Vertigo: To επερχόμενο remake της θρυλικής ταινίας του Άλφρεντ Χίτσκοκ έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις
Μετά την ανακοίνωση πως ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ ετοιμάζει remake της ταινίας «Vertigo», πολλοί θεατές έχουν εκφράσει τις αμφιβολίες τους: Είναι καλή ιδέα η αναδημιουργία ενός από τα εμβληματικότερα φιλμ όλων των εποχών;
Το βράδυ της Πέμπτης, το Deadline ανακοίνωσε πως η Paramount (σε συνεργασία με την εταιρία παραγωγής του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), έχει στα σκαριά ένα αμφιλεγόμενο πρότζεκτ: Πρόκειται για το remake του «Vertigo», μιας από τις πιο εμβληματικές ταινίες όλων των εποχών, με τον Ντάουνι Τζ. να βρίσκεται σε συζητήσεις για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Με πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Τζίμι Στιούαρτ, το αυθεντικό «Vertigo» του 1958 ήταν βασισμένο στο γαλλικό βιβλίο «From Among The Dead», και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα φιλμ όλων των εποχών: Ένα αποπροσανατολιστικό φιλμ-νουάρ γεμάτο σουρεαλιστικές εικόνες και ονειρικές σεκάνς, το Vertigo ακολουθεί έναν τραυματισμένο αστυνομικό με οξεία υψοφοβία, ο οποίος καλείται να παρακολουθήσει μια ύποπτη νεαρή γυναίκα -αλλά σιγά-σιγά αρχίζει να μπερδεύει την φαντασία με την πραγματικότητα.
Η ταινία γέννησε πολυάριθμες κινηματογραφικές καινοτομίες, μεταξύ των οποίων το περίφημο «Vertigo Effect» (τεχνική κινηματογράφησης που μεταδίδει την χαρακτηριστική αίσθηση «ιλίγγου») αλλά και μία από τις πρώτες περιπτώσεις ειδικών εφέ κατασκευασμένων με υπολογιστή. Παρά την εμπορική του αποτυχία, το «Vertigo» θεωρείται σήμερα μία από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών και, σε μια εποχή που το Χόλιγουντ δείχνει να έχει στερέψει από ιδέες, η ανακοίνωση του remake προκάλεσε αντιδράσεις σε όλα τα μήκη και πλάτη της κινηματογραφικής κοινότητας.
«Δεν χρειαζόμαστε, ούτε θέλουμε remake του "Verigo"» ήταν ο τίτλος ενός άρθρου του Variety, μόλις μερικές ώρες μετά το δημοσίευμα. «Αν και θεωρητικά θα μπορούσε να είναι καλή ταινία, ένα remake του "Vertigo" θα ήταν μία πολύ κακή ιδέα. Αν κάνουν remake το Vertigo, τι τους σταματάει από το να ξαναγυρίσουν την Casablanca, τον Πολίτη Κέην, τον Μάγο του Οζ και τον Επαναστάτη Χωρίς Αιτία;» γράφει στο άρθρο του ο Όουεν Γκλίμπερμαν.
Παρά τις ενστάσεις των σινεφίλ, δεν είναι η πρώτη φορά που το Χόλιγουντ επιχειρεί να αναδημιουργήσει τα κλασικά αριστουργήματα της Χρυσής Εποχής: Το «West Side Story» του Στίβεν Σπίλμπεργκ αποτελεί το πιο ηχηρό πρόσφατο παράδειγμα, έχοντας αποσπάσει 7 υποψηφιότητες για Όσκαρ -ενώ οι ταινίες του Χίτσκοκ συγκεκριμένα έχουν υποστεί αναρίθμητα remakes, από το «Rebecca» του 2020 με τους Άρμι Χάμερ και Λίλι Τζέιμς, μέχρι το «A Perfect Murder» του 1998 με τους Μάικλ Ντάγκλας και Γκουίνεθ Πάλτροου.
Τα remakes εξάλλου, δεν είναι καινούρια υπόθεση. Παρά την πεποίθηση πως αποτελούν σύμπτωμα της σύγχρονης καλλιτεχνικής ξηρασίας, το Χόλιγουντ έφτιαχνε remakes από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξής του: Το σιωπηλό φιλμ «The Lodger» του 1927 ήταν μία από τις πρώτες ταινίες του Χίτσκοκ, και έγινε remake μόλις 5 χρόνια μετά, όταν υπήρχε πλέον η δυνατότητα για κινηματογράφηση με ήχο -ενώ το trend συνεχίστηκε για πάνω από έναν αιώνα, με τα κλασσικά έργα του Χίτσκοκ να γίνονται remake το 1958 (Shadow of a Doubt), το 1978 (The Thirty Nine Steps) και το 1979 (The Lady Vanishes)
Παρ' όλα αυτά, υπήρχε μια εποχή που τα remake ταινιών του Xίτσκοκ ήταν πραγματικά άφθονα: η δεκαετία του '90.
Η τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα γέννησε μερικά από τα καλύτερα και χειρότερα Χιτσκοκικά remakes: Το 1998, ο Κρίστοφερ Ριβ πρωταγωνίστησε σε μια καινούρια εκδοχή του «Rear Window», του θρυλικού φιλμ μυστηρίου με πρωταγωνιστή έναν άνδρα σε αναπηρικό καροτσάκι. Ο ηθοποιός που έγινε παγκοσμίως γνωστός στο ρόλο του Superman, έμεινε πλήρως παράλυτος το 1995 μετά από ένα τραγικό ατύχημα - και βρήκε τον ιδανικό ρόλο σε αυτή την φιλότιμη, μα κάπως άψυχη αναπαραγωγή της κλασικής ιστορίας. Ο Ρίβ απέσπασε μια υποψηφιότητα για χρυσή σφαίρα για το ρόλο του, και έφυγε από τη ζωή λίγα μόνο χρόνια αργότερα.
Το πιο γνωστό Χιτσκοκικό remake ωστόσο, είναι πιθανότατα το «Psycho» του Γκας Βαν Σάντ: Ο αμερικανός ωτέρ αποφάσισε να κάνει ένα θεότρελο κινηματογραφικό πείραμα, αναδημιουργώντας καρέ προς καρέ το αυθεντικό φιλμ του Χίτσκοκ, με τους Τζούλιαν Μουρ και Βινς Βον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το remake ήταν ολόιδιο με τον προκάτοχό του μέχρι και το τελευταίο frame - αποτελώντας έτσι την πιο ακριβή κινηματογραφική άσκηση όλων των εποχών.
«Πίστευα πως θα είχε πλάκα» απαντούσε ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης όταν τον ρωτούσαν γιατί έκανε αυτό το θεότρελο πείραμα. Η παραγωγή της ταινίας ήταν βουτηγμένη σε άκρα μυστικότητα, και έτσι όταν τελικά αποκαλύφθηκε το «αστείο» του Βαν Σαντ, το κοινό αντέδρασε με απορία, οι κριτικοί αντέδρασαν με θυμό («σκέτη προσβολή» δήλωσε ο Leonard Malitin) και η ταινία ήταν μια τεράστια οικονομική αποτυχία -όμως ο Βαν Σαντ δηλώνει ακόμη κατενθουσιασμένος με την πανάκριβη φάρσα του: «Ήταν ένα επιστημονικό πείραμα. Ήθελα να δω τι θα γίνει!» δήλωσε το 2018 στην εκπομπή του Μαρκ Μάρον.
Και τέλος, δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε εδώ το πιο σημαντικό remake ταινίας του Χίτσκοκ: Αυτό που έκανε ο ίδιος ο Χίτσκοκ! Το 1956, στο απόγειο της καριέρας του, ο ιδιοφυής σκηνοθέτης αποφάσισε να αναδημιουργήσει ένα φιλμ που είχε γυρίσει είκοσι χρόνια νωρίτερα, το «The Man Who Knew Too Much» του 1934. «Ας πούμε πως το πρώτο είναι η δουλειά ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη, και το δεύτερο είναι η δουλειά ενός πραγματικού επαγγελματία» είχε πει κάποτε ο εκκεντρικός σκηνοθέτης στο συνάδελφό του, Φρανσουά Τρουφό.