O Πέτρος Φιλιππίδης

Εξώδικο στον Πέτρο Φιλιππίδη από τον δικηγόρο των Παπαχαραλάμπους, Δροσάκη και Αναστασοπούλου

Με εξώδικο απάντησε στο εξώδικο του Πέτρου Φιλιππίδη ο δικηγόρος Γιώργος Γεραρής.

Είχε προηγηθεί εξώδικο του ηθοποιού που κατηγορούσε τον δικηγόρο «ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς», επειδή αναφέρθηκε σε καταγγελία εντολέως του στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, του ζητούσε «να ανακαλέσει τους ισχυρισμούς του», ενώ σημείωνε ότι «δεν έχει εκμεταλλευτεί ποτέ θεατρική σκηνή ή οποιοδήποτε έργο για να ασκήσει οποιαδήποτε μορφής βία λεκτική, σωματική ή σεξουαλική». 

Να υπενθυμίσουμε ότι η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, η Πηνελόπη Αναστασοπούλου, η Λένα Δροσάκη, ο Γιώργος Ψάλτου και άλλοι ηθοποιοί έχουν απευθυνθεί στον δικηγόρο κύριο Γιώργο Γεραρή για υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, λεκτικής και σωματικής βίας.

Το εξώδικο προς τον Πέτρο Φιλιππίδη

«ΕΞΩΔΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Του Γεωργίου Γεραρή του Χρίστου, δικηγόρου (…)

ΠΡΟΣ

Τον Πέτρο Φιλιππίδη του Δημητρίου (…)

Κοινοποιούμενη προς:

Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης

Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών

Μέσα μαζικής ενημέρωσης

Την 25-2-21 μου απευθύνατε εξώδικη δήλωση, την οποία κοινοποιήσατε προς όλους τους παραπάνω φορείς, εγκαλώντας με προσωπικά ότι σας «συκοφάντησα» επειδή αναφέρθηκα δημόσια στο γεγονός της καταγγελίας εντολέως μου σε βάρος σας, η οποία κατατέθηκε στις 23-2-21 ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΣΕΗ, και στο περιεχόμενο αυτής.

Μου ζητάτε δε με το εξώδικό σας να ανακαλέσω τους «ψευδείς» και «συκοφαντικούς» ισχυρισμούς μου. Φαίνεται να μην αντιλαμβάνεσθε το στοιχειώδες, πως οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι δικοί μου, αλλά του εντολέως μου, όπως κατέστησα εξαρχής απολύτως σαφές κατά τη δημόσια τοποθέτησή μου. Οι δικηγόροι ενεργούμε ως εντολοδόχοι των προσώπων που εκπροσωπούμε. Σε καμία περίπτωση δεν θα νοείτο δικηγόρος να ανακαλέσει το περιεχόμενο της καταγγελίας εντολέως του. Ο εντολέας είναι το πρόσωπο που προβαίνει στην καταγγελία, διά του δικηγόρου του, και ο εντολέας είναι ο μόνος που δύναται να ανακαλέσει ή να μην ανακαλέσει την καταγγελία του. Σε κάθε περίπτωση, κατόπιν της δημόσιας τοποθέτησης του ίδιου του εντολέως μου Γεωργίου Ψάλτου στις 26-2-21, ο οποίος δήλωσε κατηγορηματικά ότι όλα όσα έχει καταθέσει σε βάρος σας είναι απολύτως αληθή μέχρι τελευταίας λέξης και δεν τα ανακαλεί σε καμία περίπτωση, έχετε ήδη λάβει την απάντησή σας, παρέλκει δε οποιαδήποτε δική μου περαιτέρω δήλωση επί του θέματος.

Επιπροσθέτως, σημειώνω μετ’ επιτάσεως ότι ουδέποτε υπήρξατε πελάτης μου ούτε πελάτης της δικηγορικής εταιρείας στην οποία είμαι εταίρος, όπως ψευδώς αναφέρετε στο εξώδικό σας. Δεν έχω χειριστεί ποτέ υπόθεσή σας, δεν σας γνωρίζω προσωπικά, ούτε σας έχω συναντήσει ή έστω μιλήσει ποτέ στη ζωή μου. Για το ψεύδος αυτό, που ηθελημένα και εκ δόλου διαλάβατε στο εξώδικό σας, προκειμένου να εγείρετε αμφιβολίες ως προς την επαγγελματική μου ακεραιότητα, καθώς και εν γένει για τους αήθεις και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς σας για το πρόσωπό μου και την επαγγελματική μου οντότητα, τους οποίους φροντίσατε να κοινοποιήσετε προς όλα τα μέσα και προς όλους τους παραπάνω φορείς, περιλαμβανομένου και του επαγγελματικού μου συλλόγου, επιφυλάσσομαι παντός δικαιώματός μου να ασκήσω κάθε νόμιμο μέσο για την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων μου.

Αυτά προς απάντησή σας.

Θα ήθελα όμως να σχολιάσω -διότι το θεωρώ πολύ σημαντικό- και μια δήλωσή σας, η οποία έχει συμπεριληφθεί στο κείμενο του εξωδίκου που μου επιδώσατε και απευθύνεται προς όλα τα μέσα ενημέρωσης, στα οποία και κοινοποιήσατε, ως ελέχθη, το εξώδικό σας.

Ειδικότερα, δηλώνετε, όπως βλέπω, προς όλα τα μέσα, ότι «αρνείστε» τη χρήση ή αναπαραγωγή του ονόματός σας και της εικόνας σας, μέχρι εσείς να αποφασίσετε να μιλήσετε δημοσίως για τις σε βάρος σας καταγγελίες.

Η δήλωσή σας αυτή παρατηρώ καταρχάς ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη εξώδικη δήλωσή σας, της 1-2-21, με την οποία καλέσατε, προκαταβολικά, όλα τα μέσα να μην αναφέρουν το όνομά σας και να μην κάνουν χρήση της εικόνας σας πριν να υπάρξουν καταγγελίες σε βάρος σας ενώπιον αρμοδίων αρχών. Υπενθυμίζω ότι αυτό το πράξατε χωρίς καν να έχει ακουστεί δημόσια οτιδήποτε για το πρόσωπό σας κατά τον χρόνο εκείνο, στρέφοντας έτσι ο ίδιος τα φώτα της δημοσιότητας πάνω σας και προκαλώντας εύλογη έκπληξη και προβληματισμό στην κοινή γνώμη. Όπως γνωρίζετε, επίσημες και επώνυμες καταγγελίες σε βάρος σας πλέον υπάρχουν, εδώ και εβδομάδες. Κάποιες δε από αυτές έχουν διαβιβασθεί αρμοδίως από το ΣΕΗ στην Εισαγγελία Αθηνών. Το μεν Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΣΕΗ είναι η αρμόδια αρχή να κρίνει πειθαρχικά τις αντισυναδελφικές πράξεις και συμπεριφορές σας, τις οποίες καταγγέλλουν ότι τελέσατε σε βάρος τους οι συνάδελφοί σας. Η δε Εισαγγελία Αθηνών είναι η αρμόδια αρχή να εξετάσει κατά πόσο προκύπτουν και στοιχεία για τυχόν ποινικώς κολάσιμες πράξεις που δεν έχουν εισέτι παραγραφεί. Εξάλλου, οι ως άνω καταγγελίες προέρχονται, όπως γνωρίζετε, από διάφορα πρόσωπα, τα οποία δεν είναι στην πλειονότητά τους εντολείς μου.

Επομένως, βάσει του προηγούμενου εξωδίκου σας, έχετε δώσει τη ρητή συγκατάθεσή σας προς όλα τα μέσα ενημέρωσης να αναφέρουν το όνομά σας και να χρησιμοποιούν την εικόνα σας, τουλάχιστον από τις 4-2-21, οπότε και κατατέθηκε στο ΣΕΗ η πρώτη, εξ όσων γνωρίζω, επίσημη καταγγελία εναντίον σας, από τις εντολείς μου Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, Πηνελόπη Αναστασοπούλου και Λένα Δροσάκη (πιθανόν να υπάρχουν και προγενέστερες αυτής καταγγελίες από άλλους συναδέλφους σας αλλά δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω).

Πέραν της προφανούς αυτής αντίφασης μεταξύ των παραπάνω δηλώσεών σας, και πέραν του γεγονότος ότι, τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα από 4-2-21 έως και 25-2-21, έχετε ρητά συγκατατεθεί στη δημόσια αναφορά του ονόματός σας και στη δημόσια χρήση της εικόνας σας, η γενική απαγόρευση που απευθύνετε προς όλους με το νέο σας εξώδικο είναι, σε κάθε περίπτωση, παντελώς ανυπόστατη από νομικής απόψεως.

Ειδικότερα, η δήλωσή σας αυτή, η οποία απευθύνεται προς όλα τα μέσα, ηλεκτρονικά και έντυπα, συνιστά κατάφωρη απόπειρα προληπτικής λογοκρισίας, η οποία απαγορεύεται ρητώς βάσει του άρθρου 14 του Συντάγματος της χώρας μας, που κατοχυρώνει την Ελευθερία του Τύπου.

Συγκεκριμένα, η παράγραφος 2 του ως άνω άρθρου ορίζει ότι «O τύπος είναι ελεύθερος. H λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται».. Η απαγόρευση της λογοκρισίας αποτελεί θεμελιώδη διάταξη του Συντάγματος και βασικό συστατικό του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, όπως οφείλει να γνωρίζει κάθε πολίτης, ακόμη και ο μη έχων ειδικές νομικές γνώσεις.

Είναι νομικώς ανήκουστο και συνταγματικώς αδιανόητο να απαγορεύετε σε όλους τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης που καλύπτουν την υπόθεση του Metoo, η οποία είναι το κορυφαίο ζήτημα της τρέχουσας επικαιρότητας εδώ και πολλές εβδομάδες, να αναφέρονται σε εσάς, μέχρι εσείς να αποφασίσετε (εάν ποτέ το αποφασίσετε, όπως δηλώνετε χαρακτηριστικά στο εξώδικό σας) να μιλήσετε δημοσίως

. Ο δημοσιογράφος έχει υποχρέωση να καλύπτει τα γεγονότα τη στιγμή που εκτυλίσσονται και με γνώμονα τη φιλαλήθεια, όπως παγίως έχουν κρίνει τα εθνικά μας δικαστήρια και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έτσι επιτυγχάνεται ο κυρίαρχος θεσμικός ρόλος του Τύπου, ως διαύλου πληροφοριών, που δεν είναι άλλος από την έγκαιρη ενημέρωση της κοινής γνώμης. Το εκ του άρθρου 14 του Συντάγματος και του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ δικαίωμα πληροφόρησης έχει εξ ορισμού την έννοια της πληροφόρησης για γεγονότα του παρόντος που απασχολούν τον πολίτη, ο οποίος πρωτίστως ενδιαφέρεται και απαιτεί να ενημερώνεται από τον Τύπο για το τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή στο κοινωνικό γίγνεσθαι (βλ. Γ. Καράκωστα ''Προσωπικότητα και Τύπος'', Εκδόσεις Σάκκουλα 1991, σελ. 113, ΕφΑΘ 9720/1991 ΕλλΔικ 34.1513, πρβλ. ΠΠρΑθ 3762/2004, ΔιΜΕΕ 4/2004, σελ. 548). Η θεμελιώδης αρχή της δημοσιότητας επιτάσσει οι πολίτες να ενημερώνονται αμέσως για ό,τι σχετίζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης ή τη διαταραχή της από αντικοινωνικές, έκνομες ή ακόμη και εγκληματικές πράξεις.

Σημειωτέον ότι αυτό δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, αφού, όπως έχει κρίνει ο Άρειος Πάγος, εάν κάποιος αναφερθεί σε δημοσίευμα ως συλληφθείς, ύποπτος ή και κατηγορούμενος, ακόμα και εάν στη συνέχεια εκδοθεί υπέρ του αθωωτική απόφαση, τα δημοσιευθέντα περιστατικά συνιστούν, κατά το χρόνο έκδοσης του δημοσιεύματος, αληθινά γεγονότα και δεν δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι το πρόσωπο αυτό οπωσδήποτε είναι ένοχος, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας όλοι όσοι παραπέμπονται σε δίκη δεν κρίνονται μόνο ένοχοι αλλά και αθώοι (ΑΠ 72/2004 ΔιΜΕΕ 4/2004 σελ. 544, πρβλ. ΕφΘεσ 146/2004). Κατά μείζονα λόγο είναι νομικώς αβάσιμο το δικό σας αίτημα προς όλα τα μέσα να μην αναφέρονται στο όνομά σας, λαμβανομένου υπόψη ότι είστε δημόσιο πρόσωπο και ότι σε κάθε περίπτωση οι σε βάρος σας καταγγελίες αφορούν εν πρώτοις πειθαρχικά αδικήματα και έχουν κατατεθεί ενώπιον του πειθαρχικού σας οργάνου, του ΣΕΗ, χωρίς να έχει εξ όσων γνωρίζω ασκηθεί σε βάρος σας κάποια ποινική δίωξη από την Εισαγγελία. Ακόμη όμως και σε περίπτωση που μελλοντικά ασκηθεί σε βάρος σας οποιαδήποτε ποινική δίωξη και καταστείτε κατηγορούμενος, από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι άπαντες υποχρεούνται να μην αναφέρουν το όνομά σας, επειδή εσείς όλως αβασίμως αξιώνετε κάτι τέτοιο με το εξώδικό σας, όπως ευκρινώς προκύπτει από την προμνησθείσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας.

Τουναντίον, ο κώδικας δεοντολογίας ειδησεογραφικών εκπομπών ορίζει ρητά ότι οδηγός του δημοσιογράφου, όσον αφορά το ποια στοιχεία μιας υπόθεσης αυτός θα δημοσιοποιήσει ή όχι, είναι η απορρέουσα από το Σύνταγμα και γενόμενη δεκτή από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αρχή της στάθμισης κατά περίπτωση του τυχόν διακυβευόμενου δημοσίου συμφέροντος. Πράγματι, σε περίπτωση σύγκρουσης αντικρουόμενων εννόμων αγαθών, αυτή επιλύεται, κατά παγία νομολογία του ΔΕΕ, του ΕΔΔΑ, αλλά και των εθνικών μας δικαστηρίων, μέσω της μεταξύ τους στάθμισης. Είναι προφανές ότι σε μια υπόθεση τόσο σοβαρή και σε μια συνθήκη τόσο εξαιρετική όσο το ελληνικό Metoo, η στάθμιση που οφείλει να κάνει ο δημοσιογράφος είναι συντριπτικά υπέρ της πλήρους δημοσιοποίησης κάθε συναφούς υπόθεσης, καθότι το διακύβευμα είναι τεράστιο για το κοινωνικό σύνολο. Τα συγκρουόμενα έννομα αγαθά, αφενός η προστασία του κοινωνικού συνόλου από εγκληματικές πράξεις κακοποίησης, που συνήθως στρέφονται κατά των πλέον αδύναμων συνανθρώπων μας, και αφετέρου η προστασία της προσωπικότητας των μεμονωμένων προσώπων που καταγγέλλονται ως θύτες των πράξεων αυτών, είναι κυριολεκτικά άλλης τάξεως και η στάθμιση μεταξύ τους σε επίπεδο νομικό και δικαιοπολιτικό οδηγεί άνευ ουδεμίας αμφιβολίας στην πρόκριση της μέγιστης δυνατής δημοσιοποίησης.

Διότι μόνο αυτή είναι πρόσφορη να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, που είναι καταρχάς η αφύπνιση των θυμάτων, ώστε να μπορέσουν σε πρώτο στάδιο να αντιληφθούν τι είναι αυτό που έχουν βιώσει και να το αναγνωρίσουν ως πράξη κακοποίησης, για την οποία τα ίδια δεν φέρουν καμία ευθύνη, και στη συνέχεια η ενθάρρυνσή τους, ώστε να τολμήσουν να σπάσουν τα δεσμά της σιωπής στην οποία ζούσαν εδώ και χρόνια και να αντιμετωπίσουν χωρίς φόβο τον θύτη τους αλλά και την ίδια την κοινωνία, που μέχρι τώρα δεν ήταν έτοιμη να ''ακούσει''. Εξίσου σημαντικά ζητούμενα, υπ’ αυτήν την έννοια, που μόνο μέσω της ευρείας δημοσιοποίησης κάθε σχετικής υπόθεσης μπορούν να επιτευχθούν, αποτελούν η πρόληψη, μέσω της αποθάρρυνσης επίδοξων δραστών τέτοιων πράξεων στο μέλλον, και -ίσως το σημαντικότερο όλων- η βαθμιαία αλλαγή βαθιά ριζωμένων κοινωνικών αντιλήψεων, που μέχρι σήμερα επέτρεπαν τη διαιώνιση τέτοιου είδους φαινομένων κοινωνικής παθογένειας.

Ειδικά δε η αξίωσή σας, να μη γίνεται χρήση της εικόνας σας μέχρι εσείς να αποφασίσετε να μιλήσετε δημοσίως, είναι νομικώς ανυπόστατη και για τους εξής πρόσθετους λόγους: πρώτον, οι εικόνες σας που προβάλλονται ή δημοσιεύονται στα μέσα όλες αυτές τις μέρες είναι, όπως παρατηρώ, δημόσιες εικόνες σας, από παραστάσεις, φωτογραφήσεις και λοιπές εκδηλώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί και ήδη δημοσιευθεί με την πλήρη συγκατάθεσή σας. Επομένως δεν τίθεται κανένα ζήτημα ως προς τις συγκεκριμένες εικόνες.

Ακόμα και έτσι όμως να μην ήταν, η λήψη και παρουσίαση σε τρίτους της εικόνας ενός προσώπου γίνεται νομικά δεκτό ότι μπορεί να γίνει και χωρίς τη συναίνεση του εικονιζομένου σε περίπτωση δημοσίων προσώπων, προσώπων που βρίσκονται στην επικαιρότητα ή προσώπων που ανήκουν στη σύγχρονη ιστορία (βλ. Στ. Πατεράκη «Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης», Εκδόσεις Σάκκουλα 2001, σελ. 110 επ.).

Συγκεκριμένα, είναι επιτρεπτή η λήψη και περαιτέρω δημοσίευση, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζομένου, της εικόνας δημοσίων προσώπων και προσώπων που ανήκουν στη σύγχρονη επικαιρότητα, είτε υπό απόλυτη έννοια (π.χ. πολιτικοί, διπλωμάτες, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, αθλητές κλπ.), είτε υπό σχετική έννοια (π.χ. δράστες εγκληματικών πράξεων), και γενικότερα προσώπων που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο (ΑΠ 1010/2002, ΝοΒ 2003.248, ΕφΘεσ 2147/2001, Αρμ 2002.1161, ΕφΑθ 3346/1996). Στις περιπτώσεις αυτές, η λήψη της εικόνας των ως άνω προσώπων είναι αναγκαία και πρόσφορη για την ικανοποίηση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, καθότι εξυπηρετείται ένα υπέρτερο αγαθό, το συμφέρον του κοινού για πληροφόρηση (βλ. Γ. Καράκωστα ''Προσωπικότητα και τύπος'', Εκδόσεις Σάκκουλα 2000, σελ. 159). Εσείς είστε δημόσιο πρόσωπο τα τελευταία 35 χρόνια, όπως και ο ίδιος συνομολογείτε στο εξώδικό σας της 1-2-21, έχετε όμως αναμφίβολα καταστεί και κεντρικό πρόσωπο της επικαιρότητας το τελευταίο διάστημα λόγω των σε βάρος σας καταγγελιών. Για όλους τους παραπάνω λόγους, η απαίτησή σας να μη γίνεται χρήση της εικόνας σας από τα μέσα ενημέρωσης δεν έχει κανένα απολύτως νομικό έρεισμα.

Εν κατακλείδι:

Η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται αυτή τη στιγμή στις πιο καίριες και θεμελιώδεις αντιλήψεις της όσον αφορά το θέμα της λεκτικής, σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης και τη μηδενική ανοχή που μια σύγχρονη δημοκρατία οφείλει να επιδεικνύει σε αυτού του είδους τα φαινόμενα. Εάν η Σοφία Μπεκατώρου και η Ζέτα Δούκα δεν είχαν μιλήσει δημόσια για όσα υπέστησαν, δεν θα βρισκόμασταν εδώ που είμαστε σήμερα. Η δημόσια διάσταση που έχει λάβει το κίνημα του Metoo, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε όλες τις χώρες όπου έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο, είναι αυτή που δίνει στα θύματα το θάρρος να βγουν μπροστά και να μιλήσουν, να πουν όλα αυτά που δεν είχαν πει τόσα χρόνια. Η δημόσια κατάθεση του ενός δίνει κουράγιο στον επόμενο, σε αυτόν που ακόμα έχει αμφιβολίες, σε αυτόν που ακόμα φοβάται. Η ευρεία δημοσιοποίηση πάσης φύσεως κακοποιητικών πράξεων σε βάρος αδυνάμων συνανθρώπων μας αποσκοπεί όχι μόνο στην προστασία των θυμάτων και στην πρόληψη παρόμοιων κακοποιητικών συμπεριφορών στο μέλλον, αλλά στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, η οποία καλείται να επεξεργαστεί και να αναθεωρήσει παγιωμένες εδώ και χρόνια αντιδραστικές και φοβικές αντιλήψεις, που δεν έχουν καμία θέση στον σύγχρονο κόσμο που καλούμαστε να χτίσουμε για τα παιδιά μας και τις επόμενες γενεές. Μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες έγιναν ζυμώσεις που δυστυχώς δεν είχαν γίνει εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας. Και έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας. Όμως, πιστέψτε με, θα φτάσουμε εκεί που πρέπει: σε ένα καλύτερο για όλους μας αύριο. Σε ένα αύριο χωρίς φόβο».