Μίκης Θεοδωράκης: Ο άνθρωπος που έγινε η ιστορία της Ελλάδας
Ο Μίκης Θεοδωράκης σε ηλικία 96 ετών πέρασε στην αιωνιότητα, γιατί το έργο και η προσφορά του θα είναι πάντα εδώ, συνυφασμένα με την Ελλάδα.
Μέσα από τα δικά του τραγούδια, οι μεγάλος μας ποιητές έφτασαν στο ευρύ κοινό, που έμαθε να σιγομουρμουρίζει τους στίχους τους, μέσα από τις δικές του συνθέσεις συμπυκνώνεται η Ιστορία της χώρας από τα χρόνια της Κατοχής και μετά, μέσα από τους δικούς του αγώνες η έννοια της δημοκρατίας απέκτησε άλλη διάταση.
Εκείνος ποτέ δεν θεώρησε ότι έκανε κάτι σπουδαίο. «Δεν είμαι ήρωας. Οι ήρωες πεθαίνουν νέοι. Είμαι ένας πολίτης που κάνει το καθήκον του», έλεγε συχνά, παραμένοντας στις επάλξεις μέχρι τέλους. Ακόμα και τα τελευταία χρόνια, παρακολουθούσε και παρέμβαινε στα τεκταινόμενα, σχολιάζοντας την επικαιρότητα.
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Στη Μικρά Ασία άλλωστε γνωρίστηκαν οι γονείς του, λίγο πριν από τη Μεγάλη Καταστροφή κι εκεί αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους.
Ο πατέρας του ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) και λόγω των συχνών του μεταθέσεων, ο Μίκης πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943). Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν οι ψαλμωδίες της ορθόδοξης εκκλησίας, στις οποίες έπαιρνε μέρος σαν ψάλτης. Στην Πάτρα πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού, δείχνοντας από μικρός την κλίση του στη μουσική. Συνέθεσε το πρώτο μουσικό του έργο σε ηλικία 12 χρόνων, ενώ στα 17 έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στην Τρίπολη με το δικό του έργο «Κασσιανή».
Το 1943, η οικογένεια εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και εκείνος συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ, όπου αναλαμβάνει χρέη διαφωτιστή, και του ΚΚΕ. Συλλαμβάνεται όμως από τους Ιταλούς στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου και οδηγείται στη φυλακή, όπου θα έρθει σε επαφή με το έργο του Μαρξ.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Ακόμα κι εκεί, παρα τις αντίξοες συνθήκες, συνεχίζει το δημιουργικό του έργο. Συνθέτει έργα «κλασικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Το 1950, υποφέροντας από αποτρόπαια βασανιστήρια που είχε υποστεί στη Μακρόνησο, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει καταπίνοντας μπαρούτι.
Το 1953 παντρεύεται τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα, και φεύγει για το Παρίσι, όπου συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 τού απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.
Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. Το 1960 τα ηχογραφεί για πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Συνδυάζοντας την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του '30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.) με τους λαϊκούς ρυθμούς και τα παραδοσιακά όργανα, έφερε τη μεγάλη τέχνη στον λαό. Κι αυτό συνέχισε με κάθε τρόπο να το επιχειρεί σε κάθε φάση της μετέπειτα καριέρας του.
Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Το «Άξιον εστί» μάλιστα θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο ονόμασε ο ίδιος «λαϊκό ορατόριο–μετασυμφωνικό», όπου εισήγαγε νεωτερικά στοιχεία, όπως η ταυτόχρονη παρουσία αφενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφετέρου της κλασικής και της λαϊκής ορχήστρας.
Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του '60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων». «Αν δεν είχα βιώσει αυτά που βίωσα, δεν θα είχα γράψει αυτή τη μουσική. Η μουσική για εμένα ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός, είναι κάτι το βιωματικό», θα πει σε συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα.
Το 1963 ιδρύει μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα, προσπαθώντας να γνωρίσει στον κόσμο τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής.
Στο μεταξύ, συνεχίζει την πολιτική του δράση. Το 1963, μετά από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, τα τραγούδια του απαγορεύονται και ο Μίκης, που θεωρείται απειλή από τη δικτατορία, συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, ο κατ' οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά το στη Ζάτουνα Αρκαδίας και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς, ενώ πολλά από τα έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Το 1970 θα του χορηγηθεί αμνηστία, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ, που με κοινή τους επιστολή ζητούν την αποφυλάκισή του. Θα φύγει στο Παρίσι, όπου θα δώσει δεκάδες συναυλίες κατά της Χούντας. Έτσι γίνεται σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Την περίοδο της Μεταπολίτευσης γνωρίζει ευρεία αποδοχή. Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των συμφωνικών του έργων.
Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα, όταν συνέθεσε ίσως τον πλέον αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό, το περίφημο συρτάκι για την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς» (1964). Συνθέσεις του έχουν ερμηνεύσει πολλοί καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, η Τζόαν Μπαέζ και η Εντίθ Πιάφ, ενώ το πασίγνωστο τραγούδι «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» (στίχοι Νίκος Γκάτσος, α’ ερμηνεία Γιοβάννα) ηχογραφήθηκε από τους Beatles ως «The Honeymoon Song» τον Ιούλιο του 1963, στη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής του BBC (αγγλικοί στίχοι Ουίλιαμ Σάνσομ). Επίσης έχει γράψει μουσική για το «Ζ» (1969), αποσπώντας βραβείο BAFTA πρωτότυπης μουσικής, τη «Φαίδρα»(1962), με τραγούδια σε στίχους Νίκου Γκάτσου, και το «Σέρπικο»(1973).
Στην εξηντάχρονη καριέρα του έγραψε πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο. Το έργο του μπορεί να διακριθεί σε τρεις κύριες περιόδους: Στην πρώτη περίοδο (1937-1960) συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου με επιρροές από τη δυτική μουσική. Στη δεύτερη περίοδο (1960-1980) επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα, ενώ από το 1981 επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με την όπερα. Το προσωπικό αρχείο του παραχωρήθηκε από τον ίδιο στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη και είναι προσβάσιμο στους ενδιαφερόμενους μελετητές.
Πέρα όμως από το πλούσιο καλλιτεχνικό του έργο ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακιου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Επίσης το 1978 ήταν υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων με την στήριξη του ΚΚΕ, αλλά με ποσοστό 16,32% ήρθε τρίτος (πίσω από τον κυβερνητικό Γιώργο Πλυτά και τον Δημήτρη Μπέη που εξελέγη στον β’ γύρο). Επίσης ήταν αυτός που ξεκίνησε με τον Τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξή του όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο είχε υποστηρίξει εκ διαμέτρου αντίθετους πολιτικούς σχηματισμούς είχε δηλώσει: «Δεν είμαι κομμουνιστής ούτε σοσιαλδημοκράτης ούτε κάτι άλλο. Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος». Αν και συχνά οι πολιτικές του πράξεις έγιναν αντικείμενο κριτικής, ένα είναι απολύτως σίγουρο: ο Μίκης δεν φοβήθηκε ποτέ να πάρει θέση, δεν έμεινε ουδέτερος, δεν σιώπησε, δεν κρύφτηκε. Έλεγε και έκανε πάντα αυτό που πίστευε, χωρίς να λογαριάζει το κόστος, αγωνιζόμενος μέχρι τέλους για το δικαίωμα της ελευθερίας.
Ανάμεσα στα δεκάδες βραβεία που έχει λάβει, τo 1983 του απονεμήθηκε το Βραβείο Ειρήνης Λένιν από την ΕΣΣΔ, το 1988 απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για την μυθιστορηματική βιογραφία του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», ένα από τα 30+ βιβλία που έχει εκδώσει, ενώ το 2000 έφτασε έως τη βραχεία λίστα για το Νομπέλ Ειρήνης.
Η τελευταία επιθυμία του, την οποία είχε μεταφέρει στον γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, τη γραμματέα του Ρένα Παρμενίδου και τον Πρόεδρο του «Παγκρητίου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη», Γιώργο Αγοραστάκη, ήταν η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή να πραγματοποιηθούν στην πατρίδα του, τον Γαλατά Χανίων. Μεταξύ άλλων στη συγκινητική του επιστολή αναφέρει: «Θα ήθελα να γίνει σεβαστή όχι μονάχα η ιδεολογία μου, αλλά και οι αγώνες μου για την ενότητα των Ελλήνων».
Tην περίοδο 1948-1949 o Mίκης έγραφε από τη Μακρόνησο: «Και ξαφνικά σκέφτηκα τη Μυρτώ... Μια μέρα θα της πουν: "Ποιος Θεοδωράκης; Α ναι, επιχείρησε να δραπετεύσει και πνίγηκε." Διάλεξα τότε ένα άστρο, το πιο φωτεινό, αριστερά μου, προς την πλευρά της Αθήνας. Το κοίταξα επίμονα λέγοντας μέσα μου: "Αν υπάρχει κάτι πιο πολύ από αυτά τα ανδρείκελα που είμαστε και παίζουμε τους κλέφτες και τους χωροφύλακες. Αν υπάρχει ο Νόμος και η Αρμονία, εσύ φωτεινό μου άστρο, μπορεί να μπεις μέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο και να πεις στη Μυρτώ πως σε λίγο, όταν θα έχω γίνει αστρική ουσία, θα μπω τα χαράματα σαν δροσοσταλίδα στα τζάμια του δωματίου της να ζω μαζί της”».
Και είχε δίκιο, γιατί οι μεγάλοι ποιητές και οι αγωνιστές δεν πεθαίνουν ποτέ, ίσως μεταμορφώνονται, γίνονται μια δροσοσταλίδα, που μένει πάντα μαζί μας να μας συντροφεύει...