«Δράκος του Σέιχ Σου»: Η εκτέλεση του Αριστείδη Παγκρατίδη και οι αμφιβολίες για την ενοχή του
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1968 εκτελέστηκε ο Αρίστος Παγκρατίδης. Οι αμφιβολίες της ενοχής του μας απασχολούν μέχρι και σήμερα.
Την άνοιξη του 1959 η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από μια πυκνή σειρά δολοφονικών και σεξουαλικών επιθέσεων που είχαν συνταράξει τους κατοίκους της πόλης. Τον Μάρτιο ένα ζευγάρι στην περιοχή της Μίκρας δολοφονήθηκε εν ψυχρώ και η γυναίκα βιάστηκε. Τον επόμενο μήνα, τον Απρίλιο, μια νοσηλεύτρια του Δημοτικού Νοσοκομείου στον λόφο πίσω από τα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας δολοφονήθηκε και ο δράστης αποπειράθηκε να βιάσει τη συγκάτοικό της. Οι δύο γυναίκες διέμεναν σε ένα δωμάτιο για το προσωπικό, στον περίβολο του νοσοκομείου. Στο μεταξύ επιθέσεις είχαν σημειωθεί και σε ζευγάρια που σύχναζαν στην περιοχή του Σέιχ Σου, του δάσους που βρίσκεται στους πρόποδες του Χορτιάτη. Οι φήμες για «δράκο» που κυκλοφορούσε τα βράδια οργίαζαν και η υπόθεση μονοπωλούσε τις συζητήσεις των Θεσσαλονικέων. Φόβος επικρατούσε τα βράδια, πόρτες σφαλίζονταν διπλά και τριπλά, ενώ τα ζευγάρια που εκείνη την εποχή έβγαιναν βόλτες και στέγαζαν τον έρωτά τους στα Χίλια Δέντρα ή ακόμη και στα αλσύλια του Πανεπιστημίου, δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν από την ασφάλεια του αστικού τοπίου. Η επικήρυξη δεν αργεί να εμφανιστεί, και ο δράκος πλέον «κοστίζει» 100.000 δραχμές. Τα επόμενα χρόνια επικρατεί ηρεμία, κανείς όμως δεν έχει ξεχάσει τη σειρά επιθέσεων και την ανασφάλεια που είχε δημιουργηθεί.
Έτσι, όταν τον Δεκέμβριο του 1963 συνελήφθη ο Αρίστος Παγκρατίδης για επίθεση σε μια δωδεκάχρονη τρόφιμη του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος» και όταν εν συνεχεία «ομολόγησε» τους φόνους του διαβόητου «δράκου», ενώ ήταν κρατούμενος, η κοινωνική αναστάτωση καταλάγιασε –αλλά μόνο για λίγο. Ήδη από τις πρώτες μέρες της σύλληψής του άρχισαν οι να διακινούνται αμφιβολίες για το κατά πόσον ο Αρίστος ήταν ο πραγματικός ένοχος, εφόσον στο μεταξύ δήλωσε ότι η ομολογία του ήταν αποτέλεσμα της πίεσης που του ασκήθηκε κατά την διάρκεια της παραμονής του στα κρατητήρια της Ασφάλειας. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως η Θεσσαλονίκη εκείνη την περίοδο είχε βεβαρυμμένο ιστορικό: πριν από λίγους μήνες, την άνοιξη του 1963 είχε δολοφονηθεί από παρακρατικούς ο Γρηγόρης Λαμπράκης στο κέντρο της πόλης, παρουσία πλήθους κόσμου και αστυνομίας.
Ο Παγκρατίδης, που τότε ήταν 23 ετών, καταδικάστηκε αρχικά σε εννέα χρόνια φυλάκισης, σε δεύτερη όμως δίκη, μετά την περίφημη ομολογία του, η ποινή μετατράπηκε «εις θάνατον». Ανακριτής και εισαγγελέας φάνηκαν να μην έχουν καμία αμφιβολία ότι ο Παγκρατίδης ήταν υπεύθυνος για όλες τις επιθέσεις και τις δολοφονίες των τελευταίων ετών. Καθώς η θανατική καταδίκη καταργήθηκε στην Ελλάδα το 1993 ο Παγκρατίδης εκτελέστηκε αξημέρωτα στις 16 Φεβρουαρίου του 1968, πίσω από τις φυλακές του Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο) κοντά στον χώρο όπου είχαν γίνει και οι επιθέσεις, στα Χίλια Δέντρα. Η περιοχή ήταν ένας αγαπημένος προορισμός για μαθητές, φοιτητές και πεζοπόρους που πλέον θα μπορούσαν να απολαμβάνουν τις βόλτες τους δίχως τον φόβο του «δράκου». Η τάξη στην πόλη είχε φαινομενικά αποκατασταθεί.
Έκτοτε και ενώ τα εγκλήματα είχαν πλέον σταματήσει, άρχισε η συζήτηση για την ορθότητα της απόφασης, για την εμπλοκή του παρακράτους που έψαχνε ένα εξιλαστήριο θύμα για να φορτώσει τις επιθέσεις και τις δολοφονίες σε έναν «απόκληρο» της κοινωνίας.
Ο Παγκρατίδης είχε γεννηθεί το 1940 στο χωριό Λαγκαδίκια, έξω από τη Θεσσαλονίκη. Όταν ήταν πέντε ετών ο πατέρας του δολοφονήθηκε. Πήγε μόνο στις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού και σε ηλικία 10 ετών δέχτηκε την πρώτη σεξουαλική επίθεση από έναν άντρα που ασέλγησε πάνω του για 50 δραχμές.
Ήταν δηλαδή ένα αγράμματο παιδί που από πολύ νωρίς εκδιδόταν σε άνδρες για να εξασφαλίσει το χαρτζιλίκι του. Προτιμούσε φυσικά να κάνει δουλειές του ποδαριού και τις είχε κάνει όλες, από λούστρος ως χαμάλης στο λιμάνι. Η παράκληση του στο εκτελεστικό απόσπασμα να να τον σημαδέψουν καλά για να μην βασανιστεί και η κραυγή την ώρα της εκτέλεσης «είμαι αθώος» δεν πέρασαν απαρατήρητες. Και ενώ η καταδίκη του Παγκρατίδη αποτελούσε το μοναδικό θέμα συζήτησης στις μαζώξεις των Θεσσαλονικέων, οι δημοσιογράφοι που είχαν παρακολουθήσει στενά την υπόθεση, άρχισαν να ερευνούν τα στοιχεία και να δημοσιεύουν τις αμφιβολίες τους για την ενοχή του νεαρού άντρα. Πολύ αργότερα ήρθαν στο φως και καταγγελίες, ότι είχε συλληφθεί ο πραγματικός ένοχος και τελικά αφέθηκε ελεύθερος και πως η καταδίκη του Παγκρατίδη δεν στοιχειοθετούνταν από την ομολογία του σε σχέση με τα ευρήματα στους τόπους των εγκλημάτων. Η παραφιλολογία γύρω από το θέμα οργιάζει μέχρι και σήμερα.
Ντοκιμαντέρ, δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά βιβλία, θεατρικές διασκευές του βιβλίου του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του Θανάτου», σκιαγραφούν όχι μόνο το ίδιο το θέμα της σύλληψης και της δίκης με το οποίο ασχολούνται, αλλά και το κλίμα και την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Θεσσαλονίκη: μια πόλη που τόσο στον προηγούμενο αιώνα, όσο και στις μέρες μας θρηνεί για το άδικο αίμα που χύθηκε.