Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο Λαμπέρ Γουϊλσόν σαγηνεύει ως στρατηγός Ντε Γκωλ

Aυτή την εβδομάδα, ο Λαμπέρ Γουιλσόν ερμηνεύει τον Στρατηγό Ντε Γκωλ, ο Ράιν Ρέινολντς πρωταγωνιστεί σε ένα διασκεδαστικό «παιχνίδι», ο Άντονι Χόπκινς μετά από τον αριστουργηματικό «Πατέρα» χαραμίζεται σε ένα άνευρο θρίλερ, ενώ ο Τσάρλι Τσάπλιν κι ο «Μεγάλος Δικτάτωρ» έρχονται να μας (ξανα)θυμίσουν μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας.

Ντε Γκωλ (De Gaulle)

Σκηνοθεσία: Γκαμπριέλ Λε Μπομάν

Παίζουν: Λαμπέρ Γουιλσόν, Ιζαμπέλ Καρέ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Καθρίν Μουσέτ

Περίληψη: Το 1940, ο Ντε Γκωλ αντιτάσσεται στην προτεινόμενη ανακωχή και πιέζει να συνεχιστεί η στρατιωτική δράση εναντίον των δυνάμεων του Χίτλερ. Καθώς η ανακωχή είναι προ των πυλών, ο Ντε Γκωλ διαφεύγει στη Βρετανία, αφήνοντας πίσω την οικογένειά του, η οποία θα αναγκαστεί να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς.  Στην Αγγλία, με σύμμαχο τον Τσώρτσιλ, στην προσπάθειά του να ενθαρρύνει τα εκατομμύρια των συμπατριωτών του θα εκφωνήσει έναν πύρινο λόγο στο BBC,  που θα τον μετατρέψει σε σύμβολο της Γαλλικής Αντίστασης.

Ο Λαμπέρ Γουιλσόν υποδύεται τον Στρατηγό Ντε Γκωλ στη βιογραφική αλλά ουσιαστικά απολιτίκ ταινία του Γκαμπριέλ ντε Μπομάν.

Μια σημαντική προσωπικότητα, στα όρια του θρύλου για τους Γάλλους, που ταυτίστηκε με την αντίσταση κατά του Ναζισμού, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, περιέργως σπάνια έχει απασχολήσει τη μεγάλη οθόνη, ίσως γιατί   η αναμέτρηση μαζί του τρομοκρατεί τους δημιουργούς. Ο Γκαμπριέλ Λε Μπομάν κάνει το «θαρραλέο» βήμα, υπογράφοντας ένα κλασικό biopic  που εστιάζει στους πρώτους μήνες του 1940, όταν ο Ντε Γκωλ τα έβαλε με τους ηττοπαθείς και τους Γερμανόφιλους κι έφυγε για τη Μεγάλη Βρετανία, απ' όπου και εκφώνησε τον ιστορικό του λόγο στο BBC. Ταυτόχρονα, ρίχνει φως, όχι  με ιστορική ακρίβεια πάντα, σε μια λιγότερο γνωστή του πλευρά, αποκαλύπτοντας την τρυφερή του σχέση με τη μικρή του κόρη που έπασχε από σύνδρομο Down και την αγάπη που είχε για την σύζυγό του και την οικογένειά του.

Ο Μπομάν ακολουθεί την πεπατημένη μιας συμβατικής βιογραφίας, χωρίς εκπλήξεις και εντυπωσιασμούς και κυρίως χωρίς  να αποφεύγει την  αγιοποίηση του ήρωά του. Μπορεί  στη Γαλλία οι προσωπικές στιγμές του Στρατηγού με τη σύζυγό του στο κρεβάτι να σόκαραν το κοινό, στην πραγματικότητα όμως η προσέγγισή του δεν έχει τίποτα το προκλητικό και το  ρηξικέλευθο. Καθόλου τυχαία δε, παραλείπει τη μετέπειτα περίοδο της  διακυβέρνησής του, που υπήρξε αμφιλεγόμενη και δέχτηκε σφοδρή κριτική. Αντίθετα με μια στρωτή αφήγηση, διηγείται πράγματα εύκολα  όσο αφορά στην πολιτική τους διάσταση- ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η δράση του Ντε Γκωλ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ηρωικό πρόσημο;- ενώ με μια ροπή προς τον εύκολο συναισθηματισμό αποτυπώνει την ανθρώπινη πλευρά μιας πολύπλευρης προσωπικότητας, που υποδύεται με συνέπεια ο Λαμπέρ Γουίλσον, ο οποίος είναι αλήθεια πως μοιάζει εξαιρετικά στον Ντε Γκωλ.

Persona Non Grata

Σκηνοθεσία: Ροσντί Ζεμ
Παίζουν: Νικολά Ντιβοσέλ, Ραφαέλ Περσονάζ, Ροσντί Ζεμ

Περίληψη: Δύο συνεργάτες και φίλοι αναθέτουν σε έναν άγνωστο να δολοφονήσει τον εργοδότη τους, προκειμένου να επιβιώσουν οικονομικά. Όταν τελικά το σχέδιό τους πραγματοποιηθεί, οι δύο εμπνευστές του φόνου θα συνειδητοποιήσουν πως έκαναν συμφωνία με τον διάβολο και πως τώρα από θύτες έχουν γίνει και αυτοί πιθανά θύματα. 

Aπό τους περιζήτητους Γάλλους ηθοποιούς και σκηνοθέτες της γενιάς του, ο βραβευμένος στις Κάννες Ρόσντι Ζεμ, υπογράφει ένα θρίλερ που βασίζεται στην ταινία  «The Trespasser» του Βραζιλιάνου Μπέτο Μπραντ .

Δύο στενοί φίλοι, που εργάζονται σε εταιρεία ακινήτων, υποφέρουν από τον καταπιεστικό τους προϊστάμενο και μεγαλομέτοχο της επιχείρησης. Αν και θέλουν να προχωρήσουν σε μια ύποπτη συμφωνία με τον Δήμο της περιοχής, που επιθυμεί να «εκσυγχρονίσει» ένα σημείο της πόλης, ξέρουν πως το αφεντικό τους θα σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους, οπότε αποφασίζουν να τον βγάλουν από τη μέση μια για πάντα. Όμως ο γοητευτικός επαγγελματίας δολοφόνος που προσλαμβάνουν (τον υποδύεται o Ζεμ) δεν προτίθεται να τους αφήσει σε ησυχία εύκολα. Παράλληλα οι προσωπικές τους ζωές βάλλονται συνεχώς από τις απιστίες τους και τη συμπεριφορά τους που εκτροχιάζεται.

Ο Ροσντί Ζεμ χρησιμοποιεί ως κεντρικούς χαρακτήρες δυο συνηθισμένους τύπους, που αποφασίζουν να ξεπεράσουν τα όρια για να βγάλουν λεφτά και πραγματεύεται το γνωστό μοτίβο της ύβρης και της νέμεσης, ακολουθώντας τους κανόνες ενός τυπικού νέο-νουάρ. Κατακεραυνώνοντας τη νεότερη γενιά των τριαντάρηδων, που σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους ήρωες της ταινίας μοιάζουν απίστευτα αμοράλ, αλλά χωρίς να εμβαθύνει ουσιαστικά στο τι έχει προκαλέσει αυτή την ηθική κατάπτωση, παρακολουθεί την κατάρρευση των ηρώων του που ως αφελή μειράκια διεκδικούν το δικό τους καλύτερο αύριο. Έτσι ένα  έξυπνο στην αρχική του σύλληψη, πλην όμως επιφανειακό στην προσέγγισή του θρίλερ, από ένα σημείο και μετά χάνει το προσανατολισμό του και καταλήγει σε μια επίδειξη συνεχών ανατροπών, που τελικά δεν καταφέρνουν να πυροδοτήσουν το ενδιαφέρον ως το τέλος.

Free Guy

Σκηνοθεσία: Σον Λέβι

 Παίζουν: Ράιαν Ρέινολντς, Τζόντι Κόμερ, Λι Κίρι, Τάικα Γουατίτι

Περίληψη: Ένας ταμίας τράπεζας, που ανακαλύπτει πως στην πραγματικότητα είναι ένας εφεδρικός παίκτης ενός open-world video game, αποφασίζει να γίνει ο ήρωας της δικής του ιστορίας. Σε έναν κόσμο δίχως όρια και περιορισμούς, είναι αποφασισμένος να γίνει ο τύπος που θα σώσει τον κόσμο του, προτού είναι πολύ αργά.

O Ράιαν Ρέινολντς πρωταγωνιστεί ως απολαυστικός αντι-ήρωας σε μια κωμική περιπέτεια, που εκτυλίσσεται ανάμεσα στον ψηφιακό και τον πραγματικό κόσμο.

Ο Γκάι εργάζεται ως ταμίας τράπεζας και έχει μια απλή ζωή. Εκπέμπει θετικότητα και αισιοδοξία, αγαπάει την ποπ της δεκαετίας του ’90 και διατηρεί την παιδικότητά του, μέχρι που ανακαλύπτει πως δεν είναι παρά ένας εφεδρικός παίκτης ενός ιδιαίτερα βίαιου open-world videogame, του Free City.  Έτσι, αποφασίζει να ξαναγράψει την ιστορία και κάνει ό,τι μπορεί για να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού, προκειμένου να σώσει τον κόσμο του.

Μια υπαρξιακή κρίση πραγματεύεται ο Σον Λέβι («Μία Νύχτα στο Μουσείο») σε μια ταινία που δεν βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο videogame, αλλά στην κουλτούρα της σύγχρονης τεχνολογίας, αν και θα δείτε μερικούς από τους πιο αντιπροσωπευτικούς και επιδραστικούς χαρακτήρες των video games να κάνουν cameo. Εκμεταλλευόμενος την πολυχρωμία και τη φαντασία των βιντεοπαιχνιδιών, το καλογραμμένο σενάριο των Ματ Λίμπερμαν και Ζακ Πεν, που δεν καταφέρνει όμως να γίνει ένα σχόλιο για τον ψηφιακό κόσμο και τις εναλλακτικές πραγματικότητες που ζούμε, όπως ας πούμε το «Truman Show», και με σύμμαχό του το ταλέντο και το σπινθηροβόλο χιούμορ του Ρέινλοντς, που εδώ υποδύεται έναν καλοκάγαθο και συμπαθή χαρακτήρα, στήνει ένα feelgood κινηματογραφικό παιχνίδι, που ίσως έχουμε ανάγκη αυτή την περίοδο.

Η πεθερά χτυπάει την πόρτα (Un Tour chez ma Fille)

Σκηνοθεσία: Ερίκ Λαβάν

Παίζουν: Ζοσιάν Μπαλασκό, Ματίλντ Σενιέ, Ζερόμ Κομαντέρ, Φιλίπ Λεφέβρ

Περίληψη: Πέντε χρόνια αφότου χρειάστηκε να φιλοξενήσει εκτάκτως την ενήλικη κόρη της με αξέχαστα -και για τις δύο- αποτελέσματα και όσο ανακαινίζεται το διαμέρισμά της, η Ζακλίν αναγκάζεται -προς μεγάλη της χαρά- να μετακομίσει στο σπίτι της άλλης της κόρης, Καρόλ.

Η Ζοσιάν Μπαλασκό συναντάει και πάλι την πληθωρική Ζακλίν, μετακομίζοντας αυτή τη φορά στο σπίτι της Καρόλ.

Μετά από τη μεγάλη εμπορική επιτυχία του «Μαμά, Γύρισα», ο Ερίκ Λαβάν αποφασίζει να επανενώσει την οικογένεια. Μόνο που τώρα η Ζακλίν εν όψει της ανακαίνισης του σπιτιού της, αλλά και του χωρισμού  της από τον Ζαν, πράγμα που κρατάει κρυφό από τους δικούς της,  μετακομίζει στο σπίτι της κόρης της. Ελεγκτική και χειριστική, όπως σχεδόν όλες οι μαμάδες, ανακατεύει τα πάντα από τα συρτάρια, ως τις ζωές τους- αλλά ξέρει να μετανιώνει και να δείχνει την αγάπη της για όλους.

Το να μένεις με τη μαμά σου κανείς δεν είπε ότι είναι εύκολο, όπως και κανείς ποτέ δεν αρνήθηκε ότι μέσα μας όλοι θέλουμε να μείνουμε παιδιά και να απολαύσουμε τις φροντίδες που είχαμε όταν ήμασταν μικροί. Σε αυτό το νοσταλγικό και τρυφερό κομμάτι που όλοι κρύβουμε, πατάει ο Λαβάν και φτιάχνει μια κοινότοπη όσο δεν πάει οικογενειακή κωμωδία, που μοιάζει να ενώνει πολλά επεισόδια από σήριαλ σε ένα και το χιούμορ της μοιάζει αναχρονιστικό έως μπανάλ.

Ο βιρτουόζος (The Virtuoso)

Σκηνοθεσία: Νικ Σταλιάνο

Παίζουν: Άνσον Μάουντ, Έιμπι Κόρνις, Άντονι Χόπκινς

Περίληψη: Ένας εκτελεστής αναλαμβάνει να σκοτώσει έναν μαφιόζο με τον οποίο υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί. Η μόνη πληροφορία που έχει για αυτόν είναι πού θα βρίσκεται και πότε. Καμία περιγραφή της εμφάνισής του.

Ο Άντονι Χόπκινς χαραμίζει την βιρτουζιτέ του σε ένα άνευρο  θρίλερ, που υπογράφει ο Νικ Σταλιάνο.

Ένας πληρωμένος δολοφόνος που φέρει βαρέως την παράπλευρη απώλεια μιας αθώας γυναίκας, αναλαμβάνει μια περίεργη αποστολή. Ο μέντοράς του τον στέλνει σε μια επαρχιακή πόλη με στόχο να  εξουδετερώσει κάποιον για τον οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως πληροφορία. Οι υποψήφιοι πολλοί, οπότε εκτελεστής θα πρέπει να επιλέξει σε ποιον από όλους θα στρέψει τα πυρά του.

Ο Νικ Σταλιάνο προσπαθεί με νύχια και με δόντια να δημιουργήσει σασπένς και κάποια ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας την κεντρική  σεναριακή ιδέα και το μοναχικό προφίλ του λιγομίλητου ήρωά του, ο οποίος αναλύει την ιστορία του μέσω μιας voice- over αφήγησης, χωρίς τελικά ποτέ να αποσαφηνίζεται τίποτα. Μέσα σε αυτό τον αχταρμά που διαρκεί 110 λεπτά για να καταλήξει σε ένα κακοφτιαγμένο φινάλε, μια σειρά από ανατροπές και σκηνές που διαρκώς αποπροσανατολίζουν και δημιουργούν προσδοκίες που ποτέ δεν επαληθεύονται φορτώνουν αυτό το άρρυθμο θρίλερ, που σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί το διάλεξε  ο Άντονι Χόπκινς, μετά από τη μεγάλη του υποκριτική στιγμή στον «Πατέρα».

Οι σπεσιαλίστες (The Misfits)

Περίληψη: Ρένι Χάρλιν

 Παίζουν: Πιρς Μπρόσναν, Ράμι Τζάμπερ, Ερμιόν Κόρφιλντ

Περίληψη: Ο πασίγνωστος εγκληματίας Ρίτσαρντ Πέις στρατολογείται από μία ομάδα ασυνήθιστων ληστών για μία επιχείρηση κλοπής χρυσού. 

Ο Φιλανδός Ρένι Χάρλιν επιστρατεύει τον βασιλιά των action movies Πιρς Μπρόσναν σε μια κωμική περιπέτεια, που δεν καταφέρνει να επαληθεύσει κανέναν από τους δύο χαρακτηρισμούς.

O Ρίτσαρντ Πέις είναι ένας διεθνούς φήμης ληστής. Οι Misfits μια ομάδα ιδεολόγων που κλέβουν μόνο για καλό σκοπό,επιστρέφοντας σε όσους έχουν αδικηθεί τα κεκτημένα τους. Οι σύγχρονοι Ρομπέν των Δασών θα   προσεγγίσουν τον Πέις και θα του προτείνουν να αρπάξουν τις ράβδους χρυσού, που ανήκουν στον επιχειρηματία Σουλτς, τον άνθρωπο που κάποτε τον έστειλε στη φυλακή, και που προορίζονται για τη χρηματοδότηση  τρομοκρατικών οργανώσεων. Πίσω από το παράτολμο αυτό σχέδιο, βρίσκεται η ανθρωπίστρια κόρη του, οπότε ο διαβόητος απατεώνας δεν έχει πολλές επιλογές πέρα από το να συνδράμει σε μια επιχείρηση, που δεν θα του αποφέρει κανένα κέρδος, τουλάχιστον χρηματικό.

Ο Χάρλιν («Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει 2»), αν και είναι έμπειρος στις σκηνές δράσης, εδώ δεν καταφέρνει ούτε τα βασικά, οπότε το action εξαντλείται σε δυο τρεις ανέμπνευστες χορογραφίες. Το κωμικό στοιχείο της ταινίας θυμίζει περισσότερο βιντεοκασέτες της δεκαετίας του  ’90 – ειδικά οι σκηνές όπου η ομάδα μεταμφιέζεται σε Άραβες με κελεμπίες για να ξεγελάσει τους αντιπάλους άνετα διεκδικούν κάποιο Χρυσό Βατόμουρο-  ενώ το πρόχειρο μοντάζ, οι αφελείς χαρακτήρες και τα σεναριακά λάθη είναι τόσο εμφανή, που ούτε ο «σπεσιαλίστας» στις heist movies Μπρόσναν δεν μπορεί να σώσει την κατάσταση.

Παίζονται ακόμα:

Ιδρώτας (Sweat)

 Σκηνοθεσία: Μάγκνους Φον Χορν

 Παίζουν: Μαγκνταλένα Κολέσνικ, Τζούλιαν Ζβιεσέβσκι, Αλεξάντρα Κονιέζνα

Περίληψη: Τρεις μέρες στη ζωή της γυμνάστριας Σίλβια Ζάγιακ, μιας διασημότητας των κοινωνικών δικτύων, που ανάμεσα στο πλήθος των followers και των θαυμαστών της, προsπαθεί να βρει την οικειότητα.

Μια μαύρη σάτιρα, που αποτέλεσε επίσημη επιλογή στο Φεστιβάλ Καννών το 2020, κέρδισε το Βραβείο Cineuropa, αλλά και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο.

Η Σίλβια Ζάγιακ είναι όμορφη, γοητευτική και επιτυχημένη influencer- γυμνάστρια  με αναρίθμητους followers στα social media. Η τέλεια εικόνα της όμως κατακρημνίζεται,  όταν καταρρέει συναισθηματικά σε ένα βίντεο, όπου εξομολογείται τη μοναξιά της.

Μια αιχμηρή και ταυτόχρονα γεμάτη τρυφερότητα ματιά στον απατηλό εικονικό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στο κυνήγι τηεπιτυχίας και της ευτυχίας σε έναν απόλυτα γνώριμο κόσμο, όπου η εικόνα μοιάζει να κυριαρχεί απόλυτα πάνω στην πραγματικότητα. Ο Μάγκνους Φον Χορν με τη δεύτερη ταινία του μετά από το «Επέκεινα - The Here After» επιβεβαιώνει ότι αποτελεί ένα από τα πλέον ανερχόμενα ταλέντα του ευρωπαϊκού σινεμά,  καθοδηγώντας την πρωτοεμφανιζόμενη Μαγκνταλένα Κόλεσνικ σε μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία, που αποτυπώνει τη ματαιοδοξία, αλλά και την εσωτερική ερημιά ενός περίπλοκου χαρακτήρα, χωρίς ενοχές και ταμπού.

Σπίριτ: Ο Ατίθασος (Spirit Untamed)

Σκηνοθεσία:  Ελέιν Μπόγκαν

Περίληψη: Ένα μικρό κορίτσι αποκτά μια ιδιαίτερη φιλία με το άγριο άλογο Σπίριτ.  Όταν όμως το όμορφο ζώο κινδυνεύει από μοχθηρούς κλεφτές, η μικρή ηρωίδα μαζί με της φίλες της θα ξεκινήσουν μια περιπέτεια για να το σώσουν.

Μια επική περιπέτεια, που βασίζεται στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά animation.

Η μικρή Λάκι Πρέσκοτ είναι ξεροκέφαλη και δεν αντέχει τους κανόνες και τους περιορισμούς, όπως ήταν και η μαμά της. Μεγαλώνει κάτω από το άγρυπνο μάτι της θείας της Κόρα, που θέλει μόνο το καλό για τη μικρή της ανιψιά, αλλά δεν ξέρει πώς να της το προσφέρει. Η Λάκι αναγκάζεται λοιπόν να αφήσει την πόλη για να μετακομίσει στην εξοχή. Εκεί θα δεθεί αναπάντεχα με τον Σπίριτ, ένα όμορφο, άγριο άλογο και  θα ανακαλύψει τη δύναμη της φιλίας.

Όταν κάποιοι μοχθηροί κλέφτες που αρπάζουν άγρια ζώα, θα απειλήσουν την αγέλη του Σπίριτ,  η Λάκι θα στρατολογήσει τις νέες της φίλες για να τους σταματήσει. Ο στόχος τους είναι να σώσουν το υπέροχο άλογο που έχει δώσει νόημα στη ζωή της μικρής ηρωίδας, βοηθώντας την να ανακαλύψει μια κρυφή σύνδεση τόσο με την κληρονομιά της μητέρας της όσο και με τις μεξικάνικες ρίζες της -κάτι που δεν περίμενε ποτέ.

Η τηλεοπτική σειρά που προβάλλεται στο Netflix (2017) είναι εμπνευσμένη από την ταινία του 2002 που είχε προταθεί για Oscar («Σπίριτ, το Άγριο Άλογο»). Η συνέχειά της από τους παραγωγούς της Dreamworks εστιάζει στον ηρωισμό και την υπερηφάνεια του Σπίριτ, χωρίς τις σεναριακές δεσμεύσεις ενός κλασικού sequel και αποτελεί έναν ύμνο στην αξία  της φιλίας και τη σημασία του να εκτίθεσαι σε νέες εμπειρίες.

Τα κόκκινα γοβάκια και οι εφτά νάνοι (Red shoes and the  seven dwarfs) 

 Σκηνοθεσία: Σουνγκ-χο Χονγκ, Μου-Χιουν Τζανγκ, Γιάνγκ Σικ Ουμ

Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Νεφέλης Κυριακίδη, Γιώργου Ματαράγκα, Γιώργου Φλωράτου, Μιχάλη Γλυνιαδάκη, Αλέξανδρου Κομπόγιωργα, Ήβης Σοφιανού, Ντίνου Σούτη

Περίληψη: Το κλασικό παραμύθι  της Χιονάτης σε μια νέα εκδοχή.

Κορεάτικη ταινία κινουμένων σχεδίων, που ανατρέπει το κλασικό παραμύθι των αδερφών Γκριμ.

Στο Παραμυθένιο Νησί τα φανταστικά συμβάντα αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Η Χιονάτη φεύγει από το Άσπρο Κάστρο αναζητώντας το χαμένο της πατέρα, τον Βασιλιά, και βρίσκει ένα ζευγάρι μαγικά γοβάκια, που τη μετατρέπουν σε μια εντελώς καινούργια εκδοχή του εαυτού της. Στην αναζήτησή της, η «γοβούλα» ανακαλύπτει ένα σπίτι στο οποίο ζουν επτά πρίγκιπες, που κάποιος τους έχει μεταμορφώσει σε επτά πράσινους νάνους. Οι νάνοι αποφασίζουν να τη βοηθήσουν, μιας και αυτή είναι η μοναδική τους ελπίδα να σπάσουν την κατάρα που τους βασανίζει. Εν τω μεταξύ, η μοχθηρή βασίλισσα Ρετζίνα η οποία ονειρεύεται να αποκτήσει αιώνια ομορφιά, αρχίζει να  την καταδιώκει, για να της πάρει τα μαγικά γοβάκια.

 Επαναπροβολές:

Ο Μεγάλος Δικτάτωρ (The Great Dictator)

Σενάριο-σκηνοθεσία: Τσάρλι Τσάπλιν

Παίζουν: Τσάρλι Τσάπλιν, Πολέτ Γκοντάρ, Τζακ Οάκι

Περίληψη: Ένας εβραίος κουρέας, που είναι σωσίας του δικτάτορα Χίνκελ, μπλέκει σε μια σειρά από κωμικοτραγικές περιπέτειες.

H αριστουργηματική πολιτική σάτιρα του Τσάρλι Τσάπλιν, που τα έβαλε με τον Χίτλερ και τον ναζισμό.

Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας εβραίος κουρέας τραυματίζεται, πολεμώντας για το φανταστικό έθνος της Τομανία, και μένει χρόνια σε ένα νοσοκομείο βετεράνων. Όταν επιστρέφει σπίτι του, πολλά έχουν αλλάξει: ο Αντενόιντ Χίνκελ έχει αποκτήσει απόλυτη δύναμη και έχει πλέον μετατρέψει τη χώρα σε μια αντισημιτική μηχανή πολέμου. Ενώ  υπερασπίζεται το μαγαζί του από μια επίθεση, ο κουρέας συναντά την όμορφη Χάνα και γίνεται ακούσια ο ήρωας του κινήματος αντίστασης που αναπτύσσεται στο γκέτο. Στο μεταξύ, ο Χίνκελ σχεδιάζει να κατακτήσει το γειτονικό έθνος του Ότσερλιχ και να γίνει Παγκόσμιος Αυτοκράτορας. Λόγω της ομοιότητάς τους, οι δυνάμεις της Τομανίας μπερδεύουν τον κουρέα με τον τυραννικό Χίνκελ, γεγονός που οδηγεί τον Εβραίο πρωταγωνιστή να απονείμει δικαιοσύνη.

Πρόκειται για την πρώτη ομιλούσα ταινία του σπουδαίου  καλλιτέχνη και την πιο επιτυχημένη του εμπορικά, για την οποία ο ίδιος είχε πει πως «αν γνώριζε τις άθλιες καταστάσεις που επικρατούσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ίσως να μην την είχε κάνει ποτέ». Σκηνές όπως αυτή που ο Τσάπλιν χορεύει μπαλέτο με την Υδρόγειο, του τουρτοπόλεμου ανάμεσα στον Χίνκελ και τον Μπεντσίνο Ναπαλόνι (δικτάτορα της Βακτηριδίας), της πύρινης ομιλίας του Χίνκελ που λιώνει τα μικρόφωνα, ανήκουν στις  μεγάλες στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας. Ο Τσάρλι Τσάπλιν έγραψε την ομιλία που ακούμε στο τέλος, απεκδυόμενος τον ρόλο του, με την πρόθεση να απευθυνθεί στο κοινό, κατακεραυνώνοντας τον φασισμό και τον ναζισμό μόλις στις αρχές του  ’40, κρούοντας έτσι  τον κώδωνα του κινδύνου για όσα ακολούθησαν, εξ ου και η ταινία αυτή θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές δημιουργίες όλων των εποχών.

 Μπίλι, ο Ψεύτης (Billy Liar)

Σκηνοθεσία: Τζον Σλέσινγκερ

 Παίζουν:  Τομ Κόρτνεϊ, Τζούλι Κρίστι, Γουίλφρεντ Πικλς

Περίληψη: Οι ονειροπολήσεις ενός αντικομφορμιστή αλλά δειλού νεαρού, που νιώθει να τον πνίγει η ζωή της αγγλικής επαρχίας.

Κορυφαίο δείγμα του βρετανικού free cinema  από τον Τζον Σλέσινγκερ.

Ο Μπίλι, ένας ανεύθυνος κι ονειροπόλος νέος, ζει σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Αγγλίας και εργάζεται σε ένα γραφείο κηδειών. Η ανωριμότητά του τον φέρνει μονίμως σε σύγκρουση με τους δικούς του, ενώ η ζωή στη μικρή πόλη του προσφέρει ελάχιστες συγκινήσεις. Γι' αυτό τον λόγο, θέλει απεγνωσμένα να φύγει για το Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του, ο Τομ ταξιδεύει με το νου του σε έναν φανταστικό κόσμο που ο ίδιος αποκαλεί Αμβροσία, όπου  εκεί είναι ο βασιλιάς, ο στρατηγός ή ο ήρωας. Παράλληλα, καταφέρνει να έχει ερωτική σχέση με δυο γυναίκες, ενώ είναι ερωτευμένος με μια τρίτη, τη Λιζ . Το μέλλον του Μπίλι όμως είναι αβέβαιο, καθώς το αφεντικό του ανακαλύπτει ότι έχει σπαταλήσει τα χρήματα που του έχουν εμπιστευτεί για ταχυδρομικά έξοδα, ενώ το όνειρό του να φύγει για το Λονδίνο, όπου πρόκειται να γίνει διάσημος σεναριογράφος, είναι καταδικασμένο να μην πραγματοποιηθεί ποτέ.

Βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κιθ Γουότερχαουζ, ο Σλέσινγκερ  βγαίνει στους δρόμους – εκείνη την εποχή τα  γυρίσματα  γίνονταν κατά βάση σε εσωτερικά πλατό- και καταγράφει την αγγλική πραγματικότητα και τον τρόπο ζωής, χρησιμοποιώντας ρεαλιστικούς διαλόγους και «απαγορευμένες λέξεις», που ακούστηκαν για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη. Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε μεταφερθεί στο θέατρο με πρωταγωνιστή τον Άλμπερτ Φίνεϊ, αλλά ο σκηνοθέτης προτίμησε να αναθέσει τον κεντρικό ρόλο στον Τομ Κόρτενεϊ που ήταν αναπληρωτής του Φίνεϊ, καθώς είχε λιγότερο επιβλητική παρουσία από τον γνωστό ηθοποιό και μπορούσε να πείσει ευκολότερα ως ονειροπόλος.

Η ταινία λειτούργησε εκτόξευσε καριέρα του Σλέσιντζερ, αλλά και της Τζούλι Κρίστι, που έγινε σύμβολο της ποπ κουλτούρας της δεκαετίας του '60 (παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται μόλις 12 λεπτά). Η Κρίστι λέγεται ότι βρισκόταν σε κατάσταση πανικού κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων,καθώς αισθανόταν ότι ήταν ακατάλληλη για τον ρόλο, οπότε ο Σλέσιντζερ αποφάσισε να γυρίσει τη σκηνή της πρώτης εμφάνισης της Λιζ στον δρόμο, μια τακτική που χαρακτηρίζει το  «σινεμά της αλήθειας». Οι περαστικοί δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους κι οι αντιδράσεις τους καταγράφηκαν από τον σκηνοθέτη, που δημιούργησε έτσι  μια νέα κινηματογραφική τάση.