Αλέκος Φασιανός: «Έγινα ζωγράφος για να είμαι ελεύθερος»
Έφυγε από τη ζωή την Κυριακή 16 Ιανουαρίου, σε ηλικία 87 ετών, ο Αλέκος Φασιανός. Ο εμβληματικός ζωγράφος, που σφράγισε με το έργο του την εποχή του, αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια προβλήματα υγείας.
Στη ζωγραφική του κυρίαρχη είναι η ανθρώπινη φιγούρα, που επανέρχεται μέσα από συγκεκριμένα μοτίβα, όπως ο καπνιστής, ο ποδηλάτης, ή τα ερωτευμένα ζευγάρια, αλλά και αντικείμενα ή χώρους από την οικεία καθημερινότητα. Άλλες πάλι φορές επέλεγε πρόσωπα ή γεγονότα από την Ιστορία και τη μυθολογία, ενώ σπανιότερα έκανε κάποιες νεκρές φύσεις και τοπογραφίες. Με επιρροές από τη βυζαντινή παράδοση- στην οποία τον μύησε ο ιερέας παππούς του-, τον Θεόφιλο και τη λαϊκή τέχνη, ο Φασιανός παρέμενε πάντα ανένταχτος, δεν μπορούσε εύκολα το έργο του να ταξινομηθεί σε ένα ρεύμα. Τα σχέδιά του συχνά γεμάτα χρώμα, αποτελούν επίπεδες συνθέσεις, με ελάχιστες φωτοσκιάσεις, που ξεκινούν από τον ρεαλισμό για να αποκτήσουν μια ποιητική διάσταση, όπως οι παιδικές ζωγραφιές.
«Είναι κάποια πράγματα που γίνονται αναπόφευκτα, σαν να έχουν προγραφεί από παλιά. Θυμάμαι, όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγράφιζα στο δάπεδο, μπροστά στους συμμαθητές μου», έτσι τελικά περιγράφει ο ίδιος τη σχέση του με τη ζωγραφική στο σημείωμά του στο περιοδικό «Ζυγός» το 1973.
Από πολύ μικρός κατάλαβε ότι το πάθος του. Η φιλόλογος μητέρα του συχνά τον πήγαινε σε αρχαιολογικούς χώρους, προτρέποντάς τον να θαυμάσει τον πολιτισμό που δημιουργούσαν κάποτε κάποιοι. Ο πατέρας του ήταν μουσικός, είχε μαθητές τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Εκείνος του έμαθε από νωρίς βιολί, όμως η αγάπη του Αλέκου ήταν το σχέδιο. Η μητέρα του, όπως έχει ο ίδιος έχει εξομολογηθεί, ονειρευόταν για εκείνον ένα σταθερό επάγγελμα. Εκείνος όμως τότε ήθελε να γίνει καπετάνιος: το μόνο του πρόβλημα ήταν πως θα δυσκολευόταν να ζωγραφίσει στο καράβι.
Το 1956 βρέθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο του τον Γιάννη Μόραλη και το 1960 έκανε την πρώτη του μεγάλη έκθεση στην Αθήνα στην Γκαλερί 23. Στη συνέχεια με υποτροφία του γαλλικού κράτος πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει λιθογραφία, στη διάσημη Ecole des Beaux Arts, κοντά στους Clairin και Dayez (1962-64). Στην αρχή η Πόλη του Φωτός δεν τον γοήτευσε. Έμεινε όμως εκεί σαράντα χρόνια, κρατώντας πάντα μια στενή και τακτική σχέση με την Ελλάδα.
Αν και στη γαλλική πρωτεύουσα ήρθε σε επαφή με τα όλα τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής του, εκείνος παρέμεινε πιστός στις ελληνικές του καταβολές, κάνοντας τις φιγούρες του να «μιλούν ελληνικά που καταλαβαίνει όλος ο κόσμος», όπως έλεγε, διατηρώντας μέχρι τέλους το σεβασμό του για τα διδάγματα της γενιάς του ‘30, την αγάπη του για την ελληνική τέχνη (αρχαία, βυζαντινή, λαϊκή), και τους ισχυρούς δεσμούς του με τη βιωμένη εμπειρία του ελληνικού χώρου.
«Κάποτε με πλησίασε ένας ζωγράφος, ο οποίος ήταν απόλυτα ενταγμένος στο ρεύμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή και με ρώτησε: “Φασιανέ, είσαι καλός ζωγράφος, αλλά δεν βλέπεις τα ρεύματα γύρω σου; Δεν πρέπει να τα ακολουθήσεις; Εγώ, όπως βλέπεις, τα ακολουθώ...”. Τότε του απάντησα: “Να σε ρωτήσω και εγώ κάτι;”. “Ναι”, απαντά. “Εγώ, όταν ζωγραφίζω, χαίρομαι πολύ, εσύ, όταν ζωγραφίζεις, χαίρεσαι καθόλου;”. Έφυγε χωρίς να απαντήσει...», έτσι έχει εξηγήσει ο ίδιος την ανάγκη του να είναι ελεύθερος και να μην ανήκει πουθενά. Ίσως γι' αυτό ποτέ δεν δέχτηκε να εργαστεί μόνιμα σε μια θέση, ως καθηγητής, για παράδειγμα, αν του προτάθηκε πολλές φορές.
Για ένα διάστημα, επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά κατέφυγε και πάλι στη Γαλλία το 1966 για να συνδεθεί αρχικά με την ιστορική (πρωτοποριακή τότε) γκαλερί Facchetti και λίγο αργότερα με την γκαλερί Ιόλας, που του έδωσε την ευκαιρία για μια διεθνή καριέρα. Γαλλία- Αθήνα- Κέα, το νησί που τον έχει ανακηρύξει και επίτιμο δημότη- οι πόλεις που έγιναν το καταφύγιό του σε όλη του τη ζωή του.
H φήμη του ταξίδευε συχνά μαζί με τις ζωγραφιές του. Έχει παρουσιάσει το έργο του σε πολλές ατομικές εκθέσεις (Αθήνα, Μιλάνο, Παρίσι, Κολωνία, Ντύσσελντορφ 1980, Στοκχόλμη 1981, Πινακοθήκη Πιερίδη 1985, Ειρμός Θεσσαλονίκη 1992, Παρίσι 1998), έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις (Μπιενάλε Σάο Πάολο 1971, Μπιενάλε Βενετίας 1972, Μπιενάλε Μπάντεν – Μπάντεν 1985), ενώ συμμετείχε επανειλημμένα σε μεγάλες διοργανώσεις ανά την υφήλιο. Ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, το σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, μέσα από τις συνεργασίες του κυρίως με το Εθνικό Θέατρο Αθηνών, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και άλλους θιάσους, σε παραστάσεις αρχαίου δράματος και σύγχρονων έργων.
Το 2000 φιλοτέχνησε έργα για τον Σταθμό Μεταξουργείο του αθηναϊκού Μετρό. Το 1999 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, έναν χρόνο μετά, το 2000, παρέλαβε από τα χέρια του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου, τιμητικό μετάλλιο και το 2010 τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο της Legion d'Honneur (Officier des Lettres et des Arts), ενώ έργα του βρίσκονται σε σημαντικά μουσεία και συλλογές σε όλο τον κόσμο, όπως η συλλογή του Μουσείου σύγχρονης τέχνης Ζορζ Πομπιντού, το Μουσείο του Μπορντό και η Εθνική Πινακοθήκη.
Έχει επίσης εικονογραφήσει πολλά βιβλία Ελλήνων και Γάλλων συγγραφέων και ποιητών, όπως του Ζακ Λακαριέρ, του Ιβ Ναβάρ, του Λουί Αραγκόν και του Πολ Βαλερί, αλλά και των Σολωμό, Καβάφη, Σαχτούρη και Ρίτσο.
Ένα βράδυ στο Παρίσι συνάντησε τον Αραγκόν κι εκείνος τον κάλεσε σπίτι του. «Έχω μια έκπληξη για εσάς», του είπε. Μπαίνοντας, ο Φασιανός είδε στους τοίχους έργα δικά του, ανάμεσασε πίνακες του Πικάσο και του Μπρακ. Ο μεγάλος συγγραφέας, που είχε πει για αυτόν «ότι τους έμαθε έναν νέο τρόπο να αγαπούν», τον είχε αποκαλέσει τον «τελευταίο μεσογειακό ζωγράφο», χαρακτηρισμό που ο ίδιος δέχτηκε με ενθουσιασμό, καθώς πάντα το χρώμα και το φως της Ελλάδας τον ενέπνεαν. Άλλωστε μέσα από τις μορφές του έψαχνε τη σύνδεση ανάμεσα στον αρχαίο Έλληνα, τον τσολιά και στον σύγχρονο άνθρωπο μιας μεγάλης πόλης, που αναζητάει την ταυτότητά του. «Εκφράζω τον άνθρωπο του σήμερα, ο οποίος φέρει τη μνήμη όλων όσων προηγήθηκαν. Έχει μεγαλώσει στον ίδιο τόπο με τα ήπια βουναλάκια και το γαλάζιο της θάλασσας, αλλά αντί για χιτώνα και χλαμύδα, φορά γραβάτα και φαρδιά παντελόνια και τρέχει ελεύθερος, όχι με το άλογό του, αλλά με το ποδήλατο, ή τη μηχανή του», έχει αναφέρει σε συνέντευξή του στην Athens Voice.
Έχει επίσης εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Για το σύνολο της δουλειάς του έχουν γυριστεί τέσσερα φιλμ για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες που αναφέρονται στην εικαστική παραγωγή του.
Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις στη Μαρία Λεμονιά, με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού, είχε πει: «Αν φέρουμε τον παράδεισο μέσα μας, ακόμα και σ’ ένα μικρό δωματιάκι απομονωμένοι, θα είμαστε πλήρεις». Εκείνος αυτό έκανε. Δεν τον ενδιέφερε, αν θα έχει ένα μεγάλο ατελιέ, αρκεί να έβρισκε την έμπνευσή του. Έκλαιγε συχνά, προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι η ζωγραφική και όταν δεν χανόταν στις ουτοπίες των σχημάτων του, ήταν δυστυχής. Η ζωγραφική του έδινε νόημα, γι' αυτό και για πολλά χρόνια δεν είχε χρόνο για την προσωπική του ζωή. Πολύ αργότερα ήρθε στον δρόμο του, η γυναίκα του η Μαρίζα, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Νίκο και τη Βικτωρία. Κοντά τους ο ίδιος εξασκήθηκε στην «αιώνια παιδικότητα», που ήταν πάντα το ζητούμενο στην τέχνη του. Η κόρη του σήμερα ασχολείται συστηματικά με το Μουσείο Φασιανού στην Αθήνα, ενώ ο γιος του είναι αρχιτέκτονας.
Μέσα στην πανδημία, τιμήθηκε και με το αξίωμα του Διοικητή της τάξης των Γραμμάτων και Τεχνών (Commandeur de l’ordre des Arts et des Lettres), από τον Γάλλο πρέσβη στην Ελλάδα Πατρίκ Μεσονάβ, σε ιδιωτική τελετή. Μόνον είκοσι τέτοια παράσημα δίδονται κάθε χρόνο από τη Γαλλία. Ανάμεσα στους βραβευμένους, θα βρούμε προσωπικότητες διεθνούς εμβέλειας στις τέχνες, από τη Μέριλ Στριπ και τον Ντέιβιντ Μπάουι, τον Μπομπ Ντίλαν, τον Ανίς Καπούρ, ή τον Ουίλιαμ Κέντριτζ.