Madame D’Ora: Η μoναδική γυναίκα που είχε το προνόμιο να φωτογραφίσει όλους τους μεγάλους σχεδιαστές
Η μoναδική γυναίκα που είχε το προνόμιο να φωτογραφίσει όλους τους μεγάλους σχεδιαστές, τους αβαν-γκαρντ καλλιτέχνες και την ιντελιγκέντσια της εποχής της
Κάποιοι λένε ότι κατάφερε να ζήσει δύο ζωές σε δύο πόλεις γεμάτες έμπνευση. Στη Βιέννη του fin de siècle (τέλος του 19ου αιώνα) και στο Παρίσι στο απόγειο της λάμψης του τις δεκαετίες του ’20 και του ’30.
Ο Γκούσταβ Κλίμτ, ο Έγκον Σίλε, ο Μάρκ Σαγκάλ, η Ζόζεφιν Μπέικερ, η Κοκό Σανέλ, η Άννα Πάβλοβα, η Κολέτ, η Έλσα Σκιαπαρέλλι, ο Πάμπλο Πικάσσο είναι μερικά μόνο από τα φημισμένα ονόματα, που διέτρεξαν το φωτογραφικό της έργο.
Η Dora Kallmus, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε σε μία εύπορη οικογένεια Εβραίων το 1881. Το όνειρό της να γίνει ηθοποιός ή σχεδιάστρια μόδας κόπηκε εν τη γενέσει του από τον αυστηρό δικηγόρο πατέρα της, που όμως, έδειξε επιείκεια στο ενδιαφέρον της για τη φωτογραφία. Στις οικογενειακές διακοπές τους στην Κυανή Ακτή, η Dora άρχισε να πειραματίζεται με μία μικρή μηχανή Kodak. Αυτό ήταν το εισιτήριό της για την ανεξαρτησία: «ήθελα να χαθώ σε έναν κόσμο που πίστευα ότι μπορεί να γίνει δικός μου», είχε δηλώσει.
Κι, όμως και σε αυτή την επιλογή της η πρώτη Αυστριακή γυναίκα φωτογράφος θα συναντούσε εμπόδια, αφού δεν της επιτράπηκε να παρακολουθήσει μία πλήρη εκπαίδευση στις τεχνικές της φωτογραφίας στον Σύλλογο Αυστριακών Φωτογράφων. Ίσως, όμως, και να της βγήκε σε καλό.
Μετά τη σύντομη μαθητεία της στο Βερολίνο, επέστρεψε το 1907 στη γενέτειρά της και έστησε το φωτογραφικό της στούντιο με όνομα “Atelier D’Ora”, ένα ψευδώνυμο που φανέρωνε την αδυναμία της στη γαλλική κουλτούρα. Το στούντιο το διακόσμησε σαν ένα πραγματικό σπίτι. Για τα τεχνικά θέματα αναλάμβανε ο επί χρόνια βοηθός της Arthur Benda κι εκείνη ασχολούνταν με το δημιουργικό κομμάτι. Τον φωτισμό, τις πόζες, το σκηνικό, το ενδυματολογικό στιλ, την επικοινωνία με το φωτογραφικό υποκείμενο.
Οι διασυνδέσεις του μεγαλοαστού πατέρα της, της έδωσαν ώθηση για ένα ηχηρό ξεκίνημα. Η Madame D’Ora στις πρώτες της δοκιμές απαθανάτισε τον πιο αναγνωρισμένο ζωγράφο της προπολεμικής Βιέννης, τον Κλίμτ, τη σύντροφό του και σχεδιάστρια μόδας Εμίλιε Φλέγκε, αλλά και τη στέψη του Αυτοκράτορα Καρόλου του Πρώτου της Αυστρίας. Η D’ Ora στην καλύτερή της ώρα δεν έδειχνε να εφησυχάζει. Τα καλοκαίρια της στα θέρετρα του Βερολίνου και του Κάρλσμπαντ αναζητούσε πάτρονες για να πραγματοποιήσει το πιο μεγάλο της όνειρο. Να μεταφέρει το στούντιο της στην καρδιά του Παρισιού, αιχμαλωτίζοντάς το στην πιο πυρετώδη του στιγμή. Και τα κατάφερε!
Αυτό που την ξεχώριζε από τους σύγχρονούς της και την έκανε τόσο δημοφιλή ήταν ότι τα πορτρέτα της εξέπεμπαν αυθεντική ενέργεια, φαντασία και αισθησιασμό. Η Madame D’Ora με τη γοητεία και το χιούμορ της συνήθιζε να πιάνει συζήτηση με τους φωτογραφούμενους, βοηθώντας τους να χαλαρώσουν και κερδίζοντας έτσι τις πιο αφοπλιστικές πόζες. Γι’ αυτό και ήταν γνωστή για την ικανότητά της να κάνει καθέναν να φαίνεται ακόμα πιο όμορφος απ’ ό,τι είναι στις φωτογραφίες της. Μακριά από τις καθιερωμένες και στημένες συνθέσεις, οι εικόνες της, όπως αυτές για τους χορευτές του κύκλου των εξπρεσιονιστών Anita Berber και Sebastian Droste ήταν γεμάτες νεύρο, προσωπικότητα και ζωή.
Η ελευθερία των σωμάτων και η αυθόρμητη χάρη τους, που κατάφερνε να αποτυπώνει από τα πρώτα κιόλας κλικ, τη βοήθησαν στο να γίνει πολύ σύντομα και αγαπημένη συνεργάτιδα όλων των μεγάλων περιοδικών μόδας, όπως η Παρισινή Vogue, το Tatler και το Vanity Fair.
Κεντρική συνεργάτιδα του L’Officiel είχε την ευθύνη να οργανώνει σε καταλόγους όλες τις επιδείξεις μόδας του Παρισιού για τους εκδότες, τους αρθρογράφους και τους εκλεκτικούς αγοραστές. Κάθε σεζόν δεν υπήρχε δημιουργία της υψηλής ραπτικής, που να μην έχει παρουσιαστεί μπροστά στον φακό της. Τα εκκεντρικά καπέλα της φίλης της σχεδιάστριας Madame Agnès αποθεώνονταν μέσα από τα μυστηριώδη ενσταντανέ της. Ο, επίσης, στενός της φίλος Cristóbal Balenciaga, πριν από κάθε επίσημη επίδειξη συνήθιζε να στέλνει τα μοντέλα του κατευθείαν από το ατελιέ του στο στούντιό της για να φωτογραφηθούν με τον πιο κολακευτικό τρόπο, κοσμώντας τις σελίδες των περιοδικών και τις βιτρίνες του πολυκαταστήματος Macy’s στο Μανχάταν. Ακόμα και ο γνωστός φωτογράφος μόδας Cecil Beaton εμπιστεύτηκε εκείνη για να του κάνει το πορτρέτο του.
Οι όμορφες εικόνες της έσβησαν βίαια μέσα στο ζοφερό κλίμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την προέλαση των Ναζί στο Παρίσι, η D’Ora αναγκάστηκε να διαφύγει, βρίσκοντας καταφύγιο σε μία ημιυπόγεια κρυψώνα, στην πόλη της Αρντές νοτιοανατολικά της Γαλλίας. Μετά το πέρας του πολέμου επέστρεψε στο Παρίσι, μένοντας χωρίς το κομψό στούντιό της αλλά με πιστούς φίλους και πελάτες που επέστρεψαν σε εκείνη. Τα κοινωνικά πορτρέτα συνέχιζαν να είναι η βασική της θεματική. ‘Όμως, οι προσωπικές της απώλειες και το τραύμα του πολέμου την έστρεψαν και σε πιο σκοτεινά θέματα. Αποδέχοντας μία παραγγελία των Ηνωμένων Εθνών φωτογράφισε εκτοπισμένους ανθρώπους και στρατόπεδα συγκέντρωσης, αντικαθιστώντας τη λάμψη με τα δεινά του πολέμου.
Το τελευταίο της πορτρέτο ήταν εκείνο του Πάμπλο Πικάσσο το 1956, που γελά πηγαία με ένα τσιγάρο στο χέρι. Σε διάρκεια 50 χρόνων έβγαλε πάνω από 20.000 φωτογραφίες, αποτελώντας μία από τις πιο παραγωγικές φωτογράφους. Ο ποιητής Ζαν Κοκτώ την είχε αποκαλέσει μία «αειθαλή γυναίκα, που απογειωνόταν με τα φτερά της ιδιοφυίας». Μικροσκοπική αλλά αεικίνητη η Madame D’Ora με τα μαύρα καπέλα, τα σύνολα της Σανέλ και τα πολύτιμα κοσμήματα δεν σταμάτησε να δουλεύει ποτέ, παρά μόνον όταν την καθήλωσε μία πρόσκρουση με μηχανή το 1959, καθιστώντας την εντελώς ανήμπορη να ξαναεργαστεί.
Όταν έφυγε από τη ζωή το 1963 η κατοικία και το σύνολό του έργου της πέρασαν σε έναν Γερμανό ιδιοκτήτη μένοντας για χρόνια στην αφάνεια. Στην εποχή της μάλιστα υπήρχε η συνήθης τακτική πολλές φωτογραφίες να μην φέρουν την αναγνώριση του ονόματός της δημόσια. Η «ανακάλυψή» της ξανά από επιμελητές και οι αναδρομικές εκθέσεις, που αρχίζουν να γίνονται για εκείνη αποκαθιστούν αυτή την αδικία. Σε κάθε περίπτωση, η Madame D’Ora έζησε πέρα και πάνω από τις συμβάσεις και τους περιορισμούς της εποχής της με πρωταγωνιστές της ζωής της μερικές από τις πιο συναρπαστικές φυσιογνωμίες της ιστορίας.