Άρης Λεμπεσόπουλος: «Κι οι φοβισμένοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ηρωικές πράξεις»
Ο Αρης Λεμπεσόπουλος έχει τη γοητεία του παλαιού και έτσι συνδέεται με το καινούργιο. Ηθοποιός του αισθήματος, της ρωγμής, της σκιάς, πορεύεται με τον δικό του τρόπο μέσα στο θέατρο και την τηλεόραση. Και αναλαμβάνει το κόστος. Αγαπάει τον ορίζοντα της θάλασσας. Είναι παντρεμένος. Εχει δίδυμους γιους. Την Πρωτομαγιά θα κλείσει τα 59.
«Μεγάλωσα στον Αλιμο. Δεν ήταν δύσκολα τα παιδικά μου χρόνια, δεν μας έλειψε κάτι. Είχαν μια γλυκιά συννεφιά, οι εποχές, οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρεία στον Πειραιά. Η μητέρα μου δεν δούλεψε ποτέ –κι ήταν, νομίζω, ένας καημός της αυτός. Της άρεσε να ζωγραφίζει, της άρεσαν τα όμορφα πράγματα, αλλά δεν ήταν ποτέ οικονομικά ανεξάρτητη. Μεγάλωσε τρία παιδιά – έχω έναν μεγαλύτερο αδελφό και μια, κατά δέκα χρόνια μικρότερη, αδελφή. Πιστεύω ότι ήθελε κάτι άλλο, αλλά δεν το έμαθα ποτέ, δεν το ρώτησα ποτέ. Οι γονείς μου δεν ζουν πια.
Στο σχολείο ήμουν ήσυχος, εσωστρεφής. Με τα γράμματα δεν τα πήγαινα καλά. Οταν μπήκε η μαυρόασπρη τηλεόραση στο σπίτι μας, αρχές της δεκαετίας του ΄70, μαγεύτηκα. Γι' αυτό λέω πάντα ότι αγαπάω την τηλεόραση. Με την γιαγιά μου βλέπαμε διαφημίσεις, σειρές, ειδήσεις. Σκέφτηκα τότε να ήμουν κι εγώ ένας άλλος –“Αστροφεγγιά”, “Λεμονοδάσος”, σειρές ή της Μαρκετάκη, ακόμα και τον “Αγνωστο Πόλεμο”. Ηθελα να είμαι κάποιος σαν κι αυτούς. Ομως δεν ήθελα να μεταμορφωθώ. Χρησιμοποίησα αυτή τη δουλειά, χρησιμοποίησα τους ρόλους για να μιλήσω για μένα. Αλλες φορές οι ρόλοι έρχονται σαν δώρο, σαν να γράφτηκαν για μένα, κι άλλες φορές με προσπερνούν. Αλλά ακόμα και σ' αυτούς που με προσπερνούν, θα βρω μια λέξη που θα αφορά στον Αρη –κι εκεί θα μείνω. Χρησιμοποίησα αυτή την δουλειά για να υπάρξω με τους ανθρώπους.
Με τις τέχνες γενικά, ψυχαναλυτικά, κάτι θες να δείξεις στους άλλους και στον εαυτό σου. Αυτός ο αγώνας δεν έχει τέλος αλλά έχω απαλλαγεί εδώ και χρόνια από το “αρέσω, δεν αρέσω”. Είναι ένα ρήμα που δεν χρησιμοποιώ, δεν ρωτάω.
Στην εφηβεία μου, χωρίς να καταλάβω γιατί, κλείστηκα στον εαυτό μου. Δεν είχα αυτοπεποίθηση, σαν να είχα κάτι με το σώμα μου. Δεν είναι τυχαίο ότι στράφηκα στον αθλητισμό, στίβο, χάντμπολ. Δεν είχα όμως ανταπόκριση από την οικογένειά μου –και πιστεύω ότι ήταν κομβικό σημείο. Κάποτε μ' άρεσε το άλμα εις μήκος. Πηγαίναμε στον Αγιο Κοσμό και μια μέρα, ένας κύριος ρώτησε ποιος έκανε αυτό το άλμα, κι είπα εγώ. Πήγα στους γονείς μου και με εθνική υπερηφάνεια τους είπα ότι αυτός ο κύριος μου ζήτησε να πάω να τον βρω στο Στάδιο Καραϊσκάκη.”Εχεις μαθήματα”, μου είπαν. Αν είχα πάει ίσως ήταν άλλη η πορεία μου ή μπορεί και να' χα αποτύχει».
«Το να κάνω αυτή τη δουλειά είναι μια υπέρβαση –κανείς δεν πίστευε ότι θ' αντέξω. Ακόμα και στη σχολή έμαθα ότι κάποια στιγμή ήταν να με κόψουν. Αυτοί που προορίζονταν για καριέρα όχι μόνον δεν έκαναν, αλλά δεν έπαιξαν κιόλας. Υπήρξα εγώ, κι αυτό ήταν για μένα μια ηρωική πράξη.
Οταν μου προτείνουν έναν ρόλο, ρωτάω τι χαρακτήρας είναι. Κι όταν μου πουν “αυτός φοβάται”, λέω μέσα μου “τέλεια, αυτό είναι”. Είμαι ένας άνθρωπος με πολλούς φόβους και εξακολουθώ να έχω. Το “φοβάμαι” είναι ένα ρήμα που με συνοδεύει -βέβαια κι οι φοβισμένοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ηρωικές πράξεις. Στη ζωή, οι μεγάλες ηρωικές πράξεις –“οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί”, όπως λέει κι ο Χατζιδάκις, πιστεύω ότι έγιναν από ανθρώπους μη ηρωικούς στην ζωή τους, γιατί είναι μια υπέρβαση.
Οταν είπα στον πατέρα μου για το θέατρο, με ρώτησε αν αστειεύομαι. Με τα χρόνια κατάλαβα την αγωνία του. Νομίζω ότι με κάποιον τρόπο γνώριζε το συνάφι –δεν έμαθα ποτέ πως και τι. Δεν έμαθα ποτέ τι ήθελε να κάνει στην ζωή του, τι ονειρευόταν. Ερχόταν πάντα στις πρεμιέρες μου, στην πρώτη σειρά, κουστουμαρισμένος. Μετά μου έκανε σχόλια για τους άλλους. Για μένα δεν είπε ποτέ τίποτα, ενώ κρατούσε αρχείο με υπογραμμισμένα τα καλά.
Δεν μιλήσαμε ποτέ με τον πατέρα μου –ούτε με την μάνα μου. Αφού πέθανε, έμαθα πως το μόνο που θυμόταν από τον δικό του πατέρα, επειδή ήταν ναυτικός, ήταν δύο πόδια κάτω από ένα τραπέζι. Αρα ούτε εκείνος βρήκε τρόπο. Του οφείλω όμως ότι μ' έναν μισθό μεγάλωσε τρία παιδιά και με πήγε σ' αυτό που ονειρευόμουν να κάνω».
«Θέατρο πρωτοπήγα μόνος μου, όταν είχα αρχίσει να το αποφασίζω. Ηταν στην “Αννα Καρένινα” της Δανδουλάκη. Θυμάμαι ότι μύριζε πολύ ωραία κι εγώ νόμιζα ότι αυτή είναι η μυρωδιά του θεάτρου. Μετά κατάλαβα ότι ήταν το άρωμα ενός ηθοποιού, του Αλμπέρτο Εσκενάζι... Πριν έναν χρόνο τον βρήκα στο τραίνο και πάνω που' θελα να του πω ότι του οφείλω την μυρωδιά του θεάτρου, κατέβηκε -εντέλει μπορεί πράγματι να μυρίζει ωραία το θέατρο.
Πήγα στη σχολή Κατσέλη –είχα σαν μάνα μου την Αλέκα Κατσέλη. Δυσκολεύτηκα αλλά είχα την αγάπη αυτής της γυναίκας, με συνόδευσε, τη αναζητούσα, ήταν το φως μου. Είχε μόλις πεθάνει ο Πέλος. Με φώναζε για ουζάκι, μου' λεγε ιστορίες, μου' δινε δύναμη. Μου΄ λεγε να μη στραβώνω τα πόδια μου αλλά εξακολουθώ να τα στραβώνω. Πριν πεθάνει πρόλαβα να της πω “Αλέκα σ΄ αγαπάω” -δεν το΄ πα στον πατέρα μου ούτε στη μάνα μου.
Ημουν ένα αγρίμι, ένα μοναχικό ζωάκι που πορεύτηκε σ΄ αυτή την δουλειά χωρίς συμμάχους
Η πρώτη μου παράσταση ήταν σ΄ ένα κλειστό θέατρο στο Λουτράκι. Απ΄ το άγχος μου δεν υπολόγισα τη χαμηλή πόρτα, χτύπησα το κεφάλι μου, έκανα πίσω και βγήκα. Κι είπα “αυτό είναι το θέατρο”. Ηταν και είναι δύσκολο, έχω κλάψει μετά από παράσταση. Αλλά γνώρισα και στιγμές γαλήνης. Δεν είναι εύκολο πράγμα η συνύπαρξη. Ημουν ένα αγρίμι, ένα μοναχικό ζωάκι που πορεύτηκε σ΄ αυτή τη δουλειά χωρίς συμμάχους, χωρίς φίλους. Δεν τα κατάφερα σ΄ αυτόν τον τομέα, κινήθηκα πολύ μοναχικά. Δεν έβρισκα τον τρόπο να πω το πρόβλημά μου. Πιεζόμουν, και για ασήμαντη αφορμή, ξεσπούσα. Αλλά δεν μετάνιωσα. Δεν ήθελα να΄ μαι ευχάριστος και αγαπητός –με κάποιους οδηγήθηκα σε σύγκρουση αλλά ήταν ωραίο πράγμα, ζωντανό. Θυμάμαι, τα λάθη, τις συγκρούσεις, σαν κάτι πολύ ζωντανό. Ολα τ΄ άλλα που μπορεί να κύλησαν ομαλά, τα’ χω ξεχάσει. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι όλα αυτά που λέω μπορεί να΄ ναι μόνο για τώρα, και αύριο να μην υπάρχω».
«Στην πορεία κατάλαβα ότι τη δουλειά μου την αγαπωμισώ. Εχει αυτή την ματαιότητα. Κατάλαβα από νωρίς ότι είναι ένα παιχνίδι, σε δέχονται ή δεν σε δέχονται, ότι θα΄ ρθουν και δύσκολες εποχές και καλές, αλλά δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτήν.
Αγάπησα με τον τρόπο μου. Δεν είμαι αυτός που θα πει τις μεγάλες κουβέντες, θα φτάσει στα άκρα. Πρόσφατα θυμήθηκα ότι όταν στα δεκάξι μου ζήτησα, για πρώτη φορά, από μια κοπέλα να πάμε σινεμά μαζί, ήταν τέτοιος ο τρόπος που μου΄ πε το όχι, που με τσάκισε. Αναρωτήθηκα γιατί, δεν ήμουν και τόσο άσχημος. Αλλά το όχι της με στιγμάτισε, το κουβάλησα, προσπάθησα να το ξεπεράσω. Ισως κι αυτά τα όχι με οδήγησαν εδώ που είμαι εδώ...
Οταν γνώρισα τη γυναίκα μου κατάλαβα ότι είναι ένα ποτάμι που μ΄ έριξαν και δεν θα μπορούσα να βγω
Οταν γνώρισα την γυναίκα μου κατάλαβα ότι είναι ένα ποτάμι που μ΄έριξαν και δεν θα μπορούσα να βγω. Αγαπούσα πάντα τη λέξη γαλήνη: Κι αυτή η λέξη μου ήρθε όταν τη γνώρισα -ή μάλλον στιγμές γαλήνης απέναντι στον θυμό μου, απέναντι στην Πρωτομαγιά που γεννήθηκα, που δεν ήταν αργία αλλά απεργία...
Εκείνη καθόρισε τη συνέχεια –οι γυναίκες αποφασίζουν. Δεν είμαι και φύσει κυνηγός, έχοντας αναστολές, φόβους, χρειαζόμουν την κινητικότητα απ΄ τον άλλον. Είναι από τη Ρουμανία. Ενας ορμητικός άνθρωπος, μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ηρθε στην Ελλάδα για να βρει δουλειά, ν΄ αλλάξει τη ζωή, τη μοίρα της. Ηταν εκείνη που εργαζόταν και υπήρχε πάντα ένα εισόδημα στο σπίτι, σ΄ εποχές που δεν είχα δουλειά».
«Ασχολήθηκα πολύ με τα παιδιά μου, ήταν και είναι προτεραιότητα για μένα. Ημουν αυτός που τα ξύπναγε, τα τάιζε, φρόντιζε τις βόλτες, τα σχολεία τους -από τον παιδικό σταθμό ως τώρα, τα πάω και τα φέρνω. Οχι, δεν το περίμενα αυτό απ΄ τον εαυτό μου, καθόλου. Πίστευα ότι δεν με αφορούσε αλλά ήρθε το ποτάμι και με παρέσυρε. Τα παιδιά είναι ό,τι πιο σημαντικό, μου δίνουν δύναμη. Είμαι περήφανος που τα έχω.
Αλλες στιγμές είμαι καλός μπαμπάς, άλλοτε είμαι αφόρητος γιατί είμαι και κρυφονευρικός άνθρωπος -ή θα κάνω πίσω ή θα πάω στο άλλο άκρο και μετά θα στεναχωρηθώ. Δεν μπόρεσα όμως να τους διαβάζω –το κάνει η γυναίκα μου, ίσως γιατί κι εγώ δεν αγάπησα το σχολείο. Αλλά κάθε μέρα τους φιλάω, τους παίρνω αγκαλιά, τους λέω σ΄ αγαπώ, κι ας έχω κάνει πολλά λάθη απέναντί τους. Αυτούς σκέφτομαι όμως και μόνον αυτούς, είναι η μόνη μου έγνοια –η δουλειά μου έρχεται δεύτερη.
Ασχολήθηκα πολύ με τα παιδιά μου, ήταν και είναι προτεραιότητα για μένα
Στα παιδιά μου θα΄θελα να πω, κι αυτό είναι το παράσημό μου, ότι υπήρξα με τον τρόπο μου στην δουλειά μου, κάνοντας την επιλογή μου.
Μαζί τους αναπαράγω αυτό που έκανε ο πατέρας μου: Από μικρούς μας πήγαινε σε συνδυασμό με εκδρομές, σε αρχαιολογικούς χώρους, σε ωραίους τόπους. Μεγαλώνοντας, κι ας μην του το΄ πα ποτέ, κατάλαβα ότι του οφείλω την αίσθηση του ωραίου -την ωραία θάλασσα, το ωραίο ξωκκλήσι, το ωραίο δειλινό. Κι αυτό αναπαράγω στα παιδιά μου κι ας είναι μ΄ ένα κινητό στο χέρι. Θέλω να βάλω στην μνήμη τους ωραία μέρη...».
«Ο Χορν; Τον θυμάμαι εκείνη την βραδιά (σ.σ. στο Απλό Θέατρο) και πιστεύω ότι έκανε μαζί μου ένα δικό του προσωπικό ταξίδι. Ηταν ανοιχτός και μου΄ κανε αυτή την χειρονομία. Εγώ είχα αυτή τη μία βραδιά του Χορν ή του Χατζιδάκι, στον οποίο πρόλαβα να πω ότι “την εφηβεία μου την πέρασα μαζί σας”. Κι εκείνος, μετά από μια παύση με κοίταξε και μου΄πε “και να συνεχίσεις να την περνάς” -κι έφυγε...
Εμένα η γενιά μου δεν πολυγνώρισε τους μεγάλους, τον Κουν. Ακόμα και τον Λευτέρη τον Βογιατζή κουβεντιάζοντας τον γνώρισα όχι δουλεύοντας. Με είχε φωνάξει να συνεργαστούμε. Δεν πήγα. Είμαι άνθρωπος που έχω κάποια όρια –δεν μπορώ την πίεση, ακόμα και για το καλό μου, θ΄ αντιδράσω, θα θυμώσω. Κι εγώ τον Λευτέρη τον θαύμαζα σαν περσόνα, γι΄αυτό που ήταν, δεν ήθελα να συγκρουστώ μαζί του. Κατάλαβα όμως ότι έχει την στόφα να σου ανοίξει παράθυρα και δρόμους, να σου κάνει το παραμύθι. Εγώ το παραμύθι δεν το βρήκα εύκολα. Τον Μίκη Θεοδωράκη τον γνώρισα και δεν τον γνώρισα –τον αγάπησα από μακριά. Εκείνος όχι, τις γυναίκες αγαπούσε. Δεν είχα και το φορτίο της αριστεράς, αυτή την παντιέρα. Μέσα απ΄ αυτούς τους ανθρώπους, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, έστω με μια ατάκα του, συναντήθηκα με την νεότερη ελληνική ιστορία. Δεν διάβασα πολλά βιβλία αλλά από την εφηβεία μου και μετά θέλησα να καταλάβω γιατί εμείς δεν ήμασταν αριστεροί κι ήμασταν δεξιοί –διάβασα πολλά για την Κατοχή και την Αντίσταση Δεν είχαν όλη την δύναμη...».
«Θυμάμαι στα 16-17 άκουγα Αττικ και πίστευα ότι έπρεπε, μεταφυσικά, να ζήσω σ΄ εκείνη την εποχή. Είμαι παλιάνθρωπος, με την έννοια ότι είμαι παλαιός άνθρωπος. Αλλοι είναι σημερινοί, σύγχρονοι κι άλλοι βγάζουν μνήμες, σαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Νοιώθω μετέωρα, σαν να΄ χω μέσα μου μια σκιά. Και ξέρω ότι ως εκεί φτάνει ο Αρης. Μπορεί μια φορά, μια βραδιά, σε ανύποπτη στιγμή να με εκπλήξει ο εαυτός μου.
Ευτυχής; Ναι, αλλά δεν θα πω στιγμές, θα πω αναμνήσεις. Είναι καλοκαίρι, έχει ένα ζεστό φως, μεσημέρι προς απόγευμα, κοντά σε θάλασσα, κάποιος μου κρατάει το χεράκι, και περπατάμε. Οταν έρχονται στιγμές ευτυχίας μου έρχεται αυτή η εικόνα –πρέπει να είμαι πολύ μικρός. Κι άλλη μια: Είναι Καρναβάλι, είμαι σε ένα σπίτι, περνάνε καραβαλιστές αλλά έχει μια γλυκιά συννεφιά κι από κάτω μια βοή. Χωρίς φως αυτή τη φορά, τοπίο αγγελοπουλικό. Μπορεί να΄ ναι κι ένα ταξίδι...».
Επιστροφή στην μικρή οθόνη
«Η ”Σκοτεινή θάλασσα” προέκυψε μετά από πολλά χρόνια που δεν είχα δουλειά. Μ΄ άρεσε η ιστορία αλλά πάνω απ΄ όλα μ΄ άρεσαν οι άνθρωποι. Οταν συνάντησα και τον Καραντινάκη, όταν έμαθα και τους άλλους ηθοποιούς, κατάλαβα ότι αυτή η δουλειά θα έχει μια καλή αύρα, στα πλαίσια του επείγοντος της τηλεόρασης. Διακριτική, με υψηλή αισθητική, ωραία εικόνα.
Με άγχωσε ότι θα παίξω εξαρχής έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει. Παρακάλεσα να μην με κλείσουν κάπου, το σεβάστηκαν. Ρώτησα τον σκηνοθέτη ποιος είναι ο ήρωάς μου; Μου΄ πε ότι είναι ένας άνθρωπος που φοβάται –κι αμέσως με κάλυψε! Μετά από καιρό μου΄ πε ότι είναι ένας άνθρωπος που τα αδιέξοδά του είναι πιο μεγάλα απ΄ τα θέλω του. Μ΄ αυτή του τη φράση άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά μου αναρίθμητες στρατιές ανθρώπων που τα αδιέξοδά τους ήταν πιο μεγάλα από τα θέλω τους. Μαγική και σοφή κουβέντα –μ΄ αυτήν πορεύομαι».
«Εξελίσσεται στο Μεσολόγγι –ίσως κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν μια ηρωική έξοδο. Οπως μου είπε μια ιστορικός οι Μεσολογγίτες ήταν φαντάσματα του εαυτού τους. Ηξεραν πως θα πεθάνουν. Αρα έκαναν την ηρωική έξοδο. Κι εγώ στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου λέω ότι ο ηρωάς μου θα κάνει μια ηρωική έξοδο -όποια κι αν είναι αυτή, δεν ξέρω.
Δεν αισθάνομαι Αθηναίος, αλλά των νοτίων προαστίων, παιδί θαλασσινό γιατί μεγάλωσα στον Αλιμο. Είχα πάντα τον ορίζοντα της θάλασσας. Ο πατέρας μου μεγάλωσε στην Καστέλα, η μάνα μου στο Παλαιό Φάληρο. Μ΄ άρεσε λοιπόν τόσο πολύ ο τίτλος “Σκοτεινή θάλασσα” που ήξερα ότι θα παίξω στην σειρά. Γιατί συνήθως σκέφτομαι ότι κάποιος άλλος θα κάνει τελικά τον ρόλο μου...
Ναι, ακολουθεί μια σειρά για τον Γιώργο Παπανδρέου και την Κυβέλη (στην ΕΡΤ). Με την Καρυοφυλλιά είχαμε συνεργαστεί στο “Ασθενείς και Οδοιπόροι” –την είχα γνωρίσει το ΄84 στο θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη. Καθόμουν πίσω-πίσω κι ήρθαν μαζί με τον Μηνά (σ.σ. Χατζησάββα) και μου μίλησαν. Αυτό το κράτησα στην καρδιά μου. Ηθελαν να με κάνουν αν αισθανθώ καλά μέσα σ΄ αυτή την οικογένεια που πέρασα δύο χρόνια».
«Τώρα, σκέφτηκα ότι αν κάνω τον Γιώργο Παπανδρέου θα τον κάνω λόγω του Ανδρέα -με γοήτευσε τόσο πολύ η μορφή του στα νιάτα μου. Είδα έναν επαναστάτη, δεν μπορούσα να κρίνω. Εκ των υστέρων είπα “τι σπουδαίος συνάδελφος”, τι γοητευτικός άνθρωπος, εκεί, στην πλατεία του θεάτρου όχι με πενήντα-εκατό άτομα, αλλά με χιλιάδες. Με συνεπήρε, πήγα στις συγκεντρώσεις, τον ψήφισα, χανόμουν σ΄ αυτόν τον κόσμο, σ΄ αυτή την υπέρβαση, με το πρόσωπο, όχι με την πολιτική του. Θα' θελα να του έχω μιλήσει. Οπως και της Αλίκης (σ.σ. Βουγιουκλάκη). Τα πρώτα χρόνια που πήγαινα να τη δω έδινα και φιλοδώρημα για να καθίσω μπροστά. Ηταν οι μυρωδιές του ΄60, ήταν ο Αλιμος, ο νοτιάς, οι καλαμιές, η εφηβεία μου, τα χωράφια, μνήμες του πατέρα μου. Την αναζήτησα και στο θεάτρο. Πάντα πίστευα ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ηθελα να δω την αθέατη πλευρά της.
Στην ζωή πάντα ακολουθούσα μονάδες –ποτέ το σύνολο. Εχω ψηφίσει Αντώνη Τρίτση, τον είδα μια φορά να κατηφορίζει την Πανεπιστημίου, ν΄ ατενίζει τα μαλλιά του, τον ακολούθησα. Και στην δουλειά, μπορεί να συνεργάζομαι με κάποιους γιατί με γοητεύουν».
«Δεν αγχώνομαι για το μέλλον, γιατί είναι τόσο ρευστά τα πράγματα. Δεν έχω και όνειρα. Ζήτησα μια φορά να παίξω κάτι, τον “Θείο Βάνια”, κι ο παραγωγός μου το απέκλεισε, γιατί είχε παιχτεί πρόσφατα. Αυτό ήταν. Δεν με νοιάζει πια, δεν έχει σημασία. Ο Τσέχωφ έλεγε ότι η ζωή είναι ένα κακόγουστο αστείο. Εχει τρυφερότητα ο Τσέχωφ, είναι τόσο σημερινός. Ισως κάποια στιγμή συναντηθώ με κάποιους ανθρώπους και κάνουμε Τσέχωφ. Δεν έχω διακαείς πόθους...
Για την “Αίθουσα του θρόνου” είμαι εθνικά υπερήφανος. Ηταν μια συνάντηση, ανθρώπων, κειμένου, αισθητικής, μουσικής, φωτογραφίας, ιστορίας, εποχής -θυμάμαι, ότι τότε έσκιζε το “Αγγιγμα ψυχής”. Γνώρισα την υπέροχη Μαρία (σ.σ. Ναυπλιώτου). Τα εργοστάσια δεν ξαναέβγαλαν αυτήν την φινέτσα, κι αυτή την πάστα, το χώμα που κουβαλάει, τη Μάνη και την Κρήτη. Γνώρισα τον Ρίζο, τον Αλεξανδράκη, τον Μίμη Κουγιουμτζή, την Πιττακή.
Στον κινηματογράφο δεν ευτύχησα. Η τηλεόραση σου επιστρέφει -δεν τη σιχτίρισα ποτέ. Ενώ στο θέατρο έχω βαρεθεί, έχω θυμώσει, έχω σιχτιρίσει, έχω σκυλομετανιώσει».
«Σκοτεινή θάλασσα», σκηνοθεσία Γρηγόρης Καραντινάκης. Δευτέρα & Τρίτη, 23.10 (Mega)