Μόνικα Βίτι: Η μούσα του Αντονιόνι με τη βραχνή φωνή που έγινε βασίλισσα του ιταλικού σινεμά
«Αντίο Μόνικα Βίτι, αντίο στη βασίλισσα του ιταλικού σινεμά. Η σημερινή είναι μία ημέρα μεγάλης θλίψης, μία μεγάλη καλλιτέχνις και μία μεγάλη Ιταλίδα χάθηκε» αναφέρει στην ανακοίνωσή του ο υπουργός Πολιτισμού της Ιταλίας Ντάριο Φραντσεσκίνι για τον θάνατό της Μόνικα Βίττι, που έφυγε στα 91 της από Αλτσχάιμερ.
Πανέμορφη και αιθέρια, με το αναγεννησιακό της πρόσωπο κα την ικανότητά της να ερμηνεύει ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις, η Βίτι έβαζε φωτιά στη μεγάλη οθόνη μέσα από τις ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του μέντορα και συντρόφου της, που ήταν και ο πρώτος που την ανακάλυψε και την καθιέρωσε, ακόμα και μέσα από τις απολαυστικές κωμωδίες, που ερμήνευε υποδειγματικά, καθώς με τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ που διέθετε, δεν δίσταζε να ανατρέπει την εικόνα του sex symbol, που είχε χτιστεί γύρω από αυτήν.
Γεννημένη στις 3 Νοεμβρίου του 1931, όπως και ο αγαπημένος της σύζυγος Ρομπέρτο Ρούσο, ως Μαρία Λουίζα Τσετσαρέλι -αυτό ήταν το πραγματικό της όνομα- μεγάλωσε στη Ρώμη και από μικρή ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός. Η μητέρα της με την οποία δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις την είχε προειδοποιήσει ότι το «παλκοσένικο θα της διαφθείρει την ψυχή και το σώμα». Χωρίς την υποστήριξη της οικογένειάς της λοιπόν, που της φερόταν σχεδόν υποτιμητικά, αρχίζει να σπουδάζει στη δραματική σχολή, όπου ανακάλυψε την κωμική της φλέβα. Η Τσινετσιτά ήταν έτοιμη να την υποδεχτεί με ανοιχτές αγκάλες, όταν στον δρόμο της ήρθε ο Αντονιόνι. Την είχε δει να παίζει στο θέατρο και εντυπωσιάστηκε από τον... αυχένα της.
Εκείνος την πήρε κυριολεκτικά από το χέρι και της έμαθε τα μυστικά της Έβδομης Τέχνης, χρίζοντάς την πρωταγωνίστρια σε μια σειρά από ταινίες, που πλέον θεωρούνται κλασικές: «Περιπέτεια», «Νύχτα», «Έκλειψη» και «Κόκκινη Έρημος, στην οποία θα πει την απίστευτη ατάκα «με πονάνε τα μαλλιά μου!» της χαρίζουν την παγκόσμια αναγνώριση και μια σειρά από βραβεία. Με τον Αντονιόνι ερωτεύτηκαν παράφορα και έζησαν για χρόνια ευτυχισμένοι. Το 1968, εκείνος αποφάσισε να της κάνει πρόταση γάμου, γεγονός που την αιφνιδίασε, αφού συμβίωναν για πάνω από έντεκα χρόνια και πότε δεν είχε τεθεί μεταξύ τους τέτοιο ζήτημα. Τελικά όμως η σχέση τους έληξε άδοξα, όταν ο φακός ενός παπαράτσι συνέλαβε τον Ιταλό σκηνοθέτη να γλεντάει με μια ανερχόμενη στάρλετ της εποχής.
Αν και έχει να συναγωνιστεί μια πλειάδα από μεγάλες σταρ, όπως τη Σοφία Λόρεν, την Τζίνα Λολομπριτζίτα, την Κλάουντια Καρντινάλε, τη Μαριάντζελα Μελάτο, τη Βίρνα Λίζι ή την Ορνέλα Μούτι, η Βίτι κατάφερε να ξεχωρίσει χάρη στην ιδιαίτερη ικανότητά της να μεταμορφώνεται. Οι μεγάλοι δημιουργοί θεωρούσαν πως μπορεί να παίξει κυριολεκτικά τα πάντα και οι προτάσεις μετά από τον χωρισμό της έρχονταν βροχή, ενώ παράλληλα γίνεται ζευγάρι με τον διευθυντή φωτογραφίας και σκηνοθέτη Κάρλο ντι Πάλμα.
Στην πιο ώριμη υποκριτικά ηλικία της επιστρέφει στη λαϊκή κωμωδία, που πάντα αγαπούσε και μάλιστα υπό τις οδηγίες του «πατέρα» της commedia all' italiana, Μάριο Μονιτσέλι, που την αποκαλούσε «μοιραία κωμικό», γιατί μπορούσε να τσαλακώνει την όμορφη εικόνα της, χωρίς να χάνει τη φινέτσα της. Παράλληλα συνεργάζεται και με σημαντικούς auteurs, όπως ο Ετόρε Σκόλα, ο Μίκλος Γιάντσο, ο Λουίς Μπουνιουέλ, αλλά και ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, παίζοντας σε πάνω από πενήντα ταινίες, υποδυόμενη εντελώς διαφορετικούς ρόλους.
Στο θέατρο είχε ερμηνεύσει Σαίξπηρ, Μολιέρο και Μπρεχτ, ενώ διέπρεψε και στον χώρο της μεταγλώττισης, εξαιτίας της χαρακτηριστικής βραχνής φωνής της. Κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας της, κέρδισε 5 βραβεία David di Donatello στην κατηγορία Καλύτερης Ηθοποιού, 7 ιταλικές Χρυσές Σφαίρες Καλύτερης Ηθοποιού, τη Χρυσή Σφαίρα για το σύνολο της καριέρας της στον κινηματογράφο και τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Το 1973 γνώρισε τον Ρούσο με τον οποίο παντρεύτηκαν το 2000. Το 1989 αποφάσισε να εγκαταλείψει τα κινηματογραφικά σετ και το 2002 έκανε την τελευταία δημόσια εμφάνισή της στην πρεμιέρα του θεατρικού μιούζικαλ «Notre-Dame de Paris» στο Παρίσι. Τότε άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα σημάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ. Μετά από μια δεκαετία θα γίνει γνωστό το πρόβλημά της, με το οποίο έζησε σχεδόν επί είκοσι χρόνια στο πλευρό του συντρόφου της, ο οποίος την πρόσεχε με τη βοήθεια ενός φροντιστή.
Μην έχοντας πια καμία ανάμνηση από την προηγούμενη ζωή της, η Βίτι έβλεπε τον εαυτό της πλάι στον Αλέν Ντελόν, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, τον Μισέλ Πικολί, τον Μάικλ Κέιν και τόσους άλλους, χωρίς όμως να μπορεί να τον αναγνωρίσει. Εμείς όμως δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το μελαγχολικό της βλέμμα, που έλεγε περισσότερα από όσα μπορούν να πουν όλες οι λέξεις μαζί.
H σορός της αναμένεται να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα και, αν η οικογένεια δώσει τη συναίνεσή της, η κηδεία της μεγάλης ηθοποιού θα τελεσθεί σε κεντρική εκκλησία της Ρώμης.