Ο Κωστής Παλαμάς με την κόρη του, Ναυσικά, στο σπίτι τους στην Ασκληπιού -Το 1935
Η περιοχή με την οποία ίσως συνδέεται συνειρμικά ο Κωστής Παλαμάς είναι η Πλάκα, καθώς εκεί ήταν το τελευταίο σπίτι του.
Ωστόσο, πριν μετακομίσει στο νούμερο 5 της οδού Περιάνδρου το 1936, ο σπουδαίος ποιητής διέμενε στην περιοχή του Πανεπιστημίου, για περίπου 40 χρόνια.
Συγκεκριμένα, έμενε στον αριθμό 3 της οδού Ασκληπιού, εκεί που βρίσκεται σήμερα το βιβλιοπωλείο Πολιτεία.
Το συγκεκριμένο σπίτι, μάλιστα, στέγασε και το περίφημο φιλολογικό σαλόνι του Παλαμά, με καλεσμένους τους σπουδαιότερους λογοτέχνες και διανοούμενους της εποχής.
Η σελίδα «Νέα Αθηναϊκή σχολή» ανάρτησε στο Facebook μια φωτογραφία που απεικονίζει τον Κωστή Παλαμά με την κόρη του Ναυσικά στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού τους στην Ασκληπιού, το 1935.
Η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα με τίτλο «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», που είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις Πατάκη το 2011.
Στη λεζάντα της φωτογραφίας παρατίθεται η κάτωθι περιγραφή αλλά και δύο αποσπάσματα με κείμενα του Γρηγορίου Ξενόπουλου και της Μυρτιώτισσας, που καταγράφουν τις βραδιές στο φιλολογικό σαλόνι του Παλαμά.
«Ο Κωστής Παλαμάς με την κόρη του Ναυσικά στο κεφαλόσκαλο του ιστορικού σπιτιού της οδού Ασκληπιού 3, όπου ο ποιητής έζησε με την οικογένειά του για σχεδόν 40 χρόνια. Η φωτογραφία χρονολογείται το 1935, το τελευταίο έτος διαμονής του ποιητή στο σπίτι πριν την αναγκαστική μετακόμισή του στην Πλάκα, στην Περιάνδρου 5. Αυτή την πέτρινη σκάλα ανέβαιναν οι σπουδαιότεροι Έλληνες λογοτέχνες της εποχής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα για να συμμετέχουν στο περίφημο φιλολογικό σαλόνι που ήκμασε από το 1897 μέχρι το 1903. Και τις επόμενες δεκαετίες όμως, ο Παλαμάς δεν έπαυσε να δέχεται τακτικές επισκέψεις από φίλους λογοτέχνες παλαιούς και νέους.
Θυμάται χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που ήταν τακτικός επισκέπτης του ποιητή και του σπιτιού: Ἀπὸ τὴν ξώπορτα τοῦ δρόμου, ἀνοιχτὴ πάντα, — ἦταν κοινὴ γιὰ τὸ ἰσόγειο καὶ τὸ πάνω πάτωμα,— ἔμπαινες σὲ μιὰ στενόμακρη αὐλή, ἀνέβαινες μιὰν ἐξωτερικὴ πέτρινη σκάλα, καὶ βρισκόσουν μπροστὰ σὲ μιὰν ἁπλὴ μικρὴ πόρτα, πάντα σχεδὸν κλειστή. Χτυποῦσες ἕνα μικρὸ μπατταδοῦρο, —αὐτὸν θυμοῦμαι, ὄχι κουμπὶ ἠλεκτρικοῦ κουδουνιοῦ,— καὶ συνήθως σοῦ ἄνοιγε μιὰ μικρὴ ὑπηρέτρια. Κάποτε ὅμως κι’ ἡ κυρία Παλαμᾶ ἡ ἴδια, ἢ ἕν’ ἀπὸ τὰ παιδιὰ. Πρῶτα ἕνας συνηθισμένος διάδρομος, μὲ μιὰ πόρτα ἀριστερὰ καὶ δυὸ δεξιά, ποὺ παρακάτω ἀνοιγόταν, πλάταινε, ἔστριβε, καὶ σχημάτιζε ἕνα εἶδος χώλλ. Στὸ χὼλλ αὐτὸ, ἀρκετὰ μεγάλο, γευμάτιζε καὶ δειπνοῦσε ἡ οἰκογένεια, ἐργαζόταν ἡ κυρία Παλαμᾶ, καὶ γύρω της, στὸ ἴδιο τραπέζι, μελετοῦσαν τὰ παιδιά. Τὸ βράδυ ὅμως τῶν δεξιώσεων, καὶ τὸ χὼλλ αὐτὸ γινόταν «σαλόνι».
(Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ὁ Παλαμᾶς ἀπό κοντὰ (απόσπασμα), περ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1943)
Θυμάται και η ποιήτρια Μυρτιώτισσα: Καὶ τὰ θυμήθηκα πάλι τ’ ἀλησμόνητα Σαββατόβραδα στό σπίτι τοῦ Παλαμᾶ. Ἤμουν τότε ἕνα κορίτσι νέο, ἀκοινώνητο, ἄγριο σχεδόν. Πουθενά δέν πήγαινα, τά γράμματα δέν τ’ ἀγαποῦσα, ἤμουν κακή μαθήτρια. Μόνο τά τραγούδια διάβαζα μέ ἀπληστία, τά ἔννοιωθα, κι ἤμουν μπασμένη στόν κόσμο τῆς Ποίησης, σάν πρωτοδιάβασα τόν Παλαμᾶ. Ἄχ! πῶς χτυποῦσε ἡ καρδιά μου, ὅταν ἔνα Σαββατόβραδο ἡ ἀδελφή μου μέ πήρε μαζί της γιά νά γνωρίσω κι’ ἐγώ τόν Ποιητή. «Κύττα νά μήν κάνῃς πάλι σάν ἀγριοκάτσικο», μοῦ εἶπε. «Νά μιλᾶς, ὅλοι αὐτοί πού θά ἰδῇς ἐκεῖ εἶναι ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων. Ἄλλος γράφει διηγήματα, ἄλλος δράματα, ἄλλος ποιήματα. Ἔχεις διαβάσει Ξενόπουλο καί Καρκαβίτσα. Ξέρεις ἀπόξω τραγούδια τοῦ Μαλακάση καί τοῦ Πορφύρα. Θἄχῃς λοιπόν πολλά νά πῇς μαζί τους!». Πολλά! Ἐμένα κόπηκε ἡ ἀναπνοή μου πρίν ἀνέβω, καλά καλά, τή στενόμακρη σκάλα τοῦ σπιτιοῦ!
(Μυρτιώτισσα, Τὰ Σαββατόβραδα στό σπίτι τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ (απόσπασμα), περ. Νέα Εστία, τχ. 65 (1959))