«Η Κούνια»: Το αριστούργημα του Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ που υμνεί την ερωτική επιθυμία
Ο πίνακας του Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ «Η Κούνια» (The Swing) θεωρείται ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός του κινήματος του ροκοκό και αποτελεί σήμερα μέρος της διάσημης συλλογής Wallace. Χρονολογείται περίπου γύρω στο 1768, και έχει γοητεύσει κοινό και κριτικούς για τη χρήση του χρώματος και του αισθησιακού στοιχείου, που για την εποχή του ήταν προκλητικό.
Μια γυναίκα λικνίζεται σε μια κούνια, ένας ηλικιωμένος παρακολουθώντας από τις φυλλωσιές τη σπρώχνει, ενώ ένας νεότερος παρατηρεί κάτω από το φόρεμά της τα κρυφά της μυστικά. Ταυτόχρονα, μικρά αγάλματα ερωτιδέων κι ένα σκυλάκι που γαβγίζει συνθέτουν ένα σύνολο, που υμνεί την ανεμελιά και την ερωτική επιθυμία. Ο ερωτιδεύς μάλιστα παραπέμπει σε ένα άγαλμα, που φιλοτέχνησε ο Ετιέν Μορίς Φαλκονέ για τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, την ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’, ενώ το υψωμένο χέρι του εραστή έχει ερμηνευθεί ως εκτεταμένο φαλλικό σύμβολο.
Χάρη σε μια γενναιόδωρη επιχορήγηση, ο πίνακας πρόσφατα υποβλήθηκε σε μια περίπλοκη και ευαίσθητη υψηλής λεπτομέρειας συντήρηση και τεχνική ανάλυση για πρώτη φορά. Ο συντηρητής του Μάρτιν Γουάιλντ, πρώην επικεφαλής της Συντήρησης στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου εργάστηκε για περισσότερα από 40 χρόνια, αναστηλώνοντας έργα καλλιτεχνών, όπως του Λεονάρντο ντα Βίντσι και του Βελάσκεθ, κατάφερε να αφαιρέσει το κιτρινισμένο βερνίκι και τα παλαιότερα ρετουσαρίσματα που είχαν γίνει, αναδεικνύοντας λεπτομέρειες του πίνακα, που πριν δεν ήταν ευδιάκριτες.
Με αυτό τον τρόπο αποκατέστησε το χρώμα των ρούχων της γυναίκας (ροζ), αλλά και του προσώπου της, όπως και τους δύο άντρες, που βρίσκονται σχεδόν κρυμμένοι στους θάμνους, παρακολουθώντας το λίκνισμά της στην κούνια. Το μπούστο της νεαρής γυναίκας είναι πλούσιο, διακοσμημένο με δαντέλα, ενώ η κούνια που βρίσκεται μέσα στο δάσος, είναι πολυτελής, επιχρυσωμένη και επενδυμένη με πλούσιο κόκκινο ύφασμα.
Το μυστικό του πίνακα κρύβεται στη σχέση των δυο ανδρών. Ποιοι είναι και πώς συνδέονται με την γυναίκα; Η αποκατάσταση επιβεβαίωσε ότι η ανδρική φιγούρα στα δεξιά δεν είναι ντυμένη στα μαύρα, όπως πίστευαν παλιότερα, αλλά στα μπλε, πράγμα που σημαίνει πως δεν είναι ιερέας, αλλά ένας λαϊκός άντρας. Κάποιοι μελετητές θεωρούν δε, ότι πρόκειται για έναν ηλικιωμένο σύζυγο και έναν νεαρό εραστή, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι οι δυο φιγούρες είναι πατέρας και γιος.
Ο τίτλος του πίνακα καταγράφηκε για πρώτη φορά σε ένα χαρακτικό του 1782 και ήταν «Les hasards heureux de l’escarpolette» (Τα ευτυχισμένα ατυχήματα της κούνιας), αλλά η λέξη hasards μπορεί επίσης να υπαινίσσεται το ρίσκο και τους κινδύνους της αγάπης. Άλλωστε, το συγκεκριμένο έργο, κατά κοινή ομολογία, αποκαλύπτει την ερωτική επιθυμία σε όλο της το μεγαλείο και μάλλον αντιπροσωπεύει ένα «αμαρτωλό» ερωτικό τρίγωνο. Πιθανότατα ο πίνακας κόσμησε κάποια κρεβατοκάμαρα, ή έμεινε κρυμμένος πίσω από μια κουρτίνα λόγω του τολμηρού του θέματος. Σίγουρα πάντως, η τελευταία κάτοχος του έργου, η Λαίδη Γουάλας, είχε τον πίνακα στην κρεβατοκάμαρά της και τον κληροδότησε μαζί με την έπαυλή της και τη συλλογή έργων τέχνης που είχε με τον σύζυγό της, την περίφημη σήμερα Wallace Collection, στον βρετανικό λαό.
Ο πίνακας σήμερα προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες, ενώ αναφορές σχετικά με αυτόν μπορεί να βρει κανείς στη λογοτεχνία, τη σύγχρονη τέχνη και τον κινηματογράφο. Ωστόσο, παρά τη φήμη του, σχετικά λίγα είναι γνωστά για την ιστορία του. Μέχρι στιγμής οι μόνες πληροφορίες προέρχονται από τα απομνημονεύματα του δραματουργού Τσαρλς Κολέ, ο οποίος σημείωσε διακριτικά τον Οκτώβριο του 1767 ότι ο Βαρόνος ντε Σεν Ζυλιέν. αριστοκράτης και φοροεισπράκτορας της Εκκλησίας, παρήγγειλε αρχικά τον συγκεκριμένο πίνακα σε έναν ζωγράφο, ονόματι Γκαμπριέλ Φρανσουά Ντογέν, που σοκαρισμένος από το προκλητικό θέμα, αποφάσισε να μην συνεχίσει το έργο. Ο Βαρόνος στη συνέχεια απευθύνθηκε στον Φραγκονάρ, που είχε τη φήμη μποέμ τύπου και λάτρη της καλής ζωής. Κάποιοι λένε ότι ο βαρόνος είχε ζητήσει από τον Φραγκονάρ να ζωγραφίσει την ερωμένη του και πως η μοναδική απαίτηση του χορηγού του ήταν να αποκαλυφθούν τα υπέροχα πόδια της κοπέλας.
Ο πίνακας, μετά από τις εργασίες, επαναγκαστάθηκε στην γκαλερί τον Νοέμβριο του 2021, μαζί με τα άλλα επτά έργα του που φιλοξενούνται στη συλλογή Wallace. Για τον εορτασμό αυτής της επιστροφής διοργανώθηκαν μια σειρά από εκδηλώσεις, όπως δημόσιες συνομιλίες με ειδικούς καλεσμένους, ενώ παράλληλα έχει γίνει ανάθεση για τη δημιουργία μιας ταινίας που θα διερευνήσει την επιρροή του Φραγκονάρ και του έργου του.
«Ο Φραγκονάρ είναι ένας σπάνιος καλλιτέχνης που με έχει γοητεύσει σε όλη μου την καριέρα. Απρόβλεπτος και ολοκληρωμένος. Μας άφησε ελάχιστα τεκμηριωμένα στοιχεία για τη ζωή και τις μεθόδους εργασίας του, για αυτό και αναζητάμε τις απαντήσεις στο ίδιο το έργο του. Αν και παραμένει μεγάλος ακόμα ο δρόμος της έρευνας, είμαι ενθουσιασμένη για τον αντίκτυπο που θα έχει το φως που ρίξαμε πάνω στο έργο του “The swing”», δήλωσε η επιμελήτρια του τμήματος των Γάλλων ζωγράφων της Συλλογής Wallace, Γιουρίκο Τζακαλ.
Ο Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ ήταν Γάλλος ζωγράφος της εποχής του ροκοκό. Το 1752 κέρδισε το Βραβείο της Ρώμης και πήρε μια βασιλική υποτροφία για να σπουδάσει στη Γαλλική Ακαδημία. Τα αισθησιακά και ερωτικά θέματα των έργων ενθουσιάζουν τους μεγαλοαστούς και τους αριστοκράτες και γρήγορα αποκτάει φήμη στη Γαλλία. Ζωγραφίζοντας την ηδονική πλευρά της ζωής γίνεται διάσημος, ενώ ταυτόχρονα εμπνευσμένος από τον Ρουσό, αποκτάει φανατικό ρεύμα. Το γεγονός όμως ότι ζωγραφίζει μια κοινωνική τάξη που βρίσκεται στο στόχαστρο της Γαλλικής Επανάστασης του στερεί τη δημοφιλία του. Ως αποτέλεσμα, οι πίνακές του κατακρίθηκαν -ανάμεσά τους και η σειρά «The progress of Love» (1771) παραγγελία τότε της ερωμένης του Λουδοβίκου XV. Αργότερα βέβαια, χρίστηκε από την Εθνική Συνέλευση συντηρητής στο Μουσείο του Λούβρου, αλλά το 1805 με διαταγή του ίδιου του αυτοκράτορα εκδιώκεται από τη θέση του. Έναν χρόνο αργότερα πεθαίνει φτωχός. Μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα αναγνωρίστηκε το ταλέντο του.