Parthenope: Ο Paolo Sorrentino επιστρατεύει τον Anthony Vaccarello και τον οίκο Saint Laurent για μια ταινία-ύμνο στη θηλυκότητα
Parthenope, ο Paolo Sorrentino ενώνει τις δυνάμεις του με τον Anthony Vaccarello και τον οίκο Saint Laurent για μια ταινία-ύμνο στη θηλυκότητα, εναρμονίζοντας τη μοναδική σκηνοθετική του ματιά με το σοφιστικέ στιλ του κορυφαίου οίκου μόδας.
Μια ποιητική αλληλουχία εικόνων που συμπυκνώνει την ομορφιά της πόλης, της γυναίκας και της νεότητας μας ταξιδεύει μέσα από τη μεγάλη οθόνη.
Παρθενόπη. Η σειρήνα που ερωτεύτηκε τον Οδυσσέα και έπεσε νεκρή στη νήσο Μεγαρίδη σχηματίζοντας με το σώμα της, τη Νάπολη. Ή εν προκειμένω μια γυναίκα-αίνιγμα, όμοια με θυελλώδη σειρήνα στην όψη, που θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο γύρω της, παρατηρώντας και δοκιμάζοντας τα πάντα.
Η νέα ταινία του σκηνοθέτη, που αποτυπώνει την ομορφιά μέσα από τις αντιθέσεις στα μεγαλειώδη πλάνα του είναι αφιερωμένη στη Νάπολη. Και η Παρθενόπη «είναι το βλέμμα που μαγεύεται από τον κόσμο», όπως ανέφερε ο ίδιος στην ιταλική Vogue.
Η αλληγορία του μύθου, το μυστήριο της γυναικείας ψυχής και η γοητεία της πόλης… οι χαμένοι έρωτες, το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και η μεγάλη περιπέτεια της ζωής είναι σχήματα και θεματικές, που διαπλέκονται υπό το αφηγηματικό πρίσμα του δημιουργού, ο οποίος επιχειρεί ένα σινεματικό grand gesture για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Η Παρθενόπη γεννιέται ταιριαστά σε μια βασιλική άμαξα της γαλλικής αυλής του 18ου, δώρο του διοικητή της πόλης στην οικογένειά της. Η χρυσοποίκιλτη κοιτίδα της προοιωνίζεται τον ερχομό μιας μορφής, φτιαγμένης για να υποκλίνονται όλοι στο πέρασμά της.
Με φόντο τη Νάπολη, από το Palazzo Lauro και την απέραντη θέα στη θάλασσα του Posillipo αλλά και τα στενά δρομάκια του ιστορικού κέντρου, ο σκηνοθέτης ξεκινά την περιπλάνηση στη ζωή της πρωταγωνίστριας, από τη δεκαετία του ’50.
Η ηρωίδα, νέα και αδάμαστη στον ιταλικό νότο των ‘60s, αναδύεται σαν ένα όραμα στο συλλογικό φαντασιακό, μέσα απ’ το υδάτινο στοιχείο. Αιθέρια, άπιαστη με τα μικροσκοπικά μπικίνι της, κοιτάζει τον ορίζοντα αποφαίνοντας, με μια σοφία που εκπλήσσει, στον νεανικό της έρωτα: «βλέπεις το μέλλον εκεί έξω; Είναι πιο μεγάλο από ‘ μένα κι από ‘σένα». Η μητέρα της με τις αέρινες τουνίκ, που φέρει κάτι από την αρχοντιά των πατρικίων και της συζύγου του ιδρυτή της Fiat, Marella Agnelli, την παρακολουθεί με το άγρυπνο βλέμμα της ανήσυχη για το ταπεραμέντο της και την τραγωδία που θα αφυπνίσει.
Αδιαφορώντας για τις προτάσεις γάμου, η Παρθενόπη άλλοτε τυλιγμένη αρχετυπικά ως η αιώνια ερωμένη στο λευκό της σεντόνι, μιλά για τη «βεβαιότητα της πραγματικότητας που μας κάνει ανιαρούς» και άλλοτε πρωτοστατεί στα πανεπιστημιακά έδρανα, ζητώντας με επιμονή από τον Καθηγητή της να της εξηγήσει τι είναι η ανθρωπολογία.
Γιατί αυτή την τέχνη της παρατήρησης των ανθρώπων θα επιλέξει να υπηρετήσει τελικά ως ανώτερο σκοπό στη ζωή της.
Στο μοιραίο ταξίδι της στο Κάπρι με τον αδερφό και τον φίλο της, κερδίζει το ενδιαφέρον των πάντων. Όμως εκείνης την περιέργεια κινεί ο Γκάρι Όλντμαν, που υποδύεται τον αμερικανό Τζον Τσίβερ, συγγραφέα των ηθών των προνομιούχων αστών της Aμερικής και της υποκρισίας τους. «Τι απέγιναν όλα τα όμορφα σχέδια που κάναμε μεθυσμένοι τη νύχτα»; αναρωτιέται δακρυσμένος, όμως εκείνη είναι ακόμα πολύ νέα για να του απαντήσει. Με το ασημένιο μεταλλιζέ μίνι φόρεμά της ως άλλη Diana Ross στο Studio 54 διοχετεύει τη λάμψη της στη νυχτερινή ζωή του κοσμοπολίτικου νησιού.
Και όταν πάντα κάποιος θαυμαστής της, την ρωτά τι σκέφτεται, εκείνη αρκείται στο να χαμογελά, καπνίζοντας πάντα το τσιγάρο της, με τη φυσικότητα μιας femme fatale. Ο αδερφός της με το λευκό φανελένιο σακάκι και το σαρόνγκ ως μέθυσος ροκ σταρ, με γυμνό στήθος και λαβωμένη καρδιά, στέκει απελπισμένος με φόντο το σύμπλεγμα των βράχων Faraglioni πίσω του. Συνειδητοποιώντας τον μάταιο έρωτά του για εκείνη, θα αυτοκτονήσει. Πίσω στη Νάπολη η Παρθενόπη με το κόκκινο πέπλο της ως άλλη Κάρμεν θα τον πενθήσει. Και ύστερα θα συνεχίσει…
Ακόμα και όταν παροδικά θα αποφασίσει να ασχοληθεί με την υποκριτική, μια μεγάλη μα ξεπεσμένη ηθοποιός, με τα έγχρωμα γυαλιά μυωπίας της και τη χρυσή της τουαλέτα ως άλλη Σοφία Λώρεν, θα της πει: «Μια ηθοποιός έχει ηθική υποχρέωση να είναι περίεργη». Το ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, λοιπόν, είναι αυτό που θα σημαδεύσει την Παρθενόπη, η οποία αρχίζει να βρίσκει τον εαυτό της και το τι θέλει, επιλέγοντας εντέλει τα λιτά κοστούμια και την πανεπιστημιακή καριέρα. Από hippy αντικομφορμίστρια γίνεται μια μετρημένη ακαδημαϊκός.
Ο σχεδιασμός των κοστουμιών
Ο Carlo Poggioli, ενδυματολόγος της ταινίας συνεργάστηκε στενά με τον Anthony Vaccarello καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου Saint Laurent και υπεύθυνο για τα κοστούμια της ταινίας. Οι, πολύ συγκεκριμένες, ιδέες στο σενάριο του Sorrentino και η αισθητική, που συχνά προσομοιάζει σε αριστοτεχνικές φωτογραφίσεις μόδας απαιτούσαν μια λεπτή συνοχή και τον απόλυτο συγχρονισμό με το τμήμα φωτογραφίας και σκηνογραφίας.
O Sorrentino είχε ανάγκη όχι τόσο από διακριτά κεφάλαια για κάθε δεκαετία στην ταινία του, αλλά από μια διαδοχή ρευστή με ελεύθερες εμφανίσεις, μια περιρρέουσα ύπαρξη αναφορών και την αίσθηση του άχρονου. Για τον σχεδιασμό των κοστουμιών οι πρόβες μοιράστηκαν ανάμεσα στο Παρίσι, τη Ρώμη και τη Νάπολη, με τους δύο συνεργάτες να δουλεύουν με υφές και υφάσματα, που βασίζονται αρκετά στη δεκαετία του ’70, χωρίς όμως να δανειστούν κομμάτια από το ιστορικό αρχείο του οίκου Saint Laurent.
Τα πάντα υλοποιήθηκαν από την αρχή, όπως εξήγησε ο Poggioli στην Fanpage Italia. Αν και το εμβληματικό κοστούμι Smoking του Yves Saint Laurent λειτούργησε ως έμπνευση για την αισθησιακή εμφάνιση της Παρθενόπης με το μεγάλο μαύρο σακάκι την παραμονή της πρωτοχρονιάς, τότε που υποδέχεται το νέο έτος, κάνοντας έρωτα στα νερά της Νάπολης.
Από τις πιο πολυσυζητημένες σκηνές είναι η συνάντηση της Παρθενόπης με τον διαβολικό ιερέα Tesorone, ξακουστό για τα θαύματά του και φύλακα του θησαυρού του San Gennaro, του αγιοποιημένου επισκόπου του 3ου αιώνα.
Ο φαύλος ιερέας με τα τεχνάσματα και την ευφράδειά του, που θυμίζει κάτι από πυγμάχο και σάτυρο σε ρωμαϊκό συμπόσιο, φαντασιώνεται και ντύνει την Παρθενόπη με την πολύτιμη μίτρα του θησαυρού, το ένδυμα κεφαλής των ανώτατων λειτουργών της καθολικής εκκλησίας, γεμάτη με διαμάντια, σμαράγδια και μαργαριτάρια. Για την εμφάνισή της κατασκευάστηκε ένα μεταλλικό, φόρεμα-πλέγμα γεμάτο κενά και πετράδια, παραπέμποντας στα άμφια μιας γυναίκας πειρασμού κάτι μεταξύ Πάπισσας Ιωάννας και Μάτας Χάρι μέσα στον άμβωνα-θυσιαστήριο. Η Παρθενόπη που καλείται να αναλύσει τη σημασία του θαύματος στις μελέτες της, αφήνεται σε μια ένωση αλλόκοτη, υπερβατική και βέβηλη μαζί. Με έναν φιλόδοξο, «sinistro» ιερέα που ονειρεύεται να γίνει Πάπας και προσπαθεί να της εξηγήσει το θαύμα, όταν εκείνη η ίδια είναι το θαύμα.
Στις χορογραφημένες σεκάνς, η Παρθενόπη νωχελική στον δικό της αυτόνομο ρυθμό επηρεάζει τους γύρω της ανεξίτηλα γυρίζοντας στον φακό με το αμφίσημο, παιγνιώδες χαμόγελο που κρύβει τις σκέψεις της. Τι μπορεί να σκέφτεται μια γυναίκα με διαστάσεις θεϊκές, αναρωτιόμαστε…
Έχει σημασία το ότι στη νεότητά της η ηρωίδα, την οποία υποδύεται η Celeste Dalla Porta, φωτίζεται από το ηλιόλουστο τοπίο και τα χρώματα της Νάπολης, το μπλε της θάλασσας. Για τον Poggioli, η Παρθενόπη «ενσαρκώνει την πολυπλοκότητα της Νάπολης, τις αντιφάσεις της αλλά και τα χρώματά της». Η ικμάδα της φαίνεται από τα ζωηρά χρώματα που φοράς όταν είσαι νέος. Στη μετάβαση προς την ωριμότητα, το μόνο συνδετικό στοιχείο, που παραμένει ανάμεσα στις δύο όψεις της Παρθενόπης είναι το ότι φορά παντελόνια, το σύμβολο της χειραφέτησης.
Προς το τέλος υπάρχει μια αναπόφευκτη μεταμόρφωση: «εδώ δεν βλέπουμε πλέον τη χρήση φωτεινών χρωμάτων, όλα δίνουν την εντύπωση πως ξεθωριάζουν και γίνονται όλο και πιο χλωμά. Η Stefania Sandrelli ντύνεται με απαλά, διακριτικά ρούχα, γιατί θέλαμε να δώσουμε την ιδέα μιας ασπρόμαυρης ανάμνησης». Οι άτονες μπεζ τονικότητες δίνουν την χροιά του πεπερασμένου, αφού ο ενδυματολόγος ήθελε να την κάνει να μοιάζει σχεδόν με «ένα ζωντανό φάντασμα».
Οι κόσμοι κουράζονται ακούμε σε ένα σημείο της ταινίας και ακόμα και μια εμπνευσμένη γυναίκα, χάνει το momentum της νιότης. Η ψευδαίσθηση της ανεμελιάς έχει χαθεί. Όμως, πάντα υπάρχει μια ευκαιρία να θυμηθείς αυτό που ήσουν. Αν στην Grande Bellezza του Sorrentino ταξιδεύουμε στη Ρώμη μέσα απ’ το χορτασμένο και απογοητευμένο βλέμμα του Jep Gambardella που δεν έχει τίποτα να περιμένει, εδώ η Παρθενόπη δεν παύει να μαγεύεται από τη ζωή ακόμα και στη φθορά της.
Ο Sorrentino θεωρεί πως η ταινία του έχει ένα χάρισμα: «ακόμα και στον πόνο, στη θλίψη, μπορείς να δεις ήδη το τέλος, και είναι πολύ όμορφο». Συνδυάζοντας τον θρύλο, το απρόβλεπτο της αγάπης, την τραγωδία της απώλειας και την ξεγνοιασιά της νιότης, μένεις με ένα αίσθημα γλυκόπικρο. Η Παρθενόπη, τη δεκαετία του ’80, στη δύση της πια, αναλογίζεται: Εγκαταλελειμμένοι σε ένα ιδανικό καλοκαίρι, ήμασταν όμορφοι και νέοι. Όμως δεν κράτησε πολύ. Ήμουν θλιμμένη και επιπόλαιη, αποφασισμένη και απαθής…Σαν τη Νάπολη. Όπου υπάρχει χώρος για τα πάντα. Ήμουν ζωντανή και μόνη…Τι σκεφτόμουν; Ο έρωτας ως μέσο επιβίωσης υπήρξε μια αποτυχία….Ή ίσως και όχι! Και την βλέπουμε ξανά για λίγο να χαμογελά με το πρόσωπο των είκοσί της χρόνων.
Όταν, πλέον, γυρίζει από τον Βορρά, σαράντα χρόνια μετά στη Νάπολη, μόνη με τις βαλίτσες της, έχοντας αποσυρθεί από τον κοινωνικό και επαγγελματικό βίο είναι καταπτοημένη, δεν εκπροσωπεί πια την πόλη. Όμως, οι πανηγυρισμοί για το πρωτάθλημα σκουντέτο και το τραγούδι-ερωτική εξομολόγηση των φιλάθλων στην ομάδα της Νάπολης, που περνούν σαν πομπή καρναβαλιού μπροστά της, μοιάζει με καντάδα που την παρασύρει πίσω στη ζωή.
Και αν για τους κριτικούς η ταινία έχει χαρακτηρισθεί ως ένα ασύνδετο συνονθύλευμα ομορφιάς αξίζει να μεταφέρουμε ακόμα μια φορά τις σκέψεις του Sorrentino. Το φιλμ στην καρδιά και στο μυαλό του είναι ένα «έπος για τη θηλυκότητα, χωρίς ηρωισμό, αλλά κατοικημένο από το αδυσώπητο πάθος για ελευθερία, για τη Νάπολη και τα απρόβλεπτα πρόσωπα της αγάπης. Το αληθινό, το άχρηστο και το ανείπωτο, που σε καταδικάζουν στον πόνο. Και μετά σε κάνουν να ξαναρχίσεις. Το τέλειο καλοκαίρι του Κάπρι, των νέων, τυλιγμένο με την ανάλαφρη καρδιά τους. Και η ενέδρα του τέλους. Οι νέοι έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό: τη συντομία. Η ζωή μπορεί να είναι πολύ μεγάλη, αξέχαστη ή συνηθισμένη. Το πέρασμα του χρόνου σου δίνει όλο το ρεπερτόριο των συναισθημάτων. Και εκεί στο τέλος, κοντά και μακριά, αυτή η απροσδιόριστη πόλη, η Νάπολη, που μαγεύει, ουρλιάζει, γελάει και μετά ξέρει πώς να σε πληγώσει».
Όλη αυτή η σπουδή στην παρατήρηση είναι μια στάση ζωής, που μας αφορά… Ακόμα κι αν αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε πιο συνειδητά τη ζωή γύρω μας και να παρατηρούμε όταν «ξεθωριάζουν όλα, ο έρωτας, η νιότη, ο πόθος, το συναίσθημα και η έσχατη ευκαιρία να γελάσουμε ξανά», όπως αναλύει ο μέντορας της Παρθενόπης στο έργο.