Όταν ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»
Ήταν 19 Δεκεμβρίου του 1843, όταν κυκλοφόρησε η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», το πασίγνωστο βιβλίο του Κάρολου Ντίκενς, στις προθήκες των βρετανικών βιβλιοπωλείων.
Αμέσως έγινε μεγάλη επιτυχία, αφού από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας πούλησε 6000 αντίτυπα, ασύλληπτο νούμερο για την εποχή εκείνη, ενώ μέσα στον υπόλοιπο χρόνο οι πωλήσεις ξεπέρασαν τις 15000. Αλλά η χαμηλή τιμή πώλησης σε αντίθεση με την ακριβή βιβλιοδεσία απέφεραν στον Ντίκενς πολύ λιγότερα χρήματα από όσα υπολόγιζε.
Η υπόθεση είναι γνωστή σε όλους, ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει διαβάσει το βιβλίο. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, ένας ηλικιωμένος τσιγκούνης, δεν αισθάνεται συμπόνια για κανέναν από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Το μόνο που τον απασχολεί είναι τα χρήματα και απεχθάνεται τα Χριστούγεννα, που του προσθέτουν έναν ακόμα χρόνο, χωρίς να τον κάνουν πλουσιότερο. Την παραμονή όμως κάποιων Χριστουγέννων, τον επισκέπτεται το φάντασμα του νεκρού συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ, επίσης τσιγκούνη και μίζερου, που τον προειδοποιεί να αλλάξει χαρακτήρα για να μην έχει την ίδια κατάληξη με αυτόν. Στη συνέχεια, τον επισκέπτονται τα τρία φαντάσματα των Χριστουγέννων και του υποδεικνύουν τα λάθη του. Μετά από αυτήν την εμπειρία, ο Σκρουτζ αλλάζει συμπεριφορά και γίνεται ο μεγαλύτερος ευεργέτης της πόλης του.
Ο Ντίκενς, υποστηρικτής της «φιλοσοφίας των Χριστουγέννων», σύμφωνα με την οποία κάθε μέρα του χρόνου πρέπει να είμαστε δοτικοί στους συνανθρώπους μας, γνώριζε από πρώτο χέρι τι σημαίνει φτώχεια. Ο ίδιος είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια, δούλευε από μικρός για να φροντίσει την οικογένειά του, εγκαταλείποντας μάλιστα το σχολείο, ενώ την περίοδο που έγραψε την «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», που ο πρώτος τίτλος της ήταν «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα», ήταν καταχρεωμένος στις τράπεζες, εξαιτίας μιας περιοδείας του στην Αμερική. Έτσι, ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τους ήρωές τους.
Η μεγάλη επιτυχία του ήταν όμως ότι κατέγραψε τις συνθήκες εξαθλίωσης, επικρατούσαν στη Βικτωριανή Αγγλία λόγω της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο Ντίκενς λοιπόν γράφει, αποτυπώνοντας την κοινωνική ανισότητα και την αδικία, με σκοπό να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες του. Άλλωστε, ο ίδιος φημιζόταν για την φιλανθρωπία του, γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν «προστάτη των φτωχών».
Λέγεται ότι μια κοινοβουλευτική έκθεση του 1843, που αφορούσε στην παιδική εργασία στη Βρετανία, ενεργοποίησε τον Ντίκενς, ο οποίος ταξίδεψε ως το Μάντσεστερ για να υποστηρίξει με μια ομιλία του έναν φιλανθρωπικό οργανισμό για εργαζόμενους. Βλέποντας την απελπιστική κατάσταση που επικρατούσε στους δρόμους της φτωχής πόλης, όπου ζούσε και αδερφή του με την οικογένειά της, ταράχτηκε. Στην ομιλία του στις 5 Οκτώβρη λοιπόν, προέτρεψε τους εργάτες του Μάντσεστερ να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους.
Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, ήθελε οπωσδήποτε να γράψει κάτι που θα ταρακουνήσει την εύπορη τάξη. Για έξι εβδομάδες στρώθηκε στη δουλειά, μέχρι που στις 2 Δεκεμβρίου ολοκλήρωσε το έργο του. Όμως οι εκδότες του, οι Chapman και Hall, αρνήθηκαν να πληρώσουν το πλήρες κόστος για την έκδοση του καινούργιου βιβλίου, οπότε ο καταχρεωμένος Ντίκενς πλήρωσε το υπόλοιπο.
Το διήγημα από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του κέρδισε τους κριτικούς, ενώ επαινέθηκε και από τους ομοτέχνους του, με προεξάρχοντα τον Γουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ. Στον αντίποδα, ο σύγχρονος Αμερικανός φιλόσοφος Μάικλ Λέβιν έγραψε μία κριτική, καταγγέλοντας τα «μεγάλα ψέματα» του Ντίκενς, υπερασπιζόμενος τον Σκρουτζ «ως ένα επιχειρηματία του οποίου οι ιδέες και πρακτικές ωφελούν, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους υπαλλήλους του και την κοινωνία εν γένει».
Η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» μεταφέρθηκε πάμπολλες φορές στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, έγινε θεατρική παράσταση, αλλά και όπερα, ενώ ο Εμπενίζερ Σκρουτζ ήταν σημείο αναφοράς για τον Σκρουτζ Μακ Ντακ του Γουόλτ Ντίσνεϊ.
Άλλοι θεωρούν πως πρότυπο για τον κεντρικό ήρωα του Ντίκενς ήταν ο πατέρας του, ενώ πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι πηγή έμπνευσής του ήταν ένας Άγγλος πολιτικός, οΤζον Ελβς (ή Τζον Μέγκοτ), γόνος αξιοσέβαστης αγγλικής οικογένειας και διάσημος τσιγκούνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μητέρα του Ελβς, αν και ζάμπλουτη, επέλεξε να λιμοκτονήσει παρά να αγοράσει τρόφιμα. Ο ίδιος, δε, κυκλοφορούσε πάντα με φθαρμένα ρούχα, πήγαινε για ύπνο πριν σκοτεινιάσει, προκειμένου να κάνει οικονομία στα κεριά, ενώ προτιμούσε να τρέμει από το κρύο παρά να ρίξει περισσότερα ξύλα στο τζάκι.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο τρόπος που τον σκιαγράφησε ο Ντίκενς συγκίνησε όχι μόνο τους ανθρώπους της εποχής του, που αναγνώρισαν στο έργο του τη δική τους πραγματικότητα, αλλά χιλιάδες αναγνώστες ανά τον κόσμο, που μέσα από την ιστορία του σπουδαίου Άγγλου συγγραφέα έδωσαν ένα καινούργιο νόημα στις γιορτές των Χριστουγέννων.