργώ, στο «δεύτερο» σπίτι της και πριν ανέβουμε στο καμαρίνι με ξεναγεί για λίγο στη γειτονιά στο Μεταξουργείο. Ο τρόπος που αφηγείται τις ιστορίες σε συναρπάζει. Η ίδια λίγες ημέρες πριν τη θεατρική της πρεμιέρα μας μιλάει για τα παιδικά χρόνια στην περιφέρεια, τη διαδρομή στο θέατρο και την πολιτική και τη σχέση με την κόρη και την εγγονή της.
«Γεννήθηκα στον Πύργο Ηλείας και μέχρι το τέλος των γυμνασιακών μου χρόνων έζησα μεταξύ Πύργου και Αμαλιάδας, όπου εργάζονταν οι γονείς μου ως εκπαιδευτικοί. Για μένα είναι ένα υπέροχο μέρος, γιατί το έχω συνδέσει με την παιδική μου ηλικία. Έξω από το σπίτι μου ήταν χωματόδρομος και μπορούσαμε να παίξουμε με τα χώματα. Με θυμάμαι να πηγαίνω στο κτήμα της γιαγιάς μου και να κόβω το πεπόνι, το καρπούζι από τη γη. Πήγαινα και στο χωριό του πατέρα μου, κοντά στην Ακράτα, εκεί είχαμε κατσίκες, ένα μουλάρι. Μέχρι σήμερα πηγαίνω στο χωριό και ασχολούμαι με τη γη. Εκεί ο πατέρας μου είχε φυτέψει μια ελιά και μόλις πηγαίνω τη βλέπω και αναπολώ...
Είχα δύο εκπληκτικούς γονείς και μια καταπληκτική γιαγιά που τη λάτρευα, την είχα σαν δεύτερη μάνα στη ζωή μου. Έζησα σε μια ωραία οικογένεια και έχω δύο αδερφές, είμαι η μεγαλύτερη. Κάνοντας ένα ταξίδι στο παρελθόν θα σου πω πως είχα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν Θεολόγος και η μητέρα μου δασκάλα- μάλιστα είχε κάνει σπουδές στην Ελβετία. Μέσα από τις συζητήσεις που έκανα μαζί της μου έλεγε πως το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση. Μια φορά, λίγο πριν πεθάνει, μου είχε πει "αχ κορίτσι μου όλα καλά, αλλά αυτό το άτιμο το DNA βγαίνει κάποια στιγμή".
Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο ένιωθα πάντα το στήριγμα των γονιών μου, ήταν οι οδηγοί μου. Η μαμά μου ήταν οδηγός στη θέση μου ως γυναίκα, ενώ ο πατέρας μου σε θέματα ηθικής.
Η μητέρα μου κρυφά μου έφερνε το βιβλίο "Ο τελευταίος πειρασμός" του Νίκου Καζαντζάκη στο κρεβάτι -μάλλον δεν ήθελε ο πατέρας μου να το διαβάζω
Η μαμά μου έπαιρνε συνήθως τη πρώτη τάξη -είναι πολύ σημαντική για ένα παιδί που ξεκινάει να μαθαίνει γράμματα και μου έλεγε πως όποιο παιδάκι νυστάζει το αφήνει να κοιμάται. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πως τα παιδιά τα πηγαίνουμε νωρίς στο σχολείο, γιατί ως κοινωνία κρατάμε το ωράριο των εργοστασίων. Το δικό μου πρωινό ξύπνημα το θυμάμαι ως εφιάλτη, όχι μόνο στο δημοτικό αλλά και στο γυμνάσιο. Ο πατέρας μου ερχόταν το πρωί και μου έλεγε "Αιμιλία σήκω...σήκω...". Εγώ τίποτα, κοιμόμουν. Βέβαια τα βράδια καθόμουν και διάβαζα οπότε νύσταζα το πρωί. Η μητέρα μου μου έφερνε κρυφά στο κρεβάτι το βιβλίο "Ο τελευταίος πειρασμός" του Νίκου Καζαντζάκη, μάλλον δεν ήθελε ο πατέρας μου να το διαβάζω. Εκείνα τα χρόνια τα σπίτια ήταν κρύα, είχαν και τσιμέντο από κάτω, οπότε εγώ ήμουν κρυμμένη κάτω από τις κουβέρτες. Άρχιζε ο πατέρας μου σιγά σιγά να βγάζει τις κουβέρτες και μόλις ήμουν με το νυχτικό και τυλιγμένη με το σεντόνι με έπαιρνε αγκαλιά και με πήγαινε στην κουζίνα. Είχαμε μια πολύ ωραία κουζίνα με τζάκι και μεγάλο τραπέζι, όπου εκεί η κοπέλα που είχαμε στο σπίτι μου έβαζε στο στόμα μουρουνέλαιο και μία φέτα πορτοκάλι κι έτσι ξυπνούσα για το σχολείο. Δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά τότε μπορούσες να έχεις μια βοήθεια στο σπίτι για τις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα. Η μαμά μου δεν μαγείρευε -σκεφτόταν μόνο το διάβασμα.
Ειλικρινά δεν ξέρω πως μπήκε το μικρόβιο της υποκριτικής -κι εμένα μου κάνει εντύπωση γιατί εκείνα τα χρόνια δεν έβλεπες συχνά θέατρο ειδικά στην επαρχία όπου μεγάλωσα. Είχα δει θιάσους να περιοδεύουν. Μάλιστα, στην Αμαλιάδα, στην άλλη άκρη από το σπίτι μου υπήρχε ένας κινηματογράφος και επειδή με συμπαθούσε ο ιδιοκτήτης μου έλεγε πως μπορώ να βλέπω δωρεάν. Ήμουν γύρω στα 8-10 και έτρεχα να πάρω άδεια από τους γονείς μου όταν ερχόταν κάποιος θίασος. Δεν ξέρω αν αυτό μου είχε κάνει εντύπωση και με παρακίνησε. Σημασία έχει πως από το δημοτικό άρχισα να δραματοποιώ μόνη μου τα ποιήματα και τα έκανα θέατρο. Μέσα στο παιδικό παιχνίδι υπάρχει το θέατρο. Θυμάμαι παίζαμε τις βασίλισσες, κάναμε ρόλους κι αυτό ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι. Άρα δεν είναι ανάγκη να έχεις δει θέατρο για να νιώσεις την επιθυμία να γίνεις ηθοποιός. Το θέατρο είναι μέσα στη ζωή μας από την ώρα που γεννιόμαστε. Σε ηλικία 14-15 ερχόμουν στην Αθήνα όπου ζούσαν οι θείες μου και πηγαίναμε να δούμε επιθεώρηση. Θέλανε να μας πάνε σε ένα θέαμα με χορό, τραγούδι και πρόζα -μάλλον για αυτό επιλέγανε την επιθεώρηση. Δεν ήταν όμως το κίνητρο μου οι παραστάσεις που έβλεπα στο Ακροπόλ για να γίνω ηθοποιός. Μπορεί κιόλας να φοβόμουν ότι δεν μπορώ να χορεύω, να τραγουδάω. Ωστόαο, η υποκριτική, το να υποδυθώ κάτι άλλο από αυτό που ήμουν, υπήρχε μέσα μου.
Δεν είναι ανάγκη να έχεις δει θέατρο για να νιώσεις την επιθυμία να γίνεις ηθοποιός
Φυσικά και υπήρχαν κανόνες στο σπίτι και ήταν κάθετοι -κάτι που λείπει στις σημερινές οικογένειες. Χωρίς κανόνες τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει, απλώς οι γονείς μου ήξεραν πότε να μας αφήσουν ελεύθερες και πότε θα σφίξουν τα λουριά. Ο κανόνας τους ήταν να πάω πρώτα στο πανεπιστήμιο, να πάρω το πτυχίο μου και μετά να κάνω ό,τι θέλω. Στα χρόνια που μεγάλωσα εγώ, η οικογένεια ήταν ιερή, όπως και οι θείες και οι θείοι. Υπήρχε στήριγμα. Δεν ξέρω πώς είναι σήμερα... Οι αναφορές μου είναι πολύ συγκεκριμένες. Βλέπω πως έχω μεγαλώσει εγώ το παιδί μου.
Να σου πω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις πώς ήταν η δική μου γενιά: Αν μου έβαζε ένα κακό βαθμό ο καθηγητής μου, ο πατέρας μου -που δούλευε κι εκείνος στο ίδιο σχολείο- δεν διανοείτο να παρέμβει. Ούτε στο σπίτι θα μου έλεγε τίποτα. Έπρεπε να το αντιμετωπίσω μόνη μου. Στα σημερινά παιδιά υπάρχει μια υπέρ-προστατευτικότητα υπερβολική.
«Από μικρή είχα αποφασίσει πως θα γίνω ηθοποιός. Όχι, αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει. Με τίποτα! Ήταν αποφασισμένο κι εγώ όταν παίρνω μια απόφαση είμαι μονοδιάστατη -θέλω να την υλοποιήσω. Είμαι της άποψης πως ο άνθρωπος αυτό που θέλει πρέπει να το κάνει γιατί μετά έχει απωθημένα. Δεν υπάρχει λόγος να δημιουργήσει μια πηγή στεναχώριας και δυσαρέσκειας. Καλύτερα να σπάσει το κεφάλι του πηγαίνοντας κάπου παρά να πει δεν το τόλμησα, δεν το έκανα.
Εγώ το είχα αποφασίσει, απλά έχασα λίγο χρόνο με το πανεπιστήμιο και μετά με κάποια ταξίδια που έκανα. Εντωμεταξύ παντρεύτηκα και ξεκίνησα να ταξιδεύω ανά τον κόσμο -μόνο καλό μου έκανε. Γύρισα κάποια στιγμή και είπα "τώρα πρέπει να σταματήσω να ταξιδεύω, να ξεκινήσω να ασχοληθώ με το θέατρο και να κάνω ένα παιδί".
Στα 26 ήρθε η ώρα της γείωσης που λέμε. Δεν είμαι πολύ γειωμένη ως άνθρωπος. Οι συγγενείς νόμιζαν πως εγώ δεν θα ριζώσω πουθενά και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς επιβιώνω. γιατί ποτέ δεν είχα χρήματα και θυμάμαι ο πατέρας μου έλεγε "Αφήστε το στρουθίο". Είναι το σπουργίτι και το λέει ο Χριστός. Τα σπουργίτια δεν έχουν ανάγκη να τα θρέψεις, βρίσκουν πάντα σποράκια να φάνε και επιβιώνουν. Ακόμα και σήμερα που δεν έχω χρήματα όλοι νομίζουν ότι είμαι πλούσια κι ευτυχισμένη. Ξέρεις γιατί; Αυτό νιώθω μέσα μου κι αυτό εκπέμπω».
«Κάποια στιγμή ο πατέρας μου περνώντας τα χρόνια μου είπε "δε νομίζεις ότι πρέπει να κάνεις ένα παιδί;". Έτσι απλά μου το είχε πετάξει. Οι γονείς μου δεν απαιτούσαν πράγματα από μένα και τις αδερφές μου. Όμως, τις απαιτήσεις που έβαζαν τις έλεγαν με τόσο ευγενικό τρόπο που ήταν πολύ πιο δεσμευτικές. Αν σου πει κάποιος πως είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις αναγκάζεσαι από μόνος σου να βάλεις όρια και είναι πιο σφιχτά από αυτά που θα σου έβαζε κάποιος άλλος.
Όταν έμεινα έγκυος, αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο. Η Μαρίνα μου ήταν μόλις 30 ημερών όταν άρχισα τις πρόβες για μια παράσταση, η οποία τελικά δεν ανέβηκε ποτέ. Ήταν δύσκολο το μεγάλωμα ενός παιδιού σε συνδυασμό με τη δουλειά. Άρχισε η πραγματική σχέση με τη ζωή. Εκείνη την περίοδο ήμουν μόνη μου. Ο άντρας μου ταξίδευε και οι γονείς μου είχαν πάει διακοπές, οπότε με βοηθούσε μια θεία μου, η οποία έμενε στην Ηλιούπολη. Άλλαζα τρία λεωφορεία για να πάω από την Ηλιούπολη στην Αθήνα, ώστε να είμαι στην ώρα μου στο θέατρο. Δεν με πείραξε που η παράσταση δεν ανέβηκε γιατί ήμουν νέα. Υπήρξαν εποχές που κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα κι άλλες εποχές που ήμουν πολύ άνετα».
«Έκανα τρεις ταινίες το χρόνο -τόσες μου χρειάζονταν για να επιζήσω και να τα βγάλω πέρα τσίμα τσίμα. Με ενδιέφερε ο κινηματογράφος, αλλά δεν επεδίωκα να παίξω σε ταινίες. Οι ρόλοι που μου έδιναν ήταν συνήθως το κορίτσι του κωμικού. Έχω κάνει ελάχιστες ταινίες που δεν ήμουν το κορίτσι του Βουτσά, του Βέγγου ή παρτενέρ του Κωνσταντάρα. Το θέατρο ήταν αυτό που με δυσκόλεψε. Μου ήταν πολύ εύκολο να παίζω στον κινηματογράφο, δεν με δυσκόλεψε καθόλου ο φακός. Το θέατρο είναι πολύ δύσκολο και είναι μια περίπλοκη διαδικασία. Είσαι εκτεθειμένη από παντού -δεν σε σώζει ένα ωραίο πρόσωπο, δεν υπάρχει μοντάζ, ούτε επανάληψη. Βγήκες στη σκηνή, τα είπες και τέλος. Ήθελα να δουλεύω στο θέατρο, όμως ένιωθα πως η δική μου πορεία θα ήταν πιο βασανιστική. Θα το διαπιστώσουν τα παιδιά που θέλουν να γίνουν γνωστά από την τηλεόραση.
Στο θέατρο ακολούθησα διαφορετικά μονοπάτια. Δούλεψα με τον Φοίβο Ταξιάρχη, με ελεύθερους καλλιτέχνες, αλλά η πολιτική και η συνδικαλιστική μου δράση με οδήγησαν σε άλλους δρόμους. Πάντα ήμουν πάνω σε ένα πάλκο, να απαγγέλω -είτε σε εκδηλώσεις κομματικές με τον Κατράκη, είτε σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη. Μάλιστα, είχα φτιάξει και μια δική μου ομάδα όπου ανεβάσαμε ένα ρωσικό έργο. Η καλλιτεχνική μου δράση στηρίχτηκε σε ομάδες και θιάσους οι οποίοι είχαν μια σχέση με την αριστερά. Η πολιτική μου ένταξη έπαιξε μεγάλο ρόλο στις θεατρικές μου επιλογές, στις παρέες μου, σε όλα. Στα τέλη της δεκαετίας του 70 πήγα στο Εθνικό θέατρο όπου δούλεψα τρία χρόνια. Με τον Νίκο Κούρκουλο είχα μια εξαιρετική συνεργασία και με τον Κακογιάννη στο Ηρώδειο».
«Το 1974 εκλέχτηκα πρώτη δημοτική σύμβουλος με το ΚΚΕ στην Αθήνα, φυσικά σ΄ αυτό βοήθησε η αναγνωρισιμότητα που είχα από την τηλεόραση κι έπειτα από 7 χρόνια εκλέγομαι βουλευτής. Όταν βγήκα δημοτική σύμβουλος δεν μπορούσα να έχω τόση έντονη παρουσία στο θέατρο γιατί είχα μεγάλα καθήκοντα στο δήμο. Σήμερα, βλέπω πως τα συνδυάζουν και το χαίρομαι. Ο ηθοποιός είναι δύσκολο να συνδυάσει την πολιτική με την υποκριτική. Μάλιστα, το είπε πρόσφατα σε συνέντευξή της η Λυδία Κονιόρδου πως έχασε δύο χρόνια από την υποκριτική για να ασχοληθεί με την πολιτική. Η Λυδία κουβαλάει μεγάλες καλλιτεχνικές αποσκευές κι όμως ένιωσε πως ο χρόνος που απείχε από την υποκριτική ήταν πρόβλημα. Οι ηθοποιοί είμαστε τεχνίτες -σκέψου έναν μαραγκό που εργάζεται με τα χέρια για δύο χρόνια να μην δουλεύει καθόλου πάνω στη τέχνη του.
Για 12 χρόνια αφιερώθηκα στην πολιτική. Όταν εκλέχτηκα ήταν Κυριακή των Βαΐων και θυμάμαι όλη τη Μεγάλη Βδομάδα, ακόμα και το Σάββατο της Ανάστασης, εγώ καθόμουν να διαβάζω τα παλιά πρακτικά. Δεν είχα ιδέα μέχρι τότε για όλα αυτά. Πίσω μου ήταν η Μαρία Φωκά, ο Βάσος Ανδρονίδης και πιο πίσω ο Μεσολογγίτης, ο Ληναίος που είχαν δουλέψει πάρα πολύ για τον κλάδο μας. Βοήθησαν, ώστε να φτιαχτούν δημοτικά θέατρα στην Ελλάδα, να στηρίξουν ανθρώπους. Δεν είναι όπως σήμερα... Ο κλάδος μας έχει πολλές διαστρωματώσεις».
Αν σου πει κάποιος πως είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις, αναγκάζεσαι από μόνος σου να βάλεις όρια -και είναι πιο σφιχτά από αυτά που θα σου έβαζε κάποιος άλλος
Τώρα έχω μαζί μου στο θέατρο την εγγονή μου, την Άρτεμις. Κάποτε είχα την κόρη μου και τώρα το παιδί της. Το παιδί μου ακολούθησε τα επαγγελματικά μου βήματα, δούλεψε ως ηθοποιός, αλλά ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία και τον κινηματογράφο. Μπορώ να σου πω πως με την εγγονή μου είμαι πιο επικής και απορώ πολύ με μένα. Αντίθετα με την κόρη μου ήμουν πιο σκληρή. Η αλήθεια είναι πως με τα παιδιά μας είμαστε πιο απαιτητικοί, με την Άρτεμις είμαι περισσότερο διαλλακτική. Αυτό συμβαίνει γιατί με τα παιδιά υπάρχει ανταγωνισμός, ενώ με τα εγγόνια όχι. Με την επόμενη γενιά νιώθεις ότι είσαι πιο πολύ παιδαγωγός γιατί έχεις την αίσθηση πως φεύγεις και θέλεις να τους μάθεις πράγματα. Σε ό,τι αφορά την κόρη μου, ό,τι ήθελα να της το μάθω το ξέρει. Με την εγγονή μου είναι διαφορετικά τα πράγματα γιατί έχασε νωρίς τον μπαμπά της και έχει ανάγκη την οικογένεια. Εγώ θυμάμαι ήθελα να φύγω γρήγορα από το σπίτι μου, τα νέα παιδιά δεν νομίζω. Με την εγγονή μου απολαμβάνω να κάνω τα πάντα, να ταξιδεύουμε, να τις ανοίγω νέες πόρτες».
«Ζω με τον σύντροφο μου 30 χρόνια. Έκανα ένα γάμο στη ζωή μου και τέλος. Δεν μπορώ να ακούω τη λέξη γάμος, φρικάρω! Δεν έχουμε λόγο να παντρευτούμε. Αυτή την κοινωνική δέσμευση δεν την αντέχω. Δεν είμαι ελεύθερη, γιατί συναισθηματικά είμαι δεμένη χειροπόδαρα, αλλά εγώ πάντα θέλω να πιστεύω πως είμαι ελεύθερη... Πιθανόν, αν είχα παντρευτεί να είχα χωρίσει. Μπορεί σε κάποια τσαντίλα επάνω να χωρίζαμε, δεν ξέρω. Ίσως το γεγονός πως δεν έχουμε παντρευτεί να είναι το μυστικό για μια σχέση ζωής. Πλέον σε κάθε κρίση επικρατούν τα καλά. Δεν έχεις την αίσθηση πως αυτός είναι και τελείωσε η ζωή σου... Είναι ωραίο να ξέρω πως ανά πάσα στιγμή μπορώ να αλλάξω τη ζωή μου. Πρακτικά δεν μπορώ να το κάνω, θεωρητικά αυτή η αίσθηση ελευθερίας είναι σημαντική... Ως λαός η ελευθερία είναι μέσα μας και την έχουμε πάνω απ' όλα».
«Με ρωτάς πώς μου φαίνεται που πολλοί ηθοποιοί που είχαν φύγει από το ΣΕΗ επέστρεψαν μετά το ελληνικό #metoo. Σε γενικές γραμμές θα σου πω πως σε περιόδους ευμάρειας ο καθένας πιστεύει πως μπορεί να λύσει μόνος του τα θέματα που προκύπτουν. Δεν μπορεί να καταλάβει πως τώρα συμβαίνει αυτό, αύριο ίσως να μην γίνεται. Ως λαός δεν μας διακρίνει η σταθερή αντίληψη ότι τα προβλήματα είναι συλλογικά. Το προσωπικό μας πρόβλημα είναι προτιμότερο να το δούμε μέσα στη συλλογικότητα και να δουλέψουμε μαζί με τους άλλους για να το λύσουμε. Δηλαδή, όταν εγώ έχω μαγαζί και ανοίξει ακριβώς ένα άλλο δίπλα μου, υπάρχει ανταγωνιστικότητα και όχι η αίσθηση πως αν δουλέψει ο διπλανός θα μου φέρει και σε μένα πελατεία. Δεν έχουμε μάθει πως να συνυπάρχουμε και να συνεργαζόμαστε. Στις περιόδους κρίσεις που μας παίρνει όλους μαζί η μπάλα ξαναμαζευόμαστε. Στην κρίση καταλαβαίνεις πως δεν τα βγάζεις πέρα μόνος σου. Είναι θετικό που επανήλθαν στο ΣΕΗ κι εύχομαι να μην είναι μια ευκαιριακή αντίδραση. Το Σωματείο μας, λόγω της δουλειάς που κάναμε οι προηγούμενες γενιές, είχε μια καλή φήμη στους ηθοποιούς, το σέβονταν και το λογαριάζανε. Σίγουρα υπήρχαν αντιπαλότητες, αλλά κατέληγε ενωμένο χωρίς εσωτερικές διασπάσεις.
Όταν παίρνω μια απόφαση είμαι μονοδιάστατη -θέλω να την υλοποιήσω
Πιστεύω πως αν δεν υπήρχε ο κορωνοϊός τίποτα από όλα αυτά που είδαν το φως της δημοσιότητας δεν θα έβγαινε. Όσο κι αν πήγαν πίσω κάποια πράγματα παγκοσμίως, πιστεύω πως έγιναν κάποιες απίστευτες τομές. Ένα από αυτά που μας απασχόλησαν πάρα πολύ είναι το θέμα της βίας μέσα στην οικογένεια, στον χώρο εργασίας. Τώρα αρχίσαμε να βλέπουμε και να μας απασχολούν οι δολοφονίες των γυναικών που πάντα υπήρχαν, απλά τώρα μπήκαν ψηλά στην ατζέντα.
Ο κορωνοϊός λειτούργησε διαφορετικά γιατί δεν είχαμε πλέον να κυνηγάμε το μέλλον, υπήρξε μια στασιμότητα και ανάβλυσαν όλα τα κακά άνθη του παρελθόντος. Τα δηλητήρια που είχαμε καταχωνιάσει μέσα μας βγήκαν στην επιφάνεια και ζητούσαν εκδίκηση. Τα φαντάσματα ήθελαν εκδίκηση και ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, σχεδόν φυσικός νόμος. Κι έτσι με το πρώτο ξέσπασμα της Σοφίας Μπεκατώρου άνοιξαν τα στόματα και ήταν χείμαρρος.
Συνέβαιναν και στο παρελθόν τέτοια πράγματα σε διάφορα επίπεδα. Η εξουσία δημιουργεί προβλήματα καταπίεσης. Πολλές φορές αυτός που έχει εξουσία την ασκεί με καταπιεστικό τρόπο. Από την οικογένεια μέχρι τον χώρο εργασίας, πάντα υπάρχει κάποιος που έχει την εξουσία, διαφορετικά δε λειτουργεί η ομάδα. Το θέμα είναι πώς την ασκείς αυτήν την εξουσία. Η δουλειά μου έχει μεγάλο πεδίο εξουσίας και μην ξεχνάς πως οι σχέσεις μας δεν έχουν διάρκεια: ένας θίασος δουλεύει μαζί για κάποιους μήνες. Οι ηθοποιοί σκεφτόμαστε πως αν εγκαταλείψουμε τη δουλειά θα μείνουν κι άλλοι άνεργοι. Οι άνθρωποι που φέρονται άσχημα είναι οι ανασφαλείς, οι φοβισμένοι, οι ίδιοι που είναι ταλαιπωρημένοι και βασανισμένοι. Είναι ψυχολογικά αφόρητο για έναν ηθοποιός που βρίσκεται παγιδευμένος, οπότε κάνει υπομονή να περάσουν αυτοί οι τέσσερις-πέντε μήνες μέχρι να κατέβει το έργο. Γίνεται υποχωρητικός και ανέχεται τη λεκτική βία, γιατί υπάρχει ο κοινός στόχος της ομάδας: η επιβίωση. Γιατί πολύ απλά αν δεν ανέβει το έργο, θα μείνουν όλοι άνεργοι».
«Είναι διαφορετικό ο σκηνοθέτης να φέρει στα άκρα έναν ηθοποιό προκειμένου να του βγάλει κάτι υποκριτικά που ξέρει πως το έχει μέσα του κι άλλο πράγμα να του εξασκήσει βία. Έχω δει περίπτωση ηθοποιού να κάνει υποκριτικά άλματα κάτω από μεγάλη πίεση. Ο ηθοποιός ξέρει πολύ καλά πότε υπάρχει βία και πότε κάτι γίνεται από αγάπη.
Κάποια στιγμή, μίλησα για τη ψυχολογική βία που έζησα με τον Γιώργο Κιμούλη, δεν ήταν κακουργηματικού χαρακτήρα. Μου είχε ασκηθεί μια βία και για το καλό του θιάσου την ανέχτηκα. Το δικό μου περιστατικό δεν συνέβαινε πρώτη φορά, ήταν κάτι που ο ίδιος το έκανε κατά εξακολούθηση. Δεν ήμουν μια κακή ηθοποιός που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στον ρόλο της. Ο λόγος που μίλησα ήταν για να υποστηρίξω τις επόμενες, να βγει από μέσα μας, γιατί αλλιώς γίνεται καρκίνωμα.
Από τη βία μέχρι τις κακουργηματικές πράξεις που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτές βγήκαν στην επιφάνεια και δεν συγκρίνονται με την ψυχολογική ή τη λεκτική βία».
«Δυστυχώς το θέμα του Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος ήταν ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, πήγε να γίνει πολιτικό χωρίς να είναι. Αν θυμάσαι, υπήρξε μια τρομακτική αντίδραση από τον χώρο των ηθοποιών που έγινε και κοινωνική αντίδραση εναντίον της Υπουργού Πολιτισμού και έφτασε μέχρι τον Πρωθυπουργό. Βγήκε, λοιπόν, ότι φταίει η Υπουργός που τον διόρισε σε γνώση του Πρωθυπουργού, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένα κύμα συνωμοσιολογίας, όπου ο κλάδος όχι μόνο το δέχτηκε, αλλά το πότισε κιόλας. Άρχισαν τα κομματικά και τα προσωπικά -η αιώνια κατάρα μας. Σαφώς υπάρχει μια ευθύνη όταν έχεις δώσει μια θέση σε κάποιον. Δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία δεν μπορεί ένας υπουργός να ζητήσει από την αστυνομία τον φάκελο του ανθρώπου που θέλει να διορίσει -στην Αμερική γίνεται.
Μάλιστα, δημιουργήθηκε ένα κλίμα ζητώντας την παραίτηση της κυρίας Μενδώνη και έγινε ο κακός χαμός. Είναι σοβαρά πράγματα; Εγώ θα πω μόνο πως σημαντικά πρόσωπα που είναι στο Εθνικό θέατρο εδώ και χρόνια θα μπορούσαν να έχουν ενημερώσει την Υπουργό πριν τον διορίσει. Ο Λιγνάδης ήταν στο Εθνικό από μικρό παιδί. Ίσως να μη γνώριζαν το βάθος των πραγμάτων, αλλά ποτέ δεν είπαν τη δική τους άποψη στην Υπουργό Πολιτισμού.
Ας μην πετάμε το μπαλάκι στους άλλους και ας βλέπουμε όσα μας αφορούν και είναι σημαντικά. Υπήρξε μεγάλη ενότητα στο να σπάσει ένα απόστημα και να βγουν κάποια δείγματα στην επιφάνεια, προκειμένου να υπάρξει μια καλύτερη αντιμετώπιση στο μέλλον. Από την άλλη, θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως οποιαδήποτε φαινόμενα τέτοιου είδους, αν τα διαβλέπουμε, έχουμε απόλυτη ευθύνη στο να τα καταγγείλουμε, αν υπάρχουν φυσικά αποδείξεις, ή να τα επισημαίνουμε για να τα αντιμετωπίσουμε μέσα στον επαγγελματικό μας χώρο και να μην πετάμε τα μπαλάκια στην πολιτική».
Η Αιμιλία Υψηλάντη πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Υποχώρηση από τη Μόσχα» που κάνει πρεμιέρα 5 Νοεμβρίου με τους Φίλιππο Σοφιανό και Θύμιο Κούκιο σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν στο θέατρο Αργώ. Η παράσταση θα παίζεται Παρασκευή- Σάββατο- Κυριακή.
Επίσης, από τέλη Νοεμβρίου θα συμμετάσχει στην παράσταση Τρωίλος και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν, στο Θέατρο Αργώ.