Ο Δημήτρης Λιγνάδης

Υπόθεση Λιγνάδη: Τι λέει το δικαστικό βούλευμα -Γιατί οι δικαστές απέρριψαν την ένσταση ακυρότητας

Το σκεπτικό με το οποίο οι δικαστές του συμβουλίου πλημμελειοδικών της Αθήνας απέρριψαν την ένσταση απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας που υπέβαλε διά του συνηγόρου του Αλέξη Κούγια ο Δημήτρης Λιγνάδης, αναλύεται στο βούλευμά τους.

Στο βούλευμα, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου ομόφωνα καταλογίζουν στον σκηνοθέτη παραβατική συμπεριφορά τουλάχιστον από το 1984, όταν είχε οδηγηθεί για δακτυλοσκόπηση στη ΓΑΔΑ, μετά από καταγγελία για αποπλάνηση ανηλίκου.

Στο σκεπτικό τους οι δικαστές τονίζουν ότι «ο κατηγορούμενος επεδείκνυε παραβατική και αντικοινωνική συμπεριφορά επί σειρά πολλών ετών, ως στοιχείο πλέον της προσωπικότητάς του, έχοντας μεθοδεύσει τη δράση του, επιλέγοντας ανηλίκους και άτομα νεαρής ηλικίας, που λόγω ακριβώς της μη διαμορφωμένης προσωπικότητάς τους και της ανάγκης τους για επαγγελματική ανέλιξη ήταν ευάλωτα και εύκολα διαχειρίσιμα».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η εισαγγελική πρόταση προς το δικαστικό συμβούλιο, αποδίδοντας στον κατηγορούμενο «εμμονική παραφυλική τάση και σταθερή εξακολουθητική ροπή προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων».



Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση από τις ληφθείσες καταθέσεις προκύπτει ότι «από τουλάχιστον το έτος 1995 έως και τουλάχιστον το 2016, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία της δικογραφίας, εκμεταλλευόμενος αφενός στην ευαίσθητη ηλικία των ανήλικων που προσέγγιζε, ιδίως αγοριών από 14 έως 16, αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού, πείθοντας αυτά ότι πρόθεση του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντας τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση γενετήσιων πράξεων μαζί του».

Η ποινική δίωξη ορθώς ασκήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η κλήση του Δημήτρη Λιγνάδη για παροχή εξηγήσεων από τον εισαγγελέα, καταλήγει η πρόταση της εισαγγελέως προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.

«Η εμμονική αυτή παραφιλική του τάση, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια τις ληφθείσες καταθέσεις, αλλά και στις εγκλήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του εισαγγελέα, καθώς και η σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φίλων, η οποία ροπή έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή, με παθόντες δύο αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου από ανέκαθεν αλίευε ανήλικους για τον ανώτερο σκοπό, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μας απόλυτα την εφαρμογή στο πρόσωπο του της παραγράφου δύο του άρθρου 244 του κώδικα ποινικής δικονομίας περί παράλειψης κλήση του ως υπόπτου για λήψη χωρίς όρκο εξηγήσεων και της άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων πάρω μην αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων» αναφέρει η εισαγγελέας στην πρόταση της προς το δικαστικό συμβούλιο.

Οι τρεις δικαστές που απαρτίζουν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ακολούθησαν την εισαγγελική πρόταση και σημειώνοντας ότι ο κατηγορούμενος «επί σειρά ετών, τουλάχιστον από το έτος 1984, όποτε χρονολογείται σήμανση του για σχετιζόμενο με την γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου αδίκημα και έως το έτος 2015, δηλαδή για διάστημα τουλάχιστον 30 ετών, προσέγγισε ανήλικους και γενικά άτομα νεαρής ηλικίας, πέραν των κατονομάζομενων την δικογραφία και πλήθος άλλων».

Μάλιστα, κατά τους δικαστές εντόπιζε τους ανήλικους είτε με αφορμή τις καλλιτεχνικές τους δραστηριότητες στο χώρο των θεάτρων, είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια, είτε από φιλικούς κύκλους, «ακόμη και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών, που σύχναζαν ανήλικοι και νέοι και υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσει να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο, τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με την γενετήσια ελευθερία τους, είτε με την άσκηση βίας, ακόμη και με την περιαγωγή του σε κατάσταση αναισθησίας και ανικανότητας για αντίσταση με τη χρήση ουσιών, είτε και χωρίς βία, εκμεταλλευόμενος όμως ακριβώς την ανηλικότητα και το νεαρό της ηλικίας των θυμάτων, καθώς και τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε, αλλά και εν γένει το status quo του».

Επιπλέον, οι δικαστές δεν πείστηκαν από το άλλοθι που επικαλείται ο Δημήτρης Λιγνάδης σχετικά με το πού βρισκόταν κατά το διάστημα που οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν ότι έπεσαν θύματα βιασμού.

Όπως αναφέρουν, κατά την αυτοπρόσωπη παρουσία του ενώπιον του Συμβουλίου ο Δημήτρης Λιγνάδης εμφάνισε αντίγραφα εισιτηρίων και φορολογικών παραστατικών με τα οποία φαίνεται ότι από τις 3 Αυγούστου 2010 έως τις 9 Αυγούστου 2010 βρισκόταν σε ταξίδι στην Αίγυπτο, ενώ επέδειξε και φωτογραφίες από τις οποίες προκύπτει ότι στις 1, 5,6,11,15 και 16 Αυγούστου 2015 βρισκόταν σε διακοπές στην Ιθάκη με φιλικά του πρόσωπα.

«Πλην όμως από τα πρώτα εκ των εγγράφων αυτών, καλύπτεται μόνο ένα μικρό χρονικό διάστημα των ημερών του Αυγούστου 2010, ενώ η πράξη για την οποία ασκήθηκε η δίωξη δεν έχει προσδιοριστεί κατά ακριβή ημερομηνία, ενώ από τα δεύτερα υπάρχει χρονικό κενό ακριβώς κατά την επίμαχη ημερομηνία 9 Αυγούστου 2015», καταλήγουν οι δικαστές.