Νέες ταινίες: Ο Χοακίν Φίνιξ είναι ο νέος Τζόκερ -Ο λόγος για να πας το βράδυ σινεμά
Με δύο ταινίες από το Φεστιβάλ της Βενετίας ανοίγει αυτή η κινηματογραφική εβδομάδα. Έτσι λοιπόν ο βραβευμένος με τον Χρυσό Λέοντα «Joker», που δεν πρέπει να χάσετε, θα αναμετρηθεί με τους αμφιλεγόμενους «Ενήλικες στην αίθουσα» του Κώστα Γαβρά.
Joker
Σκηνοθεσία: Τοντ Φίλιπς
Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ζαζί Μπιτζ, Φράνσις Κονρόι, Μαρκ Μάρον, Μπιλ Καμπ, Γκλεν Φλέσλερ, Σι Γουίγκαμ, Μπρετ Κάλεν, Ντάγκλας Χοτζ
Περίληψη: Πάντα μόνος ανάμεσα στο πλήθος, ο Άρθουρ Φλεκ αναζητά να συνδεθεί. Καθώς περιφέρεται στην εχθρική Γκόθαμ Σίτι, φοράει δύο μάσκες. Τη μία τη φοράει ο ίδιος στο πρόσωπο του κάθε πρωί που δουλεύει ως κλόουν. Τη δεύτερη δεν μπορεί να τη βγάλει ποτέ. Είναι η μεταμφίεση που κρύβει τη μάταιη προσπάθειά του να γίνει μέρος του κόσμου, και όχι απλώς ένας «απόβλητος».
O Τοντ Φίλιπς («Hangover», «Σκυλιά του Πολέμου») αναποδογυρίζει την εικόνα του πιο διάσημου κινηματογραφικού κακού, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, γεγονός που θα του εξασφαλίσει, όπως όλα δείχνουν, και μια θέση στην οσκαρική κούρσα.
Ο Joker είναι μια εμβληματική φιγούρα όχι μόνο της κινηματογραφικής ιστορίας, αλλά και της ποπ κουλτούρας, την οποία ο Φίλιπς έρχεται να της προσδώσει μια εντελώς μη αναμενόμενη διάσταση. Επειδή στα κόμικ της σειράς υπάρχουν κάποια- και συχνά αντικρουόμενα - στοιχεία σχετικά με την ιστορία του Τζόκερ, ο Ο Φίλιπς έχει απόλυτη ελευθερία να συντάξει τη βιογραφία του διάσημου villain, όπως εκείνος θέλει. Και το κάνει με τον πιο πολιτικό και ρηξικέλευθο τρόπο που μπορεί κανείς να φανταστεί, απευθυνόμενος ακόμα και σε όσους δεν αγαπούν καθόλου τους σουπερήρωες.
Ο Άρθουρ λοιπόν είναι ένα παιδί με πολλά προβλήματα, περίεργη εμφάνιση κι ένα υστερικό γέλιο που οφείλεται σε κάποια εγκεφαλική πάθηση . Ζει με την υπερπροστατευτική μητέρα του, που συνεχώς του λέει ότι γεννήθηκε για να κάνει τους άλλους να γελούν, εργάζεται ως κλόουν και ονειρεύεται μια καριέρα ως stand up comedian. Εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς του, ο καλοκάγαθος Άρθουρ συχνά πέφτει θύμα ψυχολογικού bullying, αλλά και σωματικών επιθέσεων, ενώ δεν λαμβάνει αξιοπρεπή βοήθεια από τον κρατικό μηχανισμό για τα θέματα υγείας που αντιμετωπίζει. Ζει σε ένα περιβάλλον που τον περιθωριοποιεί, με κρατικούς κοινωνικούς λειτουργούς που δεν τον ακούν όταν μιλάει και επί μονίμου βάσεως βρίσκεται στη θέση του θύματος. Όταν όμως ένας συνάδελφός του θα του δώσει ένα όπλο για να προστατευτεί, τότε σταδιακά θα αρχίσει η μεταμόρφωσή του.
Με μια αλληγορική σπουδή πάνω στην προσωπικότητα ενός μοναχικού ανθρώπου που δεν ταιριάζει στις νόρμες της κοινωνίας, παρόλο που εκείνος θα το ήθελε, ο Φίλιπς φτιάχνει μια συναρπαστική πολιτική ταινία, που ανατρέπει την ιδέα όχι μόνο του κακού Τζόκερ, αλλά και του καλού Μπάτμαν. Εδώ λοιπόν η οικογένεια Γουέιν αποκαθηλώνεται, αφού ο πατέρας της φατρίας παρουσιάζεται ως ένας αμείλικτος και στυγνός κεφαλαιοκράτης που αδιαφορεί για τον άνθρωπο. Το δε περιβάλλον του, ενώ παρακολουθεί με θέρμη τους «Μοντέρνους Καιρούς» του Τσάρλι Τσάπλιν, στην ουσία ευθύνεται για τους Άρθουρ αυτού του κόσμου αλλά και για την άρρωστη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο Γκόθαμ Σίτι.
Ταυτόχρονα, τα media και η εκμετάλλευσης του ανθρώπινου δράματος μπαίνουν στο στόχαστρο του Φίλιπς, μέσα από την τηλεοπτική εκπομπή που παρουσιάζει ένας γνωστός κωμικός και στην οποία ονειρεύεται να βρεθεί ο Άρθουρ.
Πηγαίνοντας όμως ακόμα ένα βήμα πέρα από την ψυχαναλυτική και κοινωνική διάσταση του Τζόκερ, τον χρήζει ηγέτη μιας βίαιης εξέγερσης των καταπιεσμένων της πόλης, που καταλήγει σε μια απέραντη αναρχία. Το ερώτημα που διατυπώνει είναι σαφές και ξεκάθαρο: ποιος γεννάει τη βία και ποιος τελικά οπλίζει το χέρι του κάθε Τζόκερ, στρέφοντας τον καθρέφτη ουσιαστικά στους εαυτούς μας.
Με μια εξαιρετική αισθητική, που δεν παραπέμπει άμεσα σε κόμικ, αλλά ούτε σε μια ρεαλιστική ταινία, ο Φίλιπς κινεί τα πρόσωπά του σε μια χρωματική παλέτα κίτρινων αποχρώσεων για να τα βάλει σ ε ένα εκτυφλωτικό λευκό φως σε καίριες στιγμές, ενώ συνδυάζει με εξαιρετικό τρόπο την πραγματικότητα του Τζόκερ με τα φαντασιακά του κομμάτια.
Συνοδοιπόρος στο όλο εγχείρημα ο συγκλονιστικός Χοακίν Φοίνιξ, ο οποίος κρατώντας την τρέλα του Τζακ Νίκολσον και τη σκοτεινιά του Χιθ Λέτζερ αλλά και το γκροτέσκ στοιχείο του Ρόμεο Καστέλο, προσθέτει μια εύθραυστη ψυχική ισορροπία και μια ανείπωτη μελαγχολία στον ρόλο, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι.
Ενήλικοι στην Αίθουσα (Adults in the Room)
Σκηνοθεσία: Κώστας Γαβράς
Παίζουν: Χρήστος Λούλης, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Ούλριχ Τούκουρ, Ντάαν Σούρμανς, Βαλέρια Γκολίνο
Περίληψη: Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα ανάμεσα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στο Euro Group σε Αθήνα και Βρυξέλλες προκειμένου να βρεθεί ένας τρόπος διαχείρισης του χρέους των 186 δισεκατομμυρίων Ευρώ της Ελλάδας προς τους Ευρωπαίους δανειστές της.
Ο Κώστας Γαβράς για δεύτερη φορά μετά από το «Ζ» καταπιάνεται με ένα κατεξοχήν ελληνικό θέμα, βασισμένος στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη «Νικημένοι Αήττητοι».
Τα γεγονότα του 2015, το δημοψήφισμα και οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στο Eurogroup για το ελληνικό χρέος είναι θέματα που εδώ απασχολούν τον Γαβρά, έναν σκηνοθέτη που συνήθως μιλάει για τους αδύνατους. Όμως η ελληνική κρίση και η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο για τη χώρα μας, αλλά γενικότερα για τις χώρες του Νότου είναι ένα περίπλοκο ζήτημα, το οποίο δεν εξαντλείται,- βασικά ούτε καν προσεγγίζεται- μόνο με κουτσομπολιά σχετικά με το τι συνέβη πίσω από τις κλειστές πόρτες των διαπραγματεύσεων. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο υστερεί η ταινία του Γαβρά, η οποία καταγράφει πράγματα που όλοι έχουμε ακούσει μέσα από το αφήγημα του Γιάνη Βαρουφάκη, χωρίς όμως τελικά να προσθέτει κάτι διαφωτιστικό σε μια πολύπλοκη κατάσταση.
Το αποτέλεσμα τελικά είναι ότι η κρίση και η τραγωδία του ελληνικού λαού για την οποία συχνά γίνεται λόγος στην ταινία να παραγκωνίζονται και το προβάδισμα να δίνεται σε μια αγιογραφία του Βαρουφάκη.
Η φράση της Κριστίν Λανγκάρτ «Σ’ αυτή την αίθουσα χρειαζόμαστε ενήλικες» δεν έχει εμπνεύσει μόνο τον τίτλο της ταινίας, αλλά και τον τρόπο που ο Γαβράς παρουσιάζει τους εταίρους, δηλαδή ως ένα ανώριμο νηπιαγωγείο. Μια επιλογή όμως που δεν διατηρεί καθόλη τη διάρκεια με συνέπεια: έτσι άλλοτε κινείται σε ένα γκροτέσκ δρόμο, ενώ άλλοτε θυμάται τον παλιό καλό του εαυτό των δυνατών πολιτικών θρίλερ. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που ξέρει να δημιουργεί διακόπτεται από χολιγουντιανά ενσταντανέ, χωρίς τελικά η ταινία να αποκτάει μια κοινή αισθητική γραμμή.
Επιπλέον ο Έλληνας δημιουργός προκειμένου να κάνει κατανοητά τα όσα συμβαίνουν, εμπλέκει στην αφήγησή του ντοκυμαντερίστικα στοιχεία, ατάκτως ειρημένα: ηθοποιοί που υποδύονται πραγματικά πρόσωπα- χωρίς βέβαια πάντα καταλαβαίνουμε ποιος είναι ποιος,- μπερδεύονται με σκηνές από δελτία ειδήσεων, δημιουργώντας σύγχυση τον θεατή, ενώ πλάνα με ξιφίες που αποτυπώνουν την ψυχολογική κατάσταση του πρώην πρωθυπουργού φλερτάρουν έντονα με το κιτς.
Ατυχής η μουσική του Αλεξάντερ Ντεσπλά, που θυμίζει τον «Ζορμπά» αλλά και κατάστημα στην Πλάκα, υπογραμμίζοντας συνεχώς ήττες και νίκες, αλλά και το χορικό του φινάλε, που παραπέμπει σε παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας αποκλειστικά φτιαγμένης για τουρίστες.
Μόνο οι ηθοποιοί και κυρίως ο Χρήστος Λούλης, που έχει μελετήσει καλά τον Βαρουφάκη και επιλέγει να τον ερμηνεύσει πιο σφαιρικά, προβάλλοντας , όσο του επιτρέπει το σενάριο, κι άλλες πλευρές του ήρωά του, κρατούν τις ισορροπίες σε μια ταινία που μοιάζει χαμένη στις προθέσεις της.
Αμερικάνικο Όνειρο (Lemonade)
Σκηνοθεσία: Ιοάνα Ουρικάρου
Παίζουν: Μαλίνα Μανοβίτσι, Ντίλαν Σμιθ, Στιβ Μπάτσικ
Περίληψη: Η Μάρα, μια τριαντάχρονη ανύπαντρη μητέρα από τη Ρουμανία, εργάζεται στις ΗΠΑ ως αποκλειστική νοσοκόμα με προσωρινή βίζα. Θέλοντας να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τον γιo της, παντρεύεται τον ασθενή της, Ντάνιελ, λίγο πριν λήξει η άδεια παραμονής της. Οι διαδικασίες για την απόκτηση της πράσινης κάρτας ξεκινούν δίνοντας συνεντεύξεις στον αρμόδιο υπάλληλο του υπουργείου μεταναστευτικής πολιτικής, τον Mότζι. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται και προκύπτουν συνεχώς εμπόδια.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Ιοάνα Ουρικάρου, σε παραγωγή του βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα Κριστιάν Μουντζίου εκπροσωπεί επάξια το λεγόμενο «Νέο κύμα» του ρουμάνικου κινηματογράφου
Μια ανύπαντρη μητέρα και νοσοκόμα από τη Ρουμανία βρίσκεται για δουλειά στην Αμερική με προσωρινή βίζα. Προσπαθώντας να αποκτήσει την πολυπόθητη «πράσινη κάρτα » για να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για τον γιο της, παντρεύεται έναν ασθενή της. Όταν ξεκινούν οι συνεντεύξεις στο αρμόδιο υπουργείο, η Μάρα θα αντιμετωπίσει τις σεξουαλικές επιθέσεις ενός εθνικιστή υπαλλήλου.
Το πρόβλημα της μετανάστευσης, η αποκαθήλωση του αμερικανικού ονείρου, καθώς και το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης συνδέονται εύστοχα στην ταινία της Ουρικάρου , που επιλέγει να κινηματογραφήσει με μια μελαγχολική λιτότητα μια πολύ σκληρή και ακραία ιστορία, πραγματική όμως για πολλούς μετανάστες. Εστιάζοντας στο προσωπικό δράμα της Μάρα, η Ουρικάρου δεν επιμένει τόσο στις εξαθλιωτικές συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών, γεγονός που συχνά τους κάνει να μοιάζουν «διαφορετικοί». Αντίθετα παρουσιάζει την κεντρική της ηρωίδα απόλυτα ενταγμένη στη ζωή που ονειρεύεται. Η Μάρα λοιπόν επιλέγει ένα καλό σχολείο για τον γιο της, πηγαίνει για καφέ στα μέρη που θα πήγαινε και ο μέσος Αμερικανός, ντύνεται « κανονικά » κι έχει μία απολύτως κοινωνικά αποδεκτή καθημερινότητα κι όμως παρόλα αυτά βρίσκεται στο περιθώριο. Με αυτό τον τρόπο , κάνονατς την κεντρική ηρωίδα της μια από εμάς, η Ρουμάνα δημιουργός εστιάζει σε ένα θέμα πιο ουσιαστικό και βαθύ, χωρίς να προκαλεί τη συμπόνια των θεατών, αλλά αντίθετα προκαλώντας τη λογική τους σκέψη.
Ταυτόχρονα, η Μαλίνα Μανοβίτσι ερμηνεύει χωρίς εντυπωσιασμούς αλλά με μια απόλυτη ειλικρίνεια και φυσικότητα μια γυναίκα, η οποία δεν είναι ούτε πολύ δυναμική, ούτε πολύ ξεχωριστή, αλλά παρόλα αυτά βρίσκεται σε εξωφρενικές καταστάσεις, που δεν μπορεί να ελέγξει.
Το Αυγό (Öndög)
Σκηνοθεσία: Κουαν'αν Γουάνγκ
Παίζουν: Αοριγκελέτου, Γκανγκτέμουερ Αρίλντ, Νοροβσάμπουου
Περίληψη: Ένας δεκαοχτάχρονος αστυνομικός φυλάει μόνος του τη σκηνή ενός εγκλήματος με θύμα μια γυμνή, νεαρή γυναίκα. Μια ντόπια έχει σταλεί να τον βοηθήσει. Σε αυτή τη σκοτεινή και απομονωμένη νύχτα στις στέπες της Μογγολίας, οι δυο τους κάνουν σεξ και εκείνη μένει έγκυος. Μια πράξη που έχει το δικό της απώτερο κίνητρο: την τέλεια αγάπη.
Μια σινεφιλική ιστορία αγάπης και γυναικείας χειραφέτησης από τον σκηνοθέτη του «Γάμου της Τούγια», που είχε βραβευθεί με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Στις στέπες της Μογγολίας, ένας νεαρός άνδρας γύρω στα δεκαοκτώ και μια γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε συναντιούνται μια νύχτα κάτω από περίεργες συνθήκες και κάνουν έρωτα. Εκείνη μένει έγκυος και αποφασίζει να κρατήσει το παιδί ως απόδειξη μιας αγνής αγάπης.
Ο Κουαν'αν Γουάνγκ μάς ταξιδεύει στη μακρινή Μογγολία, στήνοντας εικαστικά σταθερά σχεδόν ακίνητα κάδρα, όπου οι ήρωές του μοιάζουν με μικρές κουκίδες στο αχανές παρθένο τοπίο, ενώ κάθε κοντινό πλάνο στα πρόσωπα των ηθοποιών αποκτάει μια ξεχωριστή σημασία.
Αν και σε σημεία η βραδυφλεγής ανάπτυξη της δραματουργίας απαιτεί υπομονή, ο Κινέζος δημιουργός μέσα κυρίως από την ποίηση των εικόνων αφηγείται μια ιστορία με πολλές παραμέτρους, θίγοντας τη θέση της γυναίκας αλλά και την πραγματική ουσία της αγάπης, με έναν τρόπο εντελώς ξένο προς τον δυτικό θεατή, πλην όμως συγκινητικό και σαγηνευτικό.
Η Σιωπή (Tystnaden,/ The silence)
Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Παίζουν: Ίνγκριντ Τούλιν, Γκούνελ Λίντμπλομ, Μπίργκερ Μάλμστεν
Περίληψη: Δύο αδερφές και ο μικρός γιος της μίας εξ αυτών κάνουν στάση στο ξενοδοχείο μιας άγνωστής τους πόλης. Η χρόνια αντιζηλία μεταξύ τους κορυφώνεται και οι διαφορετικοί χαρακτήρες τους συγκρούονται με ολέθρια ένταση.
Η πιο αινιγματική ίσως ταινία του Μπέργκμαν επαναπροβάλλεται σε νέες ψηφιακές κόπιες.
Δυο αδελφές, η Έστερ και η Άννα, επιστρέφοντας μετά από ένα ταξίδι στο πατρικό τους σπίτι, κάνουν μια προσωρινή στάση σ' ένα άγνωστο ξενοδοχείο, σε μια απροσδιόριστη χώρα. Κατά την παραμονή τους, θα αποκαλυφθεί το σιωπηρό τους αμφίδρομο μίσος, καθώς οι απόκρυφες επιθυμίες τους θα έρθουν στην επιφάνεια.
Από τις πιο πρωτοποριακές δουλειές του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, το ψυχολογικό αυτό δράμα καταπιάνεται με τις πληγές της παιδικής ηλικίας και το πώς αυτές επηρεάζουν τη ζωή μας ως ενήλικες. Ως ένα άλυτο αίνιγμα, αντιμετωπίζει ο μεγάλος δημιουργός την ιστορία των δύο αδελφών, αφού ποτέ δεν αποκαλύπτει στον θεατή από πού φεύγουν και πού πηγαίνουν, ούτε σε ποια χώρα εκτυλίσσεται το δράμα τους, ούτε γιατί διαμένουν σε μια άγνωστη πόλη, όπου δεν μιλιέται ούτε η γερμανική, ούτε η αγγλική, ούτε η γαλλική, ούτε η σουηδική γλώσσα και οι περαστικοί δεν ανταλλάσσουν κουβέντα μεταξύ τους.
Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Η σιωπή του Θεού. Το αρνητικό αποτύπωμα» και αυτή ακριβώς η θεϊκή σιωπή είναι που θα πέσει βαριά πάνω στις ατελείς και απελπισμένες ανθρώπινες υπάρξεις του Μπέργκμαν με αποτέλεσμα να χαθεί η επικοινωνία και να κυριαρχούν μέσα τους το μίσος και η ζήλια.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είπε για την ταινία του: «Η αρχική μου ιδέα ήταν να κάνω μια ταινία που να υπακούει περισσότερο στους νόμους της μουσικής, παρά της δραματουργίας. Μια ταινία που να ενεργεί ρυθμικά. Τοποθετώντας όλα τα κομμάτια στη σωστή σειρά, σκέφτηκα περισσότερο από ποτέ με μουσικούς όρους».
«Η Σιωπή» διακρίθηκε το 1964 και απέσπασε 3 βραβεία Guldbagge: καλύτερης ερμηνείας (Ίνγκριντ Τούλιν), καλύτερης σκηνοθεσίας (Ίνγκμαρ Μπέργκμαν) και καλύτερης ταινίας.