«Με έπιασε από τα μαλλιά και άρχισε να με χτυπάει»: Μια σοκαριστική ιστορία κακοποίησης
Στην αρχή ήταν ο πατέρας της. Στη συνέχεια οι σύντροφοί της. Σήμερα, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, μας διηγείται τον εφιάλτη από τον οποίο κατάφερε να ξεφύγει.
*Οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να μαρτυρά την ταυτότητα της (όπως ονόματα, τοποθεσίες ή χρονολογιες) έχει αφαιρεθεί, καθώς η συνεντευξιαζόμενη γυναίκα μέχρι και σήμερα φοβάται τους κακοποιητές της.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια επαρχιακή πόλη. Οι γονείς μου ήταν πολύτεκνοι, εγώ ήμουν η μεγαλύτερη κόρη τους. Δεν ήξεραν όμως πώς να μας μεγαλώσουν. Η μάνα μου προσπαθούσε να σώσει τον γάμο της, αγαπούσε τον άντρα της παρόλο που την κακοποιούσε.
Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις ήταν όταν ήμουν πέντε χρονών και ο πατέρας μου την απειλούσε μ΄ένα μαχαίρι. Τον είδα να το ακουμπάει πάνω της και τρομαγμένη μπήκα στη μέση για να τη σώσω. Αυτός τότε γύρισε το μαχαίρι πάνω μου. Έτρεξα αμέσως έξω και πήγα σε μια γειτόνισσα. Της είπα ότι ο μπαμπάς μου κρατάει μαχαίρι και αυτή κάλεσε την αστυνομία. Η μάνα μου φοβισμένη είπε στους αστυνομικούς πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και πως δεν συνέβη κάτι. Μια άλλη φορά ο αδερφός μου έπαιζε με κάτι κεριά και σπίρτα. Η μάνα μου φοβήθηκε πως θα βάλει φωτιά στο σπίτι και έβαλε τις φωνές. Τότε ήρθε ο πατέρας μου, τον ξέντυσε και άρχισε να τον χτυπάει με τη ζώνη του, λες και μαστίγωνε άλογο. Θυμάμαι να τρέχουν αίματα, το παιδί είχε μελανιάσει ολόκληρο από το ξύλο.
Φυσικά ούτε εγώ είχα γλιτώσει από τη μανία του. Έτρωγα ξύλο σε καθημερινή βάση. Αν για παράδειγμα ο μικρός ο αδερφός μου έκανε κάτι, τότε χτυπούσε και εμάς τους μεγαλύτερους επειδή δεν τον προσέχαμε. Θυμάμαι μια μέρα που με είχε χτυπήσει τόσο πολύ που έκλαιγα και μου λέει «τι κλαις τώρα εσύ;». Του απάντησα πως «εμένα γιατί με έδειρες, αφού δεν έκανα κάτι;». «Για να μην κάνεις», αυτή ήταν η απάντησή του. Έχει 25 χρόνια από όταν πέθανε. Δεν τον έκλαψα ούτε μια μέρα. Δεν μου λείπει η πατρική αγάπη επειδή δεν την γνώρισα. Ποτέ του δεν μου έδωσε ούτε ένα φιλί, ούτε με πήρε μια αγκαλιά. Από τη μάνα μου ίσως, μια στις τόσες, αν την έπιανε η καλοσύνη της μπορεί και να μας αγκάλιαζε. Η βία ήταν για εμάς καθημερινότητα.
Όταν πήγαινα στο σχολείο χαιρόμουν επειδή θα έλειπα από το σπίτι, όταν επέστρεφα έκλαιγα. Δεν με βοήθησε ποτέ κανείς με το διάβασμα, και φυσικά ούτε λόγος για φροντιστήρια και ιδιαίτερα. Όταν όμως παίρναμε τους βαθμούς είχαμε και πάλι ξύλο, και όχι μόνο. Μας έβγαζε έξω από το σπίτι, μέσα στις βροχές και τα μαύρα μεσάνυχτα, ως τιμωρία. Μια άλλη φορά μου κούρεψε τα μαλλιά γουλί, λες και ήταν να πάω στρατό, επειδή δεν έφερα καλούς βαθμούς. Ποτέ δεν μου εξήγησε γιατί έκανε ό,τι έκανε. Ήμασταν κτήμα του, έκανε πάνω μας ό,τι του κατέβαινε.
Δεν με άφησε να τελειώσω το λύκειο, με έστειλε να δουλέψω από μικρή και μάλιστα σε σκληρές δουλειές, σε οικοδομή. Για να δεις τι μυαλό είχε… Ο ίδιος φυσικά δεν είχε σταθερή δουλειά. Όταν ξέμενε από χρήματα πήγαινε για λίγες μέρες στην οικοδομή και μετά εξαφανιζόταν. Τον έψαχναν μετά οι μάστορες, έπαιρναν τηλέφωνο στο σπίτι και έβαζε τη μάνα μου να το σηκώνει και να τους λέει πως τώρα λείπει. Στα 17–18 περπατούσα ολόκληρα χιλιόμετρα για να φτάσω στη δουλειά μου. Όσα χρήματα έβγαζα, που δεν ήταν και πολλά, του τα έδινα όλα. Μια μέρα που έτριβα το πάτωμα με είδε μια μαστόρισσα και με ρώτησε τι είναι αυτές οι μελανιές που είχα στα πόδια μου. Της είπα πως δεν είναι τίποτα. Μου είπε πως αν δεν της πω τι συμβαίνει στο σπίτι τότε αυτή θα καλέσει την αστυνομία. Την παρακάλεσα να μην το κάνει, τον φοβόμουν τον πατέρα μου πάρα πολύ. Της είπα όμως πως με χτυπούσε με τη ζώνη του και αυτή νομίζω πως κάτι έκανε, σε κάποιους μίλησε, αλλά δεν άλλαξε κάτι…
Έμπλεξα με άντρες που ήταν σαν τον πατέρα μου…
Όταν έφτασα 18 χρονών ξεκίνησα να βγαίνω με κάποια συνομήλικα κορίτσια από τη γειτονιά μου. Φυσικά ο πατέρας μου δεν το ενέκρινε. Έπαιρνε το αυτοκίνητο και με κυνηγούσε από πίσω να δει πού είμαι ή με χτυπούσε όταν επέστρεφα σπίτι. Μια μέρα όμως δεν άντεξα και όταν έκανε κίνηση να με χτυπήσει εγώ του ανταπέδωσα το χτύπημα. Θυμάμαι πως του είπα κιόλας πως αν η μοίρα μου είναι να γνωρίσω έναν άντρα σαν εσένα τότε ή θα τον σκοτώσω ή θα τον χωρίσω και ας έχω και 100 παιδιά μαζί του… Τότε η μάνα μου που ήταν μπροστά μου απάντησε «μην λες μεγάλα λόγια…». Και πράγματι, έμπλεξα με άντρες που ήταν σαν τον πατέρα μου… Μετά από αυτό το συμβάν σηκώθηκα και έφυγα από το σπίτι.
Είχα μια φίλη τότε που ζούσε μαζί με τη μητέρα της και με το που με είδε σε αυτήν την κατάσταση τρόμαξε και με ρώτησε τι έγινε. Της εξήγησα και μου πρότεινε να νοικιάσουμε ένα σπίτι μαζί. Αυτή είχε καλές σχέσεις με τη μητέρα της βέβαια, ήθελε όμως την αυτονομία της. Εγώ όμως δεν είχα χρήματα. Με βοήθησαν οι δυο τους ώστε να κάνω τα χαρτιά μου για επίδομα, το οποίο πράγματι ήταν πολύ βοηθητικό. Η μητέρα της φίλης μου είχε ένα μπαρ στο οποίο τα κορίτσια που δούλευαν εκεί έκαναν κονσομασιόν. Δούλευα εκεί, αλλά χωρίς να έρχομαι σε επαφή με τους άντρες, ήμουν σε άλλα πόστα.
Όταν γνώρισα τον πρώτο μου άντρα νόμιζα πως βρήκα τον πρίγκιπα του παραμυθιού, επειδή ήδη από την πρώτη μέρα μου δήλωσε πως θα με παντρευτεί. Αντί να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά εγώ ενθουσιάστηκα… Εκείνο το βράδυ με κερνούσε συνέχεια ποτά, εγώ έπινα, έπινα και ξαφνικά βρέθηκα σε ξενοδοχείο μαζί του. Φοβήθηκα πάρα πολύ την επόμενη μέρα, πως αν το μάθαινε ο πατέρας μου θα με σκότωνε. Έμεινα μαζί του, αν και οι φίλες μου μου έλεγαν πως δεν είναι καλή περίπτωση ανθρώπου. Φυσικά εγώ νόμιζα πως όλα αυτά τα έλεγαν από τη ζήλεια τους. Δεν τις άκουσα.
Η αλήθεια όμως είναι πως στην αρχή ήταν καλός μαζί μου. Ήθελε να βρισκόμαστε, έδειχνε ενδιαφέρον, κάλυπτε τα έξοδα μου… Έκανε δηλαδή όσα ζητούσα τόσα χρόνια από τους γονείς μου και έτσι και εγώ τον αγάπησα. Άρχισε όμως να με ζηλεύει παθολογικά και να ασκεί έλεγχο πάνω μου. Μου έλεγε τι να φοράω. Εγώ κάποια στιγμή διαμαρτυρήθηκα, του είπα «μα καλά, είχα τόσα χρόνια τον πατέρα μου και τώρα θα έχω εσένα; Αν δεν σου αρέσω τότε άσε με ήσυχη». Αυτός τότε έμενε σ’ένα υπόγειο. Με έπιασε από τα μαλλιά και με τράβηξε κάτω στις σκάλες. Με έβαλε στο σπίτι και άρχισε να με χτυπάει για να βγάλω αυτά που φορούσα και να βάλω ένα τζιν και μια μπλούζα. Ε, και εγώ αυτόν τον άντρα τον παντρεύτηκα.
Στα 21 μου γέννησα τον πρώτο μου γιο και 4 περίπου χρόνια αργότερα αποφάσισα να χωρίσω. Φοβόμουν πλέον όχι μόνο για μένα, αλλά και για το παιδί μου, ένιωθα πως πρέπει να το προστατεύσω. Δεν θέλω να πω περισσότερα. Ο πατέρας μου πλέον είχε πεθάνει. Η υπόλοιπη οικογένεια δεν στήριξε την απόφαση μου να χωρίσω. Η μάνα μου μάλιστα πήρε το μέρος του πρώην μου, το ίδιο και τα αδέρφια μου. Είχε γίνει ένα περιστατικό όταν τον είχαν πρωτογνωρίσει, ήμασταν στο σπίτι τους και ο πατέρας μου είχε κάνει κίνηση να χτυπήσει τη μάνα μου. Τότε ο πρώην μου είχε μπει στη μέση, τον είχε πιάσει από τον λαιμό και του είχε πει μην τολμήσεις να απλώσεις ξανά χέρι πάνω στην πεθερά μου. Και έτσι η οικογένεια μου τον είχε για ήρωα, ανεξάρτητα από το τι έκανε σε μένα.
Αποφάσισα να χωρίσω. Φοβόμουν πλέον όχι μόνο για μένα, αλλά και για το παιδί μου
Αφού χώρισα με τον πρώην μου γνώρισα έναν άντρα, όχι Έλληνα, τον οποίο και ερωτεύτηκα. Στις αρχές περνούσα μαζί του τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου. Ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου, έμπαινε στο σπίτι μετά τη δουλειά και με φιλούσε. Περνούσε χρόνο μαζί με μένα και το παιδί μου και μας έπαιρνε βόλτες να πηγαίνουμε μακριά, μην τυχόν και μας δει ο πρώην μου. Λίγο αργότερα έμεινα έγκυος και έτσι απέκτησα τον δεύτερο γιο μου. Κάπου εκεί άρχισαν και τα προβλήματα γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί την όλη κατάσταση. Ήθελε να παντρευτούμε, εγώ όμως φοβόμουν, γιατί είχα τραβήξει πάρα πολλά στον πρώτο μου γάμο. Ξεκίνησε και αυτός να με χτυπάει… Ντρεπόταν να πει στην οικογένεια του πως έχει αποκτήσει ένα παιδί εκτός γάμου και κανείς τους δεν ήξερε για μένα. Σε ένα ταξίδι που έκανε πίσω στη χώρα του γνώρισε μια γυναίκα την οποία τελικά την παντρεύτηκε, χωρίς όμως εμένα να μου πει τίποτα. Με τα πολλά τους είπε πως έχει και ένα παιδί πίσω στην Ελλάδα και μάλιστα οι σχέσεις μου με την οικογένεια του είναι καλές. Ο ίδιος όμως γύρισε πίσω στην πόλη μου, μαζί με τη γυναίκα του πλέον, και δεν σταμάτησε να με πολιορκεί. Με απειλούσε πως θα μου πάρει το παιδί και δεν θα το ξαναδώ. Έφτασα στο σημείο να ζητήσω βοήθεια από τις υπηρεσίες του Δήμου και να πάω μαζί με τα παιδιά να μείνουμε σε καταφύγιο. Δεν άντεξα όμως να είμαι εκεί, σκέφτηκα πως είμαι δυνατή και δεν το αξίζω να μην μένω στο σπίτι μου. Είπα στον εαυτό μου πως αν ξαναέρθει πολύ απλά θα του κλείσω την πόρτα. Βέβαια δεν ήταν λίγες οι φορές που φοβόμουν να ξεμυτίσω μην τυχόν και με παραμονεύει. Κρυφοκοιτούσα από τα παράθυρα, ρωτούσα τις γειτόνισσες αν είδαν κάποιον να παραφυλάει.
Στις επισκέψεις του για να δει το παιδί συνέχιζε να με χτυπάει με την παραμικρή αφορμή. Επειδή δεν τον ενημέρωσα πως πήγαμε στα γενέθλια ενός συμμαθητή του μικρού για παράδειγμα, ή επειδή πήγαμε στο πάρκο… Ήθελε να είμαστε συνέχεια στο σπίτι. Πριν έρθει καθόμασταν με τα παιδιά και κρύβαμε τα παιχνίδια τους, γιατί δεν ήθελε να έχει ο μικρός παιχνίδια, μην τυχόν και κακομάθει. Φυσικά ούτε λόγος τότε για να γνωρίσω κάποιον άλλον άντρα ή για να έχω κοινωνική ζωή. Το πολύ πολύ να πήγαινα σε καμιά γειτόνισσα για καφέ.
Πλέον οι γιοι μου έχουν μεγαλώσει, εγώ όμως εξακολουθώ να μην είμαι καλά. Ζω με φαρμακευτική αγωγή. Παλεύω μέρα νύχτα με τα ψυχολογικά μου. Το νευρικό μου σύστημα δεν είναι σε καλή κατάσταση. Είχα πριν λίγο καιρό μια σχέση, δεν εξελίχθηκε όμως καλά. Είμαι μόνη μου. Κρύβομαι από όλους, προσποιούμαι πως είμαι χαρούμενη. Δεν έχω ερωτική διάθεση, αλλά δεν εμπιστεύομαι κιόλας, δεν εμπιστεύομαι κανέναν μα κανέναν. Στους δυο γιους μου έχω δώσει το ίδιο μήνυμα: «Να ζήσεις τη ζωή σου. Αν σου αρέσουν οι γυναίκες να πας με όσες θέλεις, αλλά να μη δώσεις ποτέ ούτε ένα χαστούκι. Και αν ποτέ μαλώσεις με τη γυναίκα σου, τότε να πας μια βόλτα, να ηρεμήσεις, και μετά να γυρίσεις σπίτι να τα βρείτε. Να την βάλεις μέσα στην αγκαλιά σου, να τα ξεχάσει όλα. Αλλά ποτέ, μα ποτέ, να μην είσαι εσύ η αιτία που μια γυναίκα θα κλάψει ή θα πονέσει…» Αυτά λέω στα παιδιά μου, αυτά θέλω να πω και σε εσάς.