Η δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι και η πιθανή αποφυλάκιση του δολοφόνου του 53 χρόνια μετά
Ήταν 5 Ιουνίου 1968, όταν οι ΗΠΑ συγκλονίζονταν για ακόμη μία φορά από μια πολιτική δολοφονία, αυτή τη φορά του Ρόμπερτ Κένεντι.
Είχαν περάσει μόλις πέντε χρόνια από τη δολοφονία του JFK, όταν η τραγωδία χτύπησε ξανά την οικογένεια Κένεντι, αυτή τη φορά με την δολοφονία του αδελφού του εκλιπόντος προέδρου, Ρόμπερτ.
Ο RFK ήταν μόλις 42 ετών και γερουσιαστής ενώ ανοιγόταν μπροστά του μια λαμπρή καριέρα στην πολιτική. Ο ίδιος είχε σκοπό να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο του αδελφού του, όντας υποψήφιος για πρόεδρος των ΗΠΑ.
Εκείνο το βράδυ είχε μόλις κερδίσει τη Νότια Ντακότα και την Καλιφόρνια στις εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος, όταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, πυροβολήθηκε θανάσιμα μέσα στο Ambassador Hotel στο Λος Άντζελες.
Ο Ρόμπερτ Κένεντι μίλησε στους δημοσιογράφους και τους εργαζόμενους στην εκλογική του εκστρατεία σε live τηλεοπτική μετάδοση. Λίγο αργότερα, κατέβηκε από το βήμα και βγήκε από τον διάδρομο της κουζίνας, όταν ακούστηκαν πολλαπλοί πυροβολισμοί.
Ο 42χρονος γερουσιαστής άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο 26 ώρες αργότερα. Δράστης ήταν ο 24χρονος Σιρχάν Σιρχάν, Άραβας από την Παλαιστίνη, με ισχυρές αντισιωνιστικές απόψεις που στοχοποίησε τον Κένεντι λόγω της συμπάθειάς του προς το Ισραήλ.
Ο δολοφόνος του ανθρώπου που ίσως γινόταν ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Το 1972 η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Η σωρός του Κένεντι μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πατρικίου της Νέας Υόρκης και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα για δύο ημέρες πριν την κηδεία του. Ενταφιάστηκε στο Εθνικό Νεκροταφείο του Άρλινγκτον κοντά στον επίσης δολοφονημένο αδελφό του, Τζον.
Ο αντιπρόεδρος Χιούμπερτ Χάμφρεϊ έχασε τις εκλογές από τον Ρεπουμπλικανικό υποψήφιο Ρίτσαρντ Νίξον, αλλάζοντας για πάντα την πολιτική ιστορία της χώρας και του κόσμου.
Όπως και η δολοφονία του JFK το 1963, το νέο «χτύπημα» πυροδότησε νέες θεωρίες συνωμοσίας, όπως η «κατάρα» της οικογένειας Κένεντι αλλά και την πεποίθηση ότι δολοφόνος δεν ήταν ο Σιρχάν.
Ποιος ήταν ο Ρόμπερτ Κένεντι
Ο «Μπόμπι» διορίστηκε Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 1960 από τον αδερφό του και υπηρέτησε στο αξίωμα από τον Ιανουάριο του 1961 μέχρι την παραίτησή του στις 3 Σεπτεμβρίου 1964, προκειμένου να θέσει υποψηφιότητα για την εκλογή του στη Γερουσία. Ανέλαβε τα καθήκοντά του ως γερουσιαστής από τη Νέα Υόρκη στις 3 Ιανουαρίου 1965.
Οι προεδρικές εκλογές του 1968 χαρακτηρίζονταν ως μια περίοδος μεγάλης κοινωνικής αναταραχής στη χώρα. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος του Βιετνάμ αλλά και η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις 4 Απριλίου 1968 οδήγησε σε περαιτέρω ταραχές σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ.
Η μοιραία νύχτα
Το βράδυ της μεγάλης νίκης του, ο Ρόμπερτ δεν είχε τη μέγιστη προστασία μιας και τότε η κυβέρνηση παρείχε πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών μόνο στον πρόεδρο και όχι στους υποψήφιους. Η μόνη ασφάλεια που του είχε δοθεί ήταν από τον πρώην πράκτορα του FBI Γουίλιαμ Μπάρι και δύο ανεπίσημους σωματοφύλακες, τον χρυσό Ολυμπιονίκη του δεκάθλου Ράφερ Τζόνσον και τον πρώην παίκτη ποδοσφαίρου Ρόσεϊ Γκριέρ. Ο Κένεντι είχε συνεχή επαφή με το κοινό κατά τη διάρκεια της εκστρατείας και των ομιλιών του.
Αφού ολοκλήρωσε την ομιλία του στο ξενοδοχείο, αποχώρησε προς τον διάδρομο της κουζίνας, στρυμωγμένος ανάμεσα σε κόσμο που ήθελε να τον χαιρετήσει και τους σωματοφύλακές τους που άνοιγαν δρόμο. Ενώ έσφιγγε το χέρι του 17χρονου Χουάν Ρομέρο, ο Σιρχάν Σιρχάν τον πυροβόλησε οκτώ φορές με ένα 22άρι περίστροφο τύπου Iver Johnson Cadet 55-Α.
Ο Κένεντι έπεσε πληγωμένος στο πάτωμα, ενώ ο σωματοφύλακας Γουίλιαμ Μπάρι χτύπησε τον Σιρχάν στο πρόσωπο στην προσπάθειά του να τον αφοπλίσει. Άλλα πέντε άτομα τραυματίστηκαν από τις αδέσποτες σφαίρες. Οι σωματοφύλακες έβαλαν κάτω από το κεφάλι του Κένεντι το σακάκι του μέχρι να έρθουν οι γιατροί, ενώ εκείνος ρωτούσε αν είναι όλα καλά.
Η μόλις τριών μηνών έγκυος σύζυγός του, Έθελ έτρεξε δίπλα του όταν συνέβη το μοιραίο. Ο τραυματισμένος Κένεντι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, ωστόσο, κατέληξε λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων του.
Ο εκπρόσωπος Τύπου Φρανκ Μακένζι έκανε την εξής λιτή δήλωση στους δημοσιογράφους: «Έχω μια σύντομη ανακοίνωση να κάνω, την οποία θα διαβάσω αυτήν τη στιγμή. Ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι πέθανε στις 1:44 π.μ., 6 Ιουνίου 1968. Μαζί με τον γερουσιαστή Κένεντι τη στιγμή του θανάτου του ήταν η σύζυγός του Έθελ, οι αδερφές του, κυρία Σμιθ και Πατρίσια Λόφορντ, ο κουνιάδος του Στίβεν Σμιθ και η Τζάκι Κένεντι. Ήταν 42 ετών. Ευχαριστώ».
Ο δολοφόνος ζητά αποφυλάκιση 53 χρόνια μετά
Ο Σιρχάν υποστήριξε ότι μισούσε και ήθελε να σκοτώσει τον Κένεντι λόγω της υποστήριξής του προς το Ισραήλ ενώ φαίνεται πώς αντιμετώπιζε και ψυχολογικά προβλήματα, κάτι που προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν οι δικηγόροι του στην υπεράσπισή τους με σκοπό την μειωμένη ευθύνη στη διάρκεια της δίκης.
Σήμερα, ο 77χρονος πλέον Σιρχάν βρίσκεται ένα βήμα πριν την αποφυλάκιση με το αρμόδιο συμβούλιο να εξετάζει το αίτημά του. Είναι η 16η ακρόαση που ζητά με σκοπό να βγει από τη φυλακή. Η Επιτροπή Αποφυλακίσεων που αποτελείται από δύο άτομα ψήφισε υπέρ της αποφυλάκισης του δολοφόνου του Κένεντι, ενώ οι 15 προηγούμενες αιτήσεις αποφυλάκισής του είχαν απορριφθεί.
Η απόφαση θα υποβληθεί για επανεξέταση σε ανώτερο συμβούλιο και η επικύρωσή της ή όχι θα γίνει γνωστή σε 120 ημέρες. Το αν θα αποφυλακιστεί ο Σιρχάν ή όχι θα εξαρτηθεί εν τέλει από την απόφαση του κυβερνήτη της Καλιφόρνια Γκάβιν Νιούσομ. Η Έθελ Κένεντι, με δήλωσή της, τάσσεται κατά της αποφυλάκισης του δολοφόνου του συζύγου της.