Κανείς δεν ζωγράφισε τα ρούχα όπως ο John Singer Sargent -Μια μεγαλειώδης έκθεση τιμά τον «παρεξηγημένο» Αμερικανό πορτρετίστα
Αν σε έναν πίνακα οι ταφτάδες μοιάζουν τόσο αφράτοι που σχεδόν μπορείς να τους χαϊδέψεις, το βελούδο απαλό και η μουσελίνα σχεδόν αιωρείται, τότε πιθανότατα πρόκειται για έργο του John Singer Sargent (1856-1925).
Ο Sargent, που γεννήθηκε στην Ιταλία το 1856, αλλά σπούδασε στο Παρίσι, είναι ένας από τους Αμερικανούς ζωγράφους που έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς στην Ευρώπη, στα τέλη του 19ου αιώνα, αποκτώντας σιγά σιγά καλή φήμη ως πορτρετίστας.
Έτσι, οι παραγγελίες από άνδρες και γυναίκες της αριστοκρατικής τάξης που είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν για το πορτραίτο τους, άρχισαν να πολιορκούν τον Sargent, εξασφαλίζοντάς του μεν ένα σταθερό εισόδημα, αλλά εγκλωβίζοντάς τον κατά κάποιον τρόπο καλλιτεχνικά.
Πράγματι, ο Sargent είναι σχετικά «παρεξηγημένος» ζωγράφος, αν σκεφτεί κανείς ότι η ισχυρότερη φήμη που συνοδεύει το όνομά του είναι ότι ήταν ένας επαγγελματίας πορτρετίστας που κολάκευε τους Βρετανούς και τους Βοστονέζους αριστοκράτες.
Μάλιστα, ο συγγραφέας D.H. Lawrence είχε γράψει κάποτε για τους πίνακες του Sargent ότι δεν είναι παρά «γιάρδες σατέν υφάσματος από τα πιο ακριβά μαγαζιά με ένα όμορφο κεφάλι να ξεπετάγεται στην κορυφή».
Όμως ο Σάρτζεντ ήταν πολλά περισσότερα από έναν απλό πορτρετίστα. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα μια μεγαλειώδης και πρωτότυπη έκθεση που διοργανώνεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, σε συνεργασία με την Tate του Λονδίνου.
Η έκθεση, που φέρει τον τίτλο με τίτλο «Fashioned by Sargent», αποκαλύπτει αυτήν ακριβώς τη δύναμη που είχε ο ζωγράφος στις εικόνες του, ενορχηστρώνοντας έξυπνα τις ενδυματολογικές επιλογές για να εκφράσει ξεχωριστές προσωπικότητες, κοινωνικές θέσεις, επαγγέλματα, ταυτότητες φύλου και εθνικότητες. Οι περίπου 50 πίνακες διανθίζονται -χωρίς να επισκιάζονται - από 12 ενδύματα και αξεσουάρ της εποχής, κάποια από τα οποία είναι τα αυθεντικά ρούχα που φορούσαν οι εικονιζόμενοι στα πορτρέτα τους.
Ο τρόπος με τον οποίο διάλεγε αλλά και ζωγράφιζε τα ρούχα των εικονιζόμενών του αλλά και το πώς έστηνε τα θέματά του, δημιουργούσε εντυπώσεις που ξεπερνούσαν το οπτικό επίπεδο. Ανάμεσα στα πρόσωπα που ζωγράφιζε, ήταν γυναίκες που συμμετείχαν στο εκκολαπτόμενο κίνημα των σουφραζετών, δανδείς της εποχής που επένδυαν στην εξωτερική τους εικόνα, αλλά και εβραϊκές οικογένειες φιλοδοξούσαν να ανέλθουν στη βρετανική κοινωνία.
Συχνά επέλεγε τι θα φορούσαν οι εικονιζόμενες και, ακόμη και αν έφταναν στο εργαστήριό του ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, συχνά απλοποιούσε και άλλαζε τις λεπτομέρειες. Η εκμετάλλευση του ντυσίματος ώστε να δημιουργηθεί μια συγκεκριμένη εντύπωση ήταν αναπόσπαστο μέρος της δημιουργικής πρακτικής του.
Ένας από τους σκανταλιάρικους πίνακές του, που τιτλοφορείται «Ena Wertheimer: A Vele Gonfie» (1904), απεικονίζει την Ena Wertheimer, κόρη ενός Γερμανοεβραίου εμπόρου τέχνης μια ανδρική κάπα και καπέλο της εποχής, ενώ στο χέρι της κρατά ένα σκουπόξυλο -μάλιστα, ο συγκεκριμένος ανορθόδοξος πίνακας έγινε με αφορμή τον γάμο της.
Στην περίπτωση, δε, του σκιτσογράφου και φίλου του Όσκαρ Ουάιλντ, W. Graham Robertson, λέγεται πως όταν ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε για να μην ποζάρει με το βαρύ χειμωνιάτικο παλτό του το κατακαλόκαιρο, ο Sargent του είπε «Μα, το παλτό είναι όλος ο πίνακας!».
Καμία καλλιτεχνική πρωτοβουλία του Sargent, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε τόσο τολμηρή όσο το να ζωγραφίσει μια πεσμένη τιράντα στον πινακά του με τίτλο «Madame X».
Η Madame Gatreau (Virginie Amélie Avegno Gautreau) ήταν η αμερικανικής καταγωγής σύζυγος ενός Γάλλου τραπεζίτη που είχε ήδη καταφέρει το όνομά της να είναι ανανγνωρίσιμο στους κοσμικούς παρισινούς κύκλους.
Παρ΄όλο που ο Sargent ήταν ήδη ένας περιζήτητος πορτρετίστας, η Amélie ήταν ένας δικός του, προσωπικός καλλιτεχνικός στόχος. Στο μυαλό τους, αυτή θα ήταν μια συνεργασία αμοιβαίου συμφέροντος. Εκείνος αφενός θα ενίσχυε τη φήμη του με μία ακριβοθώρητη μούσα και εκείνη θα επωφελούταν του καλλιτεχνικού buzz για να ενισχύσει το κύρος της.
Όταν ο πίνακας με τίτλο «Madame ***» παρουσιάστηκε στο Salon του 1884, έκανε πάταγο -για όλους τους λάθος λόγους. Το σκάνδαλο πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε καρικατούρες και γελοιογραφίες του πίνακα δημοσιεύονταν σε εφημερίδες της εποχής, ενώ η μητέρα της Gautreau έστειλε στον Sargent μια επιστολή όπου του ζητούσε να αποσύρει τον πίνακα που επέφερε τεράστια ζημιά στο όνομα της κόρης της και της οικογένειάς τους. Φευ, ο πίνακας δεν μπορούσε να αποσυρθεί πριν την επίσημη ολοκλήρωση της έκθεσης. Μόλις τελείωσε, ο Sargent «διόρθωσε» τον πίνακα, ζωγραφίζοντας την τιράντα στην κανονική της θέση.
Μάλιστα, όταν έδωσε τον πίνακα στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης το 1916, επέμεινε το όνομα του μοντέλου του να παραμένει κρυφό -έτσι, ο πίνακας μετονομάστηκε σε Portrait of Madame X.
Στην έκθεση παρουσιάζονται και άλλοι διάσημοι πίνακες του Sargent όπως το πορτρέτο του Robertson, του γυναικολόγου Dr. Pozzi που ποζάρει με την κατακόκκινη πολυτελή ρόμπα του, αλλά και η Lady Agnew και η κυρία Charles Inches (Louise Pomeroy) με το κόκκινο βελούδινο βραδινό της φόρεμα.
Εκείνο που παρατηρεί κανείς, είναι ότι εκτός από τη μαεστρία της απεικόνισης, ο Sargent αξιοποίησε τη δεξιότητά του και στην αποτύπωση του υφάσματος, ζωντανεύοντας τα ρούχα. Παρατηρήστε πώς τα δάχτυλα της Gretchen Osgood βυθίζονται μέσα στο ιριδίζον φόρεμά της, ενώ στα μανίκια του φορέματός της όπως και της κόρης της, οι πινελιές μοιάζουν να μπλέκονται, δημιουργώντας ένα ροζ σύννεφο υφάσματος.
Η έκθεση, που επιμελείται η έμπειρη Erica Hirshler, με εξειδίκευση στους Αμερικανούς ζωγράφους, θα ταξιδέψει στην Tate του Λονδίνου μετά τον Ιανουάριο και έχει λάβει ενθουσιώδεις κριτικές, τόσο για τον όγκο και την ποιότητα των εκθεμάτων όσο και για τη διαχείριση του υλικού της.
Αν μη τι άλλο, κατάφερε να αναδείξει το στοιχείο που κάνει τον Sargent τόσο γοητευτικό και ενδιαφέροντα μέχρι και σήμερα.